respublica
Οι άνθρωποι επικεντρώνονται σε μια στάση ζωής με γνώμονα το «ζήσε τη στιγμή». Για τον Λας το όραμα του σύγχρονου ανθρώπου είναι ναρκισσιστικό, γιατί βλέπει τον κόσμο ως καθρέφτη του εαυτού του και δεν ενδιαφέρεται για τα εξωτερικά γεγονότα ή την πραγματικότητα, εκτός κι αν τα γεγονότα του «επιστρέφουν» μια αντανάκλαση της δικής του εικόνας. Έτσι το Άλλο χρησιμοποιείται ως απλό μέσο τροφοδότησης του Εγώ, σε μια διεστραμμένη σχέση όπου δεν υπάρχει αμοιβαιότητα και πραγματική ενσυναίσθηση.
Ο άνθρωπος καταλήγει να βρίσκει καταφύγιο στην δυσ-ειρωνεία, στην κοροϊδία και τον κυνισμό. Αν και στο βιβλίο δεν γίνεται σαφής αναφορά, ο Λας από άλλη σκοπιά -κατά τη γνώμη μας ευρύτερη- δεν απέχει πολύ από τις βασικές θέσεις του Γκυ Ντεμπόρ στο «Η Κοινωνία του Θεάματος». Ένας καθοριστικός παράγοντας, που ως ένα σημείο εξηγεί αυτή τη ναρκισσιστική επιδημία, είναι η γραφειοκρατία. Το περιβάλλον της σύγχρονης γραφειοκρατίας, των επιφανειακών και πυκνών διαπροσωπικών σχέσων, φαίνεται να εξωθεί σε μια ναρκισσιστική συμπεριφορά η οποία συνδέεται με τη μόνιμη ανησυχία για την εντύπωση που κάνουμε στους άλλους.
Το αποτέλεσμα είναι η τάση να συμπεριφερόμαστε στους άλλους σαν αυτοί να είναι οι καθρέφτες του εαυτού μας. Το συναρπαστικό αυτό βιβλίο αποτελεί χρήσιμη πηγή σκέψης και είναι ιδιαίτερα επίκαιρο στην εποχή του αδιάλλακτου εξορθολογισμού της κοινωνίας και της Πολιτικής Ορθότητας.
Ο κοινωνιολόγος του εκτελούντος εαυτού [performing self] Έρβινγκ Γκόφμαν γράφει σε ένα χαρακτηριστικό χωρίο: «ως ανθρώπινα όντα είμαστε, υποτίθεται, πλάσματα μεταβλητής ενόρμησης με διαθέσεις και ενέργειες που αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Ως χαρακτήρες, ωστόσο, που υποδυόμαστε για ένα κοινό, δεν πρέπει να έχουμε τα πάνω και τα κάτω μας…
Αναμένεται μια ορισμένη γραφειοκρατοποίηση του πνεύματος, έτσι ώστε να μπορούμε να βασιζόμαστε στον εαυτό μας να δίνει μία τελείως ομοιογενή παράσταση [performance] σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή». Αυτή η «γραφειοκρατοποίηση του πνεύματος» έχει γίνει ολοένα πιο καταπιεστική και τώρα, χάρη στον Γκόφμαν, έχει ευρέως αναγνωριστεί ως σημαντικό στοιχείο της σημερινής μας δυσφορίας.
Όσο η λειτουργία της σύγχρονης οικονομίας και της σύγχρονης κοινωνικής τάξης πραγμάτων γίνεται ολοένα πιο απρόσιτη στην καθημερινή κατανόηση, τέχνη και φιλοσοφία παραχωρούν το έργο να τις εξηγήσουν στις δήθεν αντικειμενικές επιστήμες της κοινωνίας, που κι αυτές έχουν υποχωρήσει, από την προσπάθεια να τιθασεύσουν την πραγματικότητα, στην ταξινόμηση των τετριμμένων. Έτσι, η πραγματικότητα παρουσιάζεται σε μη ειδικούς και σε «επιστήμονες» ως αδιαπέραστο δίκτυο κοινωνικών σχέσεων
Για τον εκτελούντα εαυτό, η μόνη πραγματικότητα είναι η ταυτότητα που μπορεί να κατασκευάσει από υλικά τα οποία παρέχουν η διαφήμιση και η μαζική κουλτούρα, Θέματα από δημοφιλείς κινηματογραφικές ταινίες και μυθοπλασία, όλα εξίσου συγκαιρινά για τον σημερινό νου[1].
Η διαφημιστική βιομηχανία σκόπιμα ενθαρρύνει αυτή την ενασχόληση με την εμφάνιση. Τη δεκαετία του 1920, «οι γυναίκες στις διαφημίσεις παρατηρούσαν διαρκώς τον εαυτό τους, αυτοκριτικά… Ένα αξιοσημείωτο ποσοστό διαφημίσεων στα περιοδικά που απευθύνονταν σε γυναίκες, τις απεικόνιζαν να κοιτάζονται στον καθρέφτη…
Διαφημίσεις της δεκαετίας του 1920 ήταν τελείως σαφείς σ’ αυτή την ναρκισσιστική επιταγή. Χρησιμοποιούσαν ατάραχα εικόνες γυμνών με πέπλους, και γυναίκες σε αυτοερωτικές στάσεις για να ενθαρρύνουν την αυτοσύγκριση και να θυμίσουν στις γυναίκες το πρωτείο της σεξουαλικότητάς τους». Ένα φυλλάδιο με διαφημίσεις καλλυντικών απεικόνιζε στο εξώφυλλο μία γυμνή με τη λεζάντα: «Το αριστούργημά σου – ο εαυτός σου».
Σήμερα, η εξάλειψη των επιδεξιοτήτων όχι μόνον από την χειρωνακτική εργασία αλλά και από τις χαρτογιακάδικες θέσεις εργασίας έχει δημιουργήσει συνθήκες στις οποίες η εργασιακή δύναμη παίρνει τη μορφή της προσωπικότητας και όχι της δύναμης ή της εξυπνάδας. Άνδρες και γυναίκες οφείλουν να προβάλλουν μία ελκυστική εικόνα και να γίνουν συγχρόνως ηθοποιοί που παίζουν τον ρόλο και ειδήμονες που κρίνουν την παράστασή τους.
Κατά τον Σένετ, οι άνθρωποι σύντομα κατακυριεύτηκαν από τον φόβο μήπως προδοθούν ακούσια από τις πράξεις τους, τις εκφράσεις του προσώπου τους και τις λεπτομέρειες της αμφίεσής τους. Τον ίδιο αιώνα, όπως έχει δείξει ο Έντγκαρ Γουίντ, ο τεχνοκρίτης Τζιοβάνι Μορέλι διατύπωσε τη θεωρία ότι οι γνήσιοι ζωγραφικοί πίνακες μπορούσαν να ξεχωριστούν από τους πλαστούς αν εξετάζαμε επισταμένα ορισμένες ασήμαντες λεπτομέρειες —την απόδοση ενός αυτιού ή ενός ματιού— που πρόδιδαν το χέρι του δασκάλου. Ο Μορέλι τόνισε: «Κάθε ζωγράφος έχει τις ιδιαιτερότητές του, που δεν τις συνειδητοποιεί κι αυτός ο ίδιος».
Παρόμοια, στην καθημερινή ζωή ο μέσος άνθρωπος έγινε ειδήμων της παράστασης της δικής του και των άλλων, επιφορτίζοντας έναν μυθιστοριογράφο με το έργο να «αποκωδικοποιεί μεμονωμένες λεπτομέρειες της εμφάνισης», όπως γράφει ο Σένετ για τον Μπαλζάκ, να «μεγεθύνει τη λεπτομέρεια και να την καθιστά έμβλημα ολόκληρου του ανθρώπου».
Αλλά η κατοχή αυτών των καινούργιων κοινωνικών δεξιοτήτων, ενώ αύξησε την αισθητική ικανοποίηση, δημιούργησε καινούργιες μορφές στενοχώριας και άγχους. Φυλακισμένος στη γνώση του εαυτού του, ο σύγχρονος άνθρωπος λαχταρά την χαμένη αθωότητα του αυθόρμητου αισθήματος. Αδυνατώντας να εκφράσει αίσθημα χωρίς να λογαριάσει τον αντίκτυπο στους άλλους, αμφιβάλλει για την αυθεντικότητα της έκφρασής του στους άλλους και συνεπώς αντλεί μικρή ανακούφιση από τις αντιδράσεις του κοινού στην παράστασή του, κι όταν ακόμα το κοινό ισχυρίζεται πως είναι βαθιά συγκινημένο. Παραπονιέται ο Άντυ Γουόρχολ:
Έτσι, το σπυράκι έχει τώρα σκεπαστεί. Αλλά έχω σκεπαστεί εγώ; Πρέπει να κοιταχτώ στον καθρέφτη για μερικές ακόμα πινελιές. Δεν λείπει τίποτα. Είναι όλα εκεί. Το ασυγκίνητο βλέμμα… Η βαριεστημένη νωθρότητα, η σπαταλημένη χλωμάδα… Τα χείλια που γκριζάρουν. Τα αχτένιστα, ασημένια μαλλιά, απαλά και μεταλλικά… Δεν λείπει τίποτα. Είμαι όλα όσα λένε οι αναμνήσεις μου πως είμαι».
Η ψυχαναλυτική περιγραφή του παθολογικού ναρκισσιστή, του οποίου η αίσθηση του εαυτού εξαρτάται από την επικύρωση των άλλων τους οποίους ωστόσο υποτιμά, συμπίπτει σε πολλές λεπτομέρειες με την περιγραφή του εκτελούντος εαυτού [performing self] στην λογοτεχνική κριτική και στην κοινωνιολογία της καθημερινής ζωής. Οι εξελίξεις που έχουν δημιουργήσει μία καινούργια βαθιά γνώση των κινήτρων και της αθέλητης έκφρασης —που ένα όχι ασήμαντο στοιχείο τους είναι η εκλαΐκευση των ψυχιατρικών τρόπων σκέψης— δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις ιστορικές αλλαγές που έχουν παραγάγει όχι απλώς μία καινούργια έννοια της προσωπικότητας, αλλά και μία καινούργια μορφή οργάνωσης της προσωπικότητας.
Ο παθολογικός ναρκισσιστής αποκαλύπτει, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, τα ίδια άγχη που σε ηπιότερη μορφή έχουν γίνει πολύ κοινά στις καθημερινές συναναστροφές. Όπως είδαμε, οι επικρατούσες μορφές κοινωνικής ζωής ενθαρρύνουν πολλές μορφές ναρκισσιστικής συμπεριφοράς. Επιπλέον, έχουν αλλοιώσει τη διαδικασία του εκκοινωνισμού —όπως θα δούμε στο έβδομο κεφάλαιο— με τρόπους που ενθαρρύνουν ακόμα περισσότερο τα ναρκισσιστικά πρότυπα, ριζώνοντάς τα στην πρωιμότατη πείρα του ατόμου.
Αφ’ ενός, η υποβάθμιση της εργασίας κάνει την επιδεξιότητα και την ικανότητα ολοένα πιο άσχετες για την υλική επιτυχία και ενθαρρύνει έτσι την παρουσίαση του εαυτού ως εμπορεύματος αφετέρου, αποθαρρύνει την προσκόλληση στη συγκεκριμένη θέση εργασίας και ωθεί τους ανθρώπους, ως μοναδική εναλλακτική δυνατότητα προς τη βαριεμάρα και την απόγνωση, να αντιμετωπίζουν την εργασία με αυτοκριτική απόσταση.
Όταν η εργασία συνίσταται ουσιαστικά σε χωρίς νόημα κινήσεις, και όταν οι κοινωνικές ρουτίνες, που παλαιότερα τιμώνταν ως τελετουργικό, εκφυλίζονται σε υπόδυση ρόλου, ο εργάτης —είτε μοχθεί στην αλυσίδα συναρμολόγησης είτε κατέχει μία υψηλόμισθη θέση σε μία μεγάλη γραφειοκρατία— επιδιώκει να ξεφύγει από την απορρέουσα αίσθηση αναυθεντικότητας δημιουργώντας μία ειρωνική απόσταση από την καθημερινή του ρουτίνα.
Επιχειρεί να μετασχηματίσει την υπόδυση ρόλου σε συμβολική εξύψωση της καθημερινής ζωής. Βρίσκει καταφύγιο στα αστεία, στην κοροϊδία και τον κυνισμό. Αν του ζητηθεί να εκτελέσει ένα δυσάρεστο έργο, δείχνει καθαρά ότι δεν πιστεύει στους αντικειμενικούς στόχους του οργανισμού, την αυξημένη απόδοση και την μεγαλύτερη εκροή. Αν πάει σε ένα πάρτυ, δείχνει με τις πράξεις του ότι όλα είναι ένα παιχνίδι —ψεύτικα, τεχνητά, ανειλικρινή· μία γκροτέσκα παρωδία της κοινωνικότητας.
Έτσι, επιχειρεί να γίνει άτρωτος από τις πιέσεις της κατάστασης. Αρνούμενος να πάρει στα σοβαρά τις ρουτίνες που έχει να εκτελέσει, τους αρνείται την ικανότητα να τον πληγώσουν. Παρόλο που υποθέτει πως είναι αδύνατον ν’αλλάξει τα σιδερένια όρια που του επιβάλλει η κοινωνία, η αποσπασμένη γνώση των ορίων αυτών φαίνεται πως τα κάνει να μετρούν λιγότερο. Απομυθοποιώντας την καθημερινή ζωή, μεταδίδει στον εαυτό του και στους άλλους την εντύπωση ότι έχει υψωθεί πάνω απ’ αυτήν, έστω και αν εκτελεί τις κινήσεις που πρέπει και κάνει ό,τι αναμένεται απ’ αυτόν.
Παρωδούν γνώριμους ρόλους και θέματα, καλώντας το κοινό να θεωρεί εαυτό ανώτερο από τον περίγυρό του. Δημοφιλείς μορφές αρχίζουν να αυτοπαρωδούνται: τα γουέστερν κοροϊδεύουν τα γουέστερν οι σαπουνόπερες Fernwood, Soap, Mary Hartman, βεβαιώνουν τον θεατή πως είναι εξεζητημένες κοροϊδεύοντας τις συμβάσεις της σαπουνόπερας.
Ωστόσο, σε μεγάλο μέρος η δημοφιλής τέχνη παραμένει ρομαντική και τέχνη φυγής, αποφεύγει αυτό το θέατρο του παράλογου και υπόσχεται φυγή από τη ρουτίνα αντί για ειρωνική απόσταση απ’ αυτήν. Η διαφήμιση και τα δημοφιλή ρομάντσα θαμπώνουν το κοινό τους με οράματα πλούσιας εμπειρίας και περιπέτειας. Υπόσχονται όχι την κυνική απόσταση αλλά ένα κομμάτι της δράσης, έναν ρόλο στο δράμα αντί για μία κυνική θέση θεατή. Η Έμα Μποβαρύ, πρότυπη καταναλώτρια μαζικής κουλτούρας, εξακολουθεί να ονειρεύεται· και τα όνειρά της, που τα συμμερίζονται εκατομμύρια άνθρωποι, εντείνουν την ανικανοποίηση με τις θέσεις εργασίας και την κοινωνική ρουτίνα.
Η ασυμφωνία ανάμεσα σε ρομάντσο και πραγματικότητα, σε κόσμο των ωραίων ανθρώπων και εργάσιμη πραγματικότητα, προκαλεί μία ειρωνική απόσταση που αμβλύνει τον πόνο αλλά και σακατεύει τη θέληση να αλλάξουμε τις κοινωνικές συνθήκες, να επιφέρουμε έστω μέτριες βελτιώσεις στην εργασία και στο παιχνίδι και να ξαναδώσουμε νόημα και αξιοπρέπεια στην καθημερινή ζωή.
Οι αυτοδημιουργημένοι ρόλοι γίνονται εξίσου καταναγκαστικοί με τους κοινωνικούς ρόλους από τους οποίους προορίζονταν να δώσουν ειρωνική απόσταση. Λαχταρούμε την αναστολή της αυτοσυνειδησίας, της ψευτοψυχαναλυτικής στάσης που έχει γίνει δεύτερη φύση· αλλά ούτε η τέχνη ούτε η θρησκεία, ιστορικά οι μεγάλοι απελευθερωτές από τη φυλακή του εαυτού, δεν έχουν πια τη δύναμη να αποθαρρύνουν τη δυσπιστία.
Σε μία κοινωνία που βασίζεται τόσο πολύ στις ψευδαισθήσεις και τα φαινόμενα, οι έσχατες ψευδαισθήσεις, τέχνη και θρησκεία, δεν έχουν μέλλον. Το Credo quia absurcium [πιστεύω επειδή είναι παράλογο], το παράδοξο της θρησκευτικής εμπειρίας στο παρελθόν, μικρή σημασία έχει σε έναν κόσμο στον οποίο όλα φαίνονται παράλογα, και όχι μόνο τα θαύματα που συνδέονται με την θρησκευτική πίστη και πρακτική.
Οπότε το να γράφεις για τη γραφή γίνεται αντικείμενο αυτοπαρωδίας, όπως όταν ο Ντόναλντ Μπαρτέλμ εισάγει σε ένα του διήγημα την ακόλουθη πικρόχολη σκέψη: «Άλλο ένα διήγημα για τη συγγραφή ενός διηγήματος! ‘Αλλη μία regressus in infinitum! Ποιος δεν προτιμά την τέχνη που τουλάχιστον ανοιχτά απομιμείται κάτι διαφορετικό από τις διαδικασίες της; Που δεν διακηρύσσει διαρκώς “Προσοχή, είμαι τέχνημα!”;».
Παραιτούμενος από την προσπάθεια να «γίνει κύριος της πραγματικότητας», ο συγγραφέας καταφεύγει σε μία επιφανειακή αυτοανάλυση που εξαλείφει όχι μόνο τον εξωτερικό κόσμο αλλά και την βαθύτερη υποκειμενικότητα «που δίνει στη φαντασία τη δυνατότητα να βγάλει φτερά… Οι επιδρομές του μέσα στον εαυτό είναι εξ ίσου ρηχές με την παρέκβασή του στον κόσμο».
Σύμφωνα με τον Κόχουτ, εκείνοι που αισθάνονται ασφαλείς για την ικανότητα του Εγώ να ελέγχει το Αυτό, χαίρονται κατά καιρούς να αναστέλλουν τη δευτερεύουσα διαδικασία (λόγου χάρη, στον ύπνο ή στη σεξουαλική δραστηριότητα) αφού ξέρουν ότι μπορούν όποτε θέλουν να την ξαναποκτήσουν. Από την άλλη μεριά, ο ναρκισσιστής βρίσκει τους πόθους του τόσο απειλητικούς, ώστε συχνά βιώνει τεράστια δυσκολία για να κοιμηθεί, να επεξεργαστεί την σεξουαλική ενόρμηση στη φαντασία («το πιο απαιτητικό έδαφος για την ικανότητα του ανθρώπου να αποεπενδύσει τις δευτερεύουσες διαδικασίες») ή να αναστείλει την τρέχουσα πραγματικότητα κατά τις ψυχαναλυτικές συνεδρίες.
Ο αφηγητής στο Somethίng Happened του Χέλερ ομολογεί: «Συχνά τα χάνω όταν ξυπνώ από έναν βαθύ, χωρίς όνειρα ύπνο και αντιλαμβάνομαι πόσο μακριά από τη ζωή ήμουν, και πόσο ανυπεράσπιστος ήμουν όταν βρισκόμουν εκεί… Ίσως να μη μπορούσα να ξαναγυρίσω. Δεν μου αρέσει να χάνω εξ ολοκλήρου την επαφή με τη συνειδητότητα».
Σε ψυχιατρικές συνεδρίες όπως και στο θέατρο, οι συμβάσεις που περιβάλλουν την ψυχαναλυτική συνάντηση στηρίζουν κανονικά την «αποεπένδυση της τρέχουσας πραγματικότητας: η «μείωση των ερεθισμάτων από το άμεσο περιβάλλον» καθιστά εφικτό να στραφούμε «σε έναν κόσμο φαντασιακά και καλλιτεχνικά επεξεργασμένων αναμνήσεων».
Ωστόσο, με ορισμένους ασθενείς, η «ανικανότητα να ανεχτούμε την αποεπένδυση της τρέχουσας πραγματικότητας και να αποδεχτούμε την αμφισημαντότητα της αναλυτικής κατάστασης» γίνεται το κεντρικό πρόβλημα της ανάλυσης. Ως συνήθως, προσθέτει ο Κόχουτ, δεν κάνει καλό να θέτουμε έναν ασθενή αντιμέτωπο με ένα ηθικό επιχείρημα εναντίον αυτής της ανικανότητας ή να τον πείσουμε ή να τον προτρέψουμε να αλλάξει τρόπους.
Όταν η τέχνη, η θρησκεία και, τέλος, ως και το σεξ χάνουν τη δύναμή τους να παρέχουν μία επινοητική φυγή από την καθημερινή πραγματικότητα, η κοινοτοπία της ψευτοαυτογνωσίας γίνεται τόσο συνθλιπτική, ώστε οι άνθρωποι χάνουν εν τέλει την ικανότητα να οραματίζονται οποιαδήποτε διαφυγή εκτός στο απόλυτο μηδέν, στην κενότητα. Ο Γουόρχολ δίνει μία καλή περιγραφή της συνακόλουθης νοητικής κατάστασης:
Ως και η αστόχαστη συγκατάθεση στην καθημερινή ρουτινιέρικη δουλειά, καθώς η δυνατότητα να την επιτύχουμε απομακρύνεται στο ιστορικό παρελθόν, φτάνει να μοιάζει με σχεδόν αξιοζήλευτη νοητική κατάσταση. Ένας φόρος τιμής στην ιδιάζουσα φρίκη της σημερινής ζωής κάνει τα χειρότερα χαρακτηριστικά των παλαιότερων εποχών —την αποβλάκωση των μαζών, την ψυχαναγκαστική και επιβαρυμένη ζωή της αστικής τάξης— να φαίνονται συγκριτικά θελκτικά.
Ο καπιταλιστής του 19ου αι., καταπιεστικά φιλόπονος στην απόπειρα να απαλλαγεί από τον πειρασμό, υπέφερε μαρτύρια που του επέβαλλαν οι εσωτερικοί δαίμονες. Από την άλλη μεριά, ο σημερινός άνθρωπος, που τυραννιέται από την αυτοσυνειδησία, στρέφεται σε καινούργιες λατρείες και θεραπείες όχι για να απελευθερωθεί από τους ψυχαναγκασμούς, αλλά να βρει νόημα και σκοπό στη ζωή, να βρει κάτι για το οποίο να ζήσει, ίσα ίσα να αγκαλιάσει έναν ψυχαναγκασμό, έστω και το κυρίαρχο πάθος [passion maitresse] της θεραπείας. Πρόθυμα Θα αντάλλασσε την αυτοσυνειδησία του με τη λήθη και την ελευθερία του να δημιουργεί καινούργιους ρόλους με μία μορφή εξωτερικής υπαγόρευσης —όσο πιο αυθαίρετης, τόσο το καλύτερο.
Ο ήρωας μίας πρόσφατης νουβέλας απαρνείται την ελεύθερη βούληση και ζει σύμφωνα με τις επιταγές του ζαριού: «Έβαλα καλά στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή και για πάντα, την αναμφισβήτητη βασική αρχή να εκτελώ ό,τι επιτάσσει το ζάρι».
Οι άνθρωποι, παλιά, τα έβαζαν με την ειρωνεία του πεπρωμένου· σήμερα, την προτιμούν από την ειρωνεία της ακατάπαυτης αυτοσυνειδησίας. Ενώ οι παλαιότερες εποχές επιδίωκαν να αντικαταστήσουν με τον Λόγο τις αυθαίρετες επιταγές από έξω και από μέσα, ο 20ός αι. θεωρεί τον Λόγο, στην εξευτελισμένη σημερινή μορφή της ειρωνικής αυτοσυνειδησίας, σκληρό αφέντη· επιδιώκει να ξαναζωντανέψει παλαιότερες μορφές υποδούλωσης. Η εγκάθειρκτη ζωή του παρελθόντος μοιάζει στην εποχή μας με απελευθέρωση.
Σε οποιοδήποτε κριτικό δοκίμιο μπορούμε πιθανόν να βρούμε τις ιδέες του Αριστοτέλη. του Χέγκελ και του Κρότσε, λόγου χάρη, να παρατίθενται αβρά δίπλα δίπλα… Μέσα σ’ αυτό το χάος η κοινωνική αναγκαιότητα επιβεβαιώνεται, βέβαια [δηλαδή, οι μόδες αλλάζουν· η συνείδηση αλλάζει· νέες γενεές μεγαλώνουν και επηρεάζονται από το συσσωρευμένο βάρος του παρελθόντος], αλλά μόνον ως απρόβλεπτη, τυφλή δύναμη, που προσθέτει κι αυτή στη σύγχυση των κριτικών οι οποίοι αδυνατούν να βολιδοσκοπήσουν τα ρεύματα της απαραμείωτης αλλαγής». Καίτοι οι σκέψεις αυτές απευθύνονταν στον φιλολογικό ουμανισμό των δεκαετιών του 1920 και του 1930, ισχύουν εξίσου και για την μεταμοντέρνα εξέγερση εναντίον του χρόνου.