23.1 C
Athens
Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣTοπικά Οικολογικά Κινήματα: Απ’τη Jacquerie στους νεολουδίτες; Του Ορέστη Κολοκούρη

Tοπικά Οικολογικά Κινήματα: Απ’τη Jacquerie στους νεολουδίτες; Του Ορέστη Κολοκούρη

 

Tοπικά Οικολογικά Κινήματα: Απ’τη Jacquerie στους νεολουδίτες; Του Ορέστη Κολοκούρη

 

Το 1972, ο θεωρητικός της πολιτικής οικολογίας Andre Gorz, έγραφε στη νουβελ ομπσερβατερ στο άρθρο- σταθμός της οικολογικής σκέψης “η δική τους οικολογία και η δική μας”: “To να αναφέρεσαι στην οικολογία είναι σαν να αναφέρεσαι στην καθολική ψήφο και στην αργία της Κυριακής. Αρχικά όλοι οι υποστηρικτές της τάξης και η μπουρζουαζία θα σε κατηγορήσουν ότι θες την καταστροφή, την αναρχία, το σκοταδισμό. Στη συνέχεια όταν είναι αδύνατο να αγνοηθεί η δυναμική των συνθηκών και η πίεση από το λαό, θα προσφέρουν αυτό που αρνιόταν πριν, χωρίς να αλλάξει τίποτα ουσιαστικά”.

Στο προφητικό αυτό άρθρο περιγράφονται οι αντιφάσεις της ανάπτυξης του καπιταλισμού τα τελευταία 30 χρόνια με τη σταδιακή διάδοση του όρου “βιώσιμη/ αειφόρα ανάπτυξη” ιδιαίτερα σε τομείς όπως η παραγωγή ενέργειας και καταναλωτικών προϊόντων. Πράγματι, η όξυνση της περιβαλλοντικής κρίσης και η διάδοση των προβληματισμών γύρω από την προστασία του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής, οδήγησαν στην ενσωμάτωση της οικολογικής προβληματικής στις δημόσιες πολιτικές και στο λόγο των οικονομικών και πολιτικών ελιτ. Πλέον σπανίζουν λόγια όπως του προέδρου του βιομηχανικού επιμελητηρίου Πειραιά επί χούντας που ούτε λίγο ούτε πολύ είχε πει ότι η περιοχή από τον Πειραιά ως την Κινέττα είναι για τη βιομηχανία και σε όσους τεμπέληδες δεν τους αρέσει και λένε για περιβάλλον κλπ. να σηκωθούν να φύγουν. Οι μεγάλες επιχειρήσεις σπαταλούν χρήμα για “πράσινα” διαφημιστικά προσπέκτους και για προγράμματα εταιρικής κοινωνικής ευθύνης για το περιβάλλον. 

Μια τέτοια αλλαγή έχει, μοιραία αντίκτυπο και στο οικολογικό κίνημα. Μολονότι αν θελήσουμε να ορίσουμε το αφηρημένο “οικολογικό κίνημα”, θα ήταν δύσκολο, καθώς αναφέρεται σε έναν “γαλαξία” οργανώσεων, κινήσεων, ομάδων και κομμάτων πουν αυτοπροσδιορίζονται – περισσότερο ή λιγότερο ως τμήμα του, όμως η πλούσια βιβλιογραφία των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι η οικολογική προβληματική γεννήθηκε και τροφοδοτείται ως κινηματική διαδικασία από τις τοπικές αντιδράσεις που ξέσπασαν και ξεσπάνε καθημερινά ενάντια σε έργα (δημόσια ή ιδιωτικά) που έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον και την ποιότητα ζωής μιας περιοχής. Πράγματι, ζητήματα όπως το Λαρζακ της νότιας Γαλλίας και το πυρηνικό εργοστάσιο της Καρύστου στην Εύβοια μετατρέπουν την οικολογία από επιστήμη και (υπό διαμόρφωση) πολιτική θεωρία σε κοινωνικό κίνημα. 

Η σχέση της πολιτικής θεωρίας της οικολογίας με το οικολογικό κίνημα, θα παραμένει ελλιπής καθώς δεν θα υπάρξει προνομιακός δίαυλος επικοινωνίας – όπως αντίθετα συνέβη με την  περίπτωση των σοσιαλιστικών- κομμουνιστικών κομμάτων με το εργατικό κίνημα το 19ο και το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα- γεγονός που μπορεί να αποδοθεί σε δύο λόγους:

(α) το οικολογικό ζήτημα μπορεί να είναι το ίδιο καθολικό με το κοινωνικό ζήτημα (και θα έλεγα ότι συνδέονται) όμως οι περιβαλλοντικές συγκρούσεις είναι πιο διάχυτες, σημειακές και διαφοροποιημένες ως προς το περιεχόμενο και 

(β) το οικολογικό κίνημα είναι ιστορικό, δηλαδή προέκυψε από τις ιστορικές συνθήκες και τον τρόπο οργάνωσης και παραγωγής και κατανάλωσης των ανθρώπινων κοινωνιών σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης ενώ το εργατικό κίνημα εκτός από ιστορικό είναι και δομικό αφορούσε στην σύγκρουση οργανωμένων ομάδων της κοινωνίας και 

(γ) η οικολογία είναι (και) επιστημονικό πεδίο που σημαίνει ότι μια δραστηριότητα, που έχει πάντα περιβαλλοντικές επιπτώσεις, χρειάζεται να αναλυθεί ως προς το συνολικό της οικολογικό αποτύπωμα κάτι που ούτε εύκολο είναι αλλά ούτε μπορεί να οδηγήσει σε μια μοναδική και καθολικά αποδεκτή λύση. 

Όμως, ο δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ οικολογικού κινήματος και πολιτικής (θεωρίας) οικολογίας επιτυγχάνεται σε ένα σημαντικό βαθμό μέσω της διάχυσης της γενικότερης προβληματικής στην κοινωνία και μέσω της δημιουργίας μόνιμων φορέων της οικολογικής οπτικής, εξ άλλου σε αυτό το επίπεδο δεν διαφέρει σημαντικά καθώς το ίδιο περίπου συνέβει και με το εργατικό κίνημα απλώς με διαδικασίες πιο άμεσες.

Τα τοπικά οικολογικά κινήματα, είναι καταρχήν πρωταγωνιστές σε συγκρούσεις για τοπικά ζητήματα είτε αστικές είτε αγροτικές και περι-αστικές, ένα φαινόμενο που υπήρχε πάντα αλλά έχει πολλαπλασιαστεί στη σύγχρονη μεταβιομηχανική κοινωνία. Οι τοπικές συγκρούσεις, που έχουν αναλυθεί πολύ από τις κοινωνικές επιστήμες, έχουν το χαρακτηριστικό ότι ενώ προκύπτουν από μια σειρά (οικονομικά, αξιακά κλπ.) αίτια διαμορφώνουν τους εμπλεκόμενους δρώντες ως κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα, η δε σύνδεση των τοπικών συγκρούσεων μεταξύ τους και αυτών με άλλους πολιτικούς και κοινωνικούς φορείς οδηγεί στη δημιουργία κοινών πολιτικών αξιών ή αιτημάτων ακόμα και πολιτικού σχεδίου σε κεντρικό επίπεδο. Στο οικολογικό κίνημα αυτή η διαδικασία έχει δώσει το βασικότερό του σύνθημα “δράσε τοπικά σκέψου παγκόσμια”.   

Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι, οι διαδικασίες δημιουργίας και ανάπτυξης των τοπικών κινημάτων είναι παρόμοιες ανεξαρτήτως θέματος που τα απασχολεί. Ειδικά για τις συνθήκες δημιουργίας ενός τοπικού κινήματος έχει δημιουργηθεί ο όρος Nimby (not in my backyard- όχι στο κατώφλι μου) που περιγράφει χαρακτηριστικά τη διαδικασία αντίδρασης προς μια ενδεχόμενη απειλή στην ποιότητα ζωής του περίοικου. Έτσι ένα κίνημα ενάντια σε μια ρυπογόνα δραστηριότητα και το κίνημα ενάντια στην εγκατάσταση ενός καταυλισμού ρωμά αναπτύσσεται στα πλαίσια μιας τοπικής κοινωνίας με τους ίδιους μηχανισμούς. Σε αυτό που διαφέρουν οι δύο περιπτώσεις είναι (α) το αξιακό υπόβαθρο των εμπλεκομένων και (β) οι ευρύτεροι κοινωνικοί και πολιτικοί φορείς που θα εμπλακούν σε αυτό (οι οποίοι εμπνέονται αντίστοιχα από διαφορετικές αρχές και έχουν διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές). Το φαινόμενο αυτό ενισχύεται σε κοινωνίες όπου δεν υπάρχουν διαδικασίες συμμετοχικού σχεδιασμού και διαβούλευσης με τις τοπικές κοινωνίες και όπου κράτος και ελίτ χωροθετούν ερήμην της κοινωνίας με τρόπο που οι αντιδράσεις Nimby μετατρέπονται στο μόνο τρόπο συμμετοχής της κοινωνίας στο σχεδιασμό με τη μέθοδο της “κινηματικής” αρνησικυρίας.

Όταν περιοριστούμε μόνο στις περιπτώσεις των συγκρούσεων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος θα διαπιστώσουμε ότι αφορούν ένα πλήθος διαφορετικών χρήσεων, τεχνικών και ειδών παρεμβάσεων πολύ πιο διαφοροποιημένα από τη δεκαετία του 1970 όπου ξέσπασαν οι πρώτες μεγάλες περιβαλλοντικές συγκρούσεις, την περίοδο εκείνη οι συγκρούσεις επικεντρωνόταν σε εγκαταστάσεις ρυπογόνων βιομηχανιών, πυρηνικών εργοστασίων, αυτοκινητοδρόμων, μονάδων επεξεργασίας (καύσης) ή απόθεσης  αποβλήτων κλπ. δηλαδή εγκαταστάσεων καθολικά αποδεκτών ως ρυπογόνων και “γκρίζων”.  

Όμως όσο αφομοιώνεται ο προβληματισμός γύρω από τη βιωσιμότητα από τις δημόσιες πολιτικές τόσο τα ζητήματα είναι πιο σύνθετα (τεχνολογικά και σε επίπεδο χωρικού σχεδιασμού) και επομένως είναι πιο δύσκολο τα άτομα, οι κοινωνικές ομάδες και οι πολιτικές οργανώσεις να επιστρατεύσουν το αξιακό και ιδεολογικό τους υπόβαθρο για να επεξεργαστούν τις νέες προκλήσεις. Έτσι “ξεσπάνε” νέες συγκρούσεις πράσινου με πράσινο. 

Επομένως, για μια οργάνωση πχ. του αντιεξουσιαστικού χώρου είναι εύκολο να θεωρήσει ξένα τα κινήματα nimby που έχουν κίνητρα μισαλλοδοξίας αλλά αντίθετα ενδεχομένως να θεωρήσει μέρος του (αφηρημένου και δοξασμένου) “κινήματος” αντιδράσεις Nimby που στρέφονται ενάντια σε υποδομές βιώσιμης κινητικότητας (όπως συνέβη στην περίπτωση της – ετεροχρονισμένης- συμπερίληψης στα τοπικά κινήματα της κίνησης κατά του τραμ από τη Φαβέλλα στον Πειραιά).    

Το ζήτημα της ανάπτυξης των ΑΠΕ, αποτελεί το πιο τρανταχτό παράδειγμα αυτών των συγκρούσεων πράσινο με πράσινο, φέροντας σε σύγκρουση οικολογικές οργανώσεις με τοπικά οικολογικά κινήματα. Θα σταθώ σε αυτή την περίπτωση καθώς θεωρώ ότι θα αποτελέσει καθοριστικό παράδειγμα διαμόρφωσης περιβαλλοντικής συνείδησης και επανα-διαμόρφωσης της οικολογικής σκέψης ή αντίστοιχα πιθανό κίνδυνο διάλυσης  του όποιου οικολογικού κινήματος.

Η συζήτηση γύρω από την κλιματική αλλαγή (σήμερα κλιματική κρίση) αναπτύχθηκε περίπου 20 χρόνια μετά την ανάπτυξη του ζητήματος των “ορίων της ανάπτυξης” και της οικολογικής σκέψης, δηλαδή τη δεκαετία του 1990 και μετατράπηκε σύντομα σε κεντρικό περιβαλλοντικό ζήτημα και οδήγησε σε μια σειρά περιβαλλοντικών διασκέψεων για το κλίμα και πρόσφατα στη συμφωνία των Παρισίων για το κλίμα. Η πλούσια αυτή κλιματική διπλωματία, έφερε στην επιφάνεια και στο δημόσιο λόγο μια πλευρά της οικολογικής κρίσης, οδηγώντας έμμεσα στην υποτίμηση (στη δημόσια σφαίρα) άλλων ζητημάτων όπως η ραγδαία μείωση της βιοποικιλότητας. 

Για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αναπτύχθηκε και ο τομέας των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Η συζήτηση για τις ΑΠΕ είχε υποτιμηθεί τη δεκαετία του 1970 αν και σε αυτό το πρώιμο στάδιο της οικολογικής σκέψης είχαν υποστηριχθεί από τους πιονιέρους της οικολογικής σκέψης όπως ο Γκορζ και ο Σουμάχερ όχι μόνο για τεχνικούς λόγους αλλά και για πολιτικούς καθώς συμφωνούσαν με ένα “ιδανικό” αποκεντρωμένο σύστημα παραγωγής “από τα κάτω” ενώ αντίθετα τα πυρηνικά ή θερμικά εργοστάσια εκτός από το γεγονός ότι είναι περιβαλλοντικά επιζήμιες δραστηριότητες αποτελούσαν “εργαλείο” μιας συγκεντρωτικής ετεροκαθοριζόμενης καπιταλιστικής κοινωνίας. Η θεωρία, βέβαια, απείχε από την πράξη και στην ελλάδα αναπτύχθηκαν  από τις αρχές του 21ου αιώνα τα πρώτα αιολικά πάρκα στις βουνοπλαγίες της Ελλάδας από μια σειρά μεγάλες κατασκευαστικές εταιρίες. Σήμερα,   η ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας έχει αναδειχθεί στις προτεραιότητες της ελληνικής κυβέρνησης για την ενεργειακή μετάβαση στην μετα-λιγνιτική εποχή, προωθώντας το μοντέλο μεγάλων αιολικών πάρκων από μεγάλους επενδυτικούς ομίλους σε δημόσιες εκτάσεις- κατά κύριο λόγο δασικών και συχνά σε περιοχές νατούρα. 

Όπως ήταν φυσικό, τη χωροθέτηση των αιολικών πάρκων ακολούθησε η ανάπτυξη τοπικών αντιδράσεων οι οποίες σταδιακά συντονίζονται σε πανελλαδικό επίπεδο. Η ιδιομορφία του κινήματος ενάντια στα αιολικά σε σχέση με άλλα πανελλαδικά οικολογικά κινήματα που αναπτύχθηκαν την τελευταία εικοσαετία (κατά των εξορύξεων υδρογονανθράκων, κατά των ολυμπιακών έργων, κατά της αναθεώρησης του άρθρου 24) είναι ότι λόγω τις φύσης του ζητήματος δεν υποστηρίχθηκαν από τις μεγάλες περιβαλλοντικές οργανώσεις (πλην της περίπτωσης της ελληνικής ορνιθολογικής εταιρείας). Έτσι η διαδικασία συγκρότησης ως κοινωνικό κίνημα έγινε χωρίς την συμμετοχή μεγάλων οργανώσεων αλλά με τη συμμετοχή συλλογικοτήτων από την αριστερά και – κυρίως- τον αντιεξουσιαστικό χώρο. 

Όπως ήταν δεδομένο η συγκρότηση της συλλογικής ταυτότητας του κινήματος κατά των ανεμογεννητριών προέκυψε από το ενοποιό στοιχείο της σύγκρουσης που δεν ήταν άλλο από τις ανεμογεννήτριες, ενώ πλαισιώθηκε από το υπάρχον αξιακό σύστημα των πολιτικών δρώντων που ενεπλάκησαν, δηλαδή ο αντικαπιταλισμός και η αμεσοδημοκρατία. Μια τέτοια πορεία θα οδηγήσει σε μια ανεξάρτητη (από το παλιότερο οικολογικό κίνημα) πορεία συγκρότησης ιδεολογίας η οποία διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό.   

Ως σήμερα η πράσινη ανάπτυξη γινόταν αντιληπτή από το οικολογικό κίνημα είτε ως ένα ανεπαρκές ή ακόμη και υποκριτικό σλόγκαν αναπαραγωγής του συστήματος (για τα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια του) είτε ως ένα πρώτο βήμα για μια ευρύτερη διαδικασία μετάβασης (για το πιο μετριοπαθές). Σήμερα, το κίνημα ενάντια στις ανεμογεννήτριες αναγάγει σταδιακά στο συλλογικό φαντασιακό του την πράσινη ανάπτυξη ως τον κατεξοχήν περιβαλλοντικό κίνδυνο των ημερών μας. Στα πλαίσια αυτής της ολοκλήρωσης της ιδεολογίας μέσω της σύγκρουσης, αναπτύσσονται εξάλλου στους κόλπους του θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με την ύπαρξη η όχι της κλιματικής κρίσης ή αν οι δασικές πυρκαγιές συμπίπτουν χωρικά με τις σχεδιαζόμενες ανεμογεννήτριες ενώ στο τεχνικό επίπεδο αρχίζει να γίνεται ισχυρή η θέση ότι τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας που ως τώρα θεωρούνταν ρυπογόνες από το οικολογικό κίνημα (όπως τα πυρηνικά η οι λιγνιτικές μονάδες) αποτελούν τις βέλτιστες επιλογές. 

Με δεδομένο ότι 

(α) η ανάπτυξη αιολικών πάρκων, τουλάχιστον σύμφωνα με τα αρχικά σχέδια της ΡΑΕ, καλύπτει ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής υπαίθρου και κατ’ επέκταση και της ελληνικής κοινωνίας 

(β) το φαινόμενο χωροθέτησης και ανάπτυξης εγκαταστάσεων χωρίς διαβούλευση (καθώς έτσι συμβαίνει πάντα στην ελλάδα) που θα παρουσιάζονται ως (περισσότερο ή λιγότερο) “πράσινες” θα ενισχυθεί στο μέλλον και 

(γ) ότι το κίνημα ενάντια στις ανεμογεννήτριες μετατρέπεται σταδιακά σε φορέα διαμόρφωσης και ολοκλήρωσης της ιδεολογίας ευρύτερου τμήματος του ριζοσπαστικού οικολογικού χώρου- βασισμένο στο απλοϊκό σχήμα ενάντια στις ανεμογεννήτριες – ενάντια στον σημερινό καπιταλισμό που είναι πράσινος (αποδεχόμενοι την δήλωση ως αλήθεια και αγνοώντας τις όποιες αντιφάσεις που υπάρχουν μοιραία στις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές διαδικασίες).

Υπάρχει ο κίνδυνος το εν λόγω κίνημα, όσο δίκαια κι αν είναι τα αιτήματά του να εξελιχθεί σε παράγοντα διάλυσης και μη- ορθολογικής μανιχαιστικής παρέκκλισης του οικολογικό κίνημα καθιστώντας το αδύναμο φορέα πραγματικού κοινωνικού και οικολογικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.              

 

*Jacquerie, πρόκειται για τις αγροτικές επαναστάσεις στη μεσαιωνική Γαλλία. 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;