17.7 C
Athens
Δευτέρα, 13 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΤο ζευγάρι αστέγων που φύλαγε μια γριά για ένα πιάτο φακές κι...

Το ζευγάρι αστέγων που φύλαγε μια γριά για ένα πιάτο φακές κι απέδρασαν νύχτα | Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Το ζευγάρι αστέγων που φύλαγε μια γριά για ένα πιάτο φακές κι απέδρασαν νύχτα σπάζοντας την κλειδωμένη εξώπορτα της πολυκατοικίας | Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Ποιος ξέρει τι κρύβει η ψυχούλα του κάθε ενός και της κάθε μιάς; Ποτέ δεν θα μάθει κανείς. Ποτέ. Εις τον αιώνα τον άπαντα κι αν ψάξει, πάλι στο μηδέν θα καταλήγει. «Είμαστε ένα τίποτα, όμως μόνο εμείς το ξέρουμε, οι άλλοι όλοι κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν», μου έλεγε μια σταρ του κινηματογράφου, και του θεάτρου αργότερα, που «έφυγε» γρήγορα από αυτή τη μάταια ζωή κι απ’ αυτόν τον άδικο κόσμο, που βασιλεύει η απονιά κι ο κακώς εννοούμενος εγωισμός. Μα αν ήξεραν το συμφέρον τους οι άνθρωποι δεν θα ήταν τόσο άκαρδοι κι ανελέητοι, με τον ίδιο τους τον εαυτό πρώτα-πρώτα!


Εισαγωγή τελείωσε. Κλείνει η παρένθεση, που λένε οι γραμματιζούμενοι. «Άνω τελεία» κι αηδίες. Βρε ποιος απλός άνθρωπος του λαού βάζει άνω τελεία όταν μιλάει; Ανόητοι, αγράμματοι, αμόρφωτοι κι ακυκλοφόρητοι άνθρωποι! Βρε ελάτε να περπατήσουμε νύχτα σε αυτήν την ευλογημένη καταραμένη πόλη να σας πω εγώ «τι εστί βερίκοκο». Όμως εσείς πήρατε ένα πτυχιάκι με μέσον, σας γράψανε το διδακτορικό ή το αντιγράψατε, κλόπυ-πέιστ… και νομίζετε πως κατέχετε πώς δουλεύει ο κόσμος και τι είναι αυτό που λέμε «πραγματικότητα». Τρομάρα σας! «Κούνια που σας κούναγε».


Και δεύτερη εισαγωγή τελείωσε. Κλείσαν κι οι παρενθέσεις και τα εισαγωγικά… στο θέμα μας τώρα.


Η γιαγιά είχε καβατζάρει τα εκατό προ πολλού. Από τη μυθική Αρκαδία. Μικροπαντρεμένη στο κέντρο της Αθήνας. Η διπλοκατοικία με κήπο γρήγορα μετατράπηκε σε επταώροφη πολυκατοικία. Εκεί, στο νέφος της Μεγαλούπολης, με τα μηχανάκια να εξατμίσουν, τα σωφερίνια να κορνάρουν και τις άμαξες (παλαιότερα) να χεζοβολούν παντού (μια περιπέτεια ήταν να βγεις από το σπίτι σου και να γυρίσεις με καθαρές σόλες), εκείνη απτόητη πέρασε πολέμους, Μικρασιατική Καταστροφή, Κατοχή, Εμφύλιο, Χούντα… χωρίς να ιδρώσει το αυτί της. Είχε βέβαια στο μάτι της ένα γυάλισμα, αλλά αυτό μπορεί να ήταν από τον καταρράκτη, το γλαύκωμα ή την οικογενειακή τρέλα που τους έδερνε όλους μαζί, πάππου προς πάππου. 


Αυτή λοιπόν η αθεόφοβη χριστιανή, μέχρι κι έξι μήνες πριν αποδημήσει εις Κύριον, έβγαινε με το καρότσι, πήγαινε στη λαϊκή και ψώνιζε, δύο φαγητά ημερησίως απαραιτήτως, ακόμα κι όταν μόνη στο σπίτι κι όλοι έλειπαν από την πολυκατοικία. Ααα, ξέχασα να σας πω ότι και αυτή και ο ογδοντάχρονος γιος της νόμιζαν λέει, ήταν απολύτως πεπεισμένοι ότι η πολυκατοικία τους ανήκε κι ότι όλοι οι άλλοι ιδιοκτήτες είναι …ενοικιαστές και μάλιστα …κακοπληρωτές. Περιττό να σας πω ότι είχαν γίνει μπίλιες με όλους και δεν τους χώνευε κανείς στη γειτονιά, ούτε καν οι πραγματικοί ενοικιαστές τους αργότερα, όταν πέθανε η γιαγιά, άδειασε το ρετιρέ κι ο γιος της το νοίκιασε για να πάει να μείνει στα βόρεια προάστια με την Πέμπτη κατά σειράν σύζυγό του! Κάτι έχει αυτό το γονίδιο. Ανυπερθέτως.


Όμως ας γυρίσουμε λίγο πίσω. Οκτώ μήνες πριν για την ακρίβεια, η γιαγιά γλίστρησε κι έπεσε, έσπασε τη λεκάνη της, ενόσω ξανασφουγάριζε διπλή και τριπλή φορά τις σκάλες της πολυκατοικίας γιατί η καθαρίστρια λέει δεν ήξερε να κάνει τη δουλειά της και δεν θα τη μάθαινε ποτέ σωστά.


Την ξάπλωσαν λοιπόν στη μεγάλη οβάλ τραπεζαρία για να μπορούν να τη γυρίζουν να μην «τρυπήσει» κι ο μεγάλος γιος, ο πρωτότοκος, χωρίς να κάνει βεβαίως οικογενειακό συμβούλιο, αφού αυτός είχε «και το μαχαίρι και το πεπόνι» και την πρωτοκαθεδρία φυσικά, κάτι σαν ισόβιο αλάθητο του Πάπα ένα πράγμα, προσέλαβε – ποιος ξέρει από πού – ένα ζευγάρι που μιλούσε κάποια διάλεκτο της Σιβηρίας και φαινόντουσαν κατατρεγμένοι, κυνηγημένοι και ταλαίπωροι από χιλιόμετρα μακριά. Τα πράγματα πήγαιναν καλά μερικούς μήνες, εκτός από τη γριά που ούρλιαζε κάθε φορά που το φαγητό δεν ήτανε του γούστου της, αν κι επέμενε κάθε πρωί να υπαγορεύει με το νι και με το σίγμα πατροπαράδοτες συνταγές μαγειρικής στην ξένη γυναίκα που δεν ήξερε γρυ τα ελληνικά…


Ένα βράδυ λοιπόν ακούστηκε θόρυβος πολύς, πράγματα να σπάνε, σα να χτυπάνε με σφυριά τα είδη υγιεινής, φασαρία, κακό, όμως κανείς δεν τόλμησε να φωνάξει την αστυνομία, θα φαντάζονταν όλοι ότι είχε επιστρέψει ο αρειμάνιος γιος κι έστηνε καυγά με τη μάνα του…


Τελικά όμως δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Το πρωί οι πρώτοι μεροκαματιάρηδες που πήγαν να βγουν από την πολυκατοικία βρήκαν την εξώπορτα σπασμένη, την κλειδαριά ξεχαρβαλωμένη… «Διαρρήκτες», σκέφτηκαν ευλόγως. Όμως ουδόλως δεν ήταν αυτή η αλήθεια. Μετά από έναν τρικούβερτο καυγά με τον πρωτότοκο υιό της γραίας, οι δύο ξένοι άνθρωποι ζήτησαν τα δεδουλευμένα τους για να φύγουν, ήταν βλέπεις δύσκολη η γραία κι ανυπόφορη… Εκείνος όμως, θεώρησε καλό να τους απειλήσει με το Αλλοδαπών, να τους κλειδώσει μέσα και να φύγει μέχρι να βρει (την επομένη υποθέτω) κάποια λύση.


Φαντάζομαι ότι μόνο κάποιος που έχει κάνει φυλακή, αναμορφωτήριο ή σε στρατόπεδο συγκέντρωσης μπορεί να κάνει μπροστά σε κλειδαριά σαν αφηνιασμένη πολική αρκούδα σε τροπικό ζωολογικό κήπο κάπου στον Ισημερινό…


Τελικά, για να μην σας τα πολυλογώ, έμαθα από μια καλή γειτόνισσα, θρήσκα, ψυχούλα, χρυσός άνθρωπος, ότι οι δύο φυγάδες κατέφυγαν σε μια σπηλιά του Λυκαβηττού, προς την εκκλησία κι ότι τους πήγαινε τακτικά φαγητό, νερό εύρισκαν καθαρό από μια πηγούλα στο βράχο…


Και μετά σού λένε πώς προέκυψαν τόσοι άστεγοι. Ποιούντες την ανάγκην φιλοτιμία. Τι να σου κάνουν οι άνθρωποι μέσα σε τόση απονιά; Ε; Τι να σου κάνουν;;; Η τρέλα, η κακία και η σκληρότητα του κόσμου είναι ασύλληπτη. Αλλά και η φιλανθρωπία, για να είμαστε δίκαιοι. Τα αντίθετα που ισορροπούν. Ισορροπούν; Λέμε τώρα! Μακάρι να ισορροπούσαν. Δεν θα ήμασταν σε αυτό το χάλι αν η ζυγαριά έγερνε προς τη μεριά της ελεημοσύνης και της ευσπλαχνίας. Ενσυναίσθηση, αδέλφια, γιατί χανόμαστε. Παρατήστε την εμπάθεια [όσο κι αν το empathy και το ενσυναίσθηση ταυτίζονται στην αγγλική γλώσσα – εδώ μιλάμε ελληνικά, εντάξει;].


Και κλείνοντας οφείλω να δηλώσω προς άρσιν παρεξηγήσεων, το γνωστό: οιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα ή πράγματα είναι απολύτως συμπτωματική και ουδεμίαν σχέσιν έχει με την ούτως καλουμένην πραγματικότητα, αλλά τα θρυλούμενα είναι αποτέλεσμα της γόνιμης φαντασίας του συγγραφέα, δηλαδή εμού του ιδίου (και κανενός άλλου):

Το ζευγάρι αστέγων που φύλαγε μια γριά για ένα πιάτο φακές κι απέδρασαν νύχτα | Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Κωνσταντίνος Μπούρας

www.konstantinosbouras.gr


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;