15.5 C
Athens
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΒία της κοινωνίας, κοινωνία της βίας

Βία της κοινωνίας, κοινωνία της βίας

Η σκέψη του Ρενέ Ζιράρ και τα σύγχρονα αδιέξοδα

του Αλέξανδρου Μπριασούλη

«Το υπ’αριθμόν ένα δόγμα της εποχής μας», ισχυρίζεται σε ένα από τα βιβλία του ο Γάλλος φιλόσοφος και ανθρωπολόγος Ρενέ Ζιράρ, «είναι η άρνηση της πραγματικότητας»[1].

Αυτή η δήλωση ηχεί σίγουρα προκλητικά στα αυτιά μιας πραγματιστικής κοινωνίας όπως η δικιά μας, που αρέσκεται να πιστεύει ότι έχει αφήσει πίσω της, σαν άχρηστα απομεινάρια ενός μακρινού παρελθόντος, όχι μόνο κάθε είδους δογματισμό, αλλά και την ίδια την έννοια της αλήθειας, αυτό το ύστατο εμπόδιο για την ελεύθερη αυτοπραγμάτωση του μοντέρνου υποκειμένου.

Λόγω της ιδιόρρυθμης γενεαλογίας της, που αντλεί δομικά στοιχεία και επιχειρήματα τόσο από την κλασσική λογοτεχνία και τα μεγάλα θρησκευτικά κείμενα όσο και από την ανθρωπολογία και τις κοινωνικές επιστήμες, το σύνολο της σκέψης του Ρ. Ζιράρ αποτελεί, για μεγάλο μέρος της σύγχρονης διανόησης, πέτρα του σκανδάλου. Ιδίως σε σχέση με τον μηχανισμό «τριχοτόμησης» της στρουκτουραλιστικής φιλοσοφίας που έχει την ικανότητα να παράγει επ’άπειρον καινούριες εννοιολογικές κατασκευές, η σκέψη του Ρ. Ζιράρ – σκέψη που τοποθετεί στον πυρήνα της τη μίμηση, τη βία και το ιερό – φαντάζει μονοκόμματη και σχεδόν απλοϊκή. 

Επιπλέον, είναι ακριβώς αυτές οι τρεις έννοιες που σκανδαλίζουν τον μοντέρνο άνθρωπο, έννοιες ενοχλητικές που του θυμίζουν καταστάσεις που θεωρεί ότι έχει ξεπεράσει διά παντός στην πορεία του για την γενική πρόοδο. Είναι όμως αυτές οι ίδιες έννοιες που επανέρχονται επίμονα στο προσκήνιο της επικαιρότητας, με τρόπους περισσότερο ή λιγότερο συγκεκαλυμμένους, αλλά πάντοτε οδυνηρούς. Και είναι ακριβώς η περίπτωση της βίας, εκρηκτικό και ακανθώδες πρόβλημα, το οποίο η σύγχρονη κοινωνία αδυνατεί να ερμηνεύσει και να χειριστεί με τρόπο αποτελεσματικό, που μας υποχρεώνει να σκύψουμε με προσοχή επάνω στη σκέψη του Γάλλου στοχαστή.

Η αξία και οι αρετές της ενοποιητικής σκέψης του Ρ. Ζιράρ μπορούν να διαφανούν καθαρότερα μόνο αν πρώτα γίνει φανερό το αδιέξοδο της αναλυτικής μεθόδου των λεγόμενων ανθρωπιστικών επιστημών. Μόνο τότε μπορεί να γίνει κατανοητό ότι το χαρακτηριστικό αυτό της σκέψης του που με μια πρώτη ματιά φαίνεται παιδαριώδες μπορεί να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό ερμηνευτικό κλειδί.

Αν υπάρχει ένα γνώρισμα που να χαρακτηρίζει την βία της σημερινής εποχής, αυτό είναι ο ανεξέλεγκτος παραλογισμός της. Η βία, έχοντας ξεφύγει από τα παραδοσιακά πλαίσια της πολεμικής σύρραξης ή του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού, ξεσπά πλέον σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα, με οποιαδήποτε αφορμή και τραυματίζοντας ανεπανόρθωτα ακόμα και τις πιο στενές διαπροσωπικές σχέσεις.

Δεν είναι μόνο το πρόβλημα της τρομοκρατίας που έχει κάνει εφιαλτική την καθημερινότητα του δυτικού και όχι μόνο ανθρώπου, αλλά και πράξεις ενδοοικογενειακής βίας οι οποίες στρέφονται πλέον όλο και συχνότερα εναντίον των πιο ανυπεράσπιστων μελών της κοινωνίας, των παιδιών. Τα δύο πρόσφατα περιστατικά ανθρωποκτονιών παιδιών στον Νέο Κόσμο και το Χαλάνδρι είναι ενδεικτικά μιας τάσης που δυστυχώς δεν είναι μόνο ελληνική.

Παρόμοιες περιπτώσεις βίας σημειώθηκαν πριν λίγους μήνες και στην γειτονική Ιταλία: στην πόλη της Modena μια γυναίκα αυτοκτόνησε πέφτοντας από το μπαλκόνι της μαζί με το πεντάχρονο ανηψάκι της[2], ενώ στον αυτοκινητόδρομο έξω από το Μιλάνο, ένας Σενεγαλέζος οδηγός σχολικού λεωφορείου προσπάθησε να βάλει φωτιά στο όχημα και κάψει τους μαθητές που μετέφερε[3]. Κι αν η τρομοκρατία μπορεί ακόμα να ενταχθεί – ολοένα και πιο δύσκολα είναι η αλήθεια – σ’ένα ερμηνευτικό πλαίσιο καθαρά πολιτικό, τα περιστατικά αυτά έρχονται να θέσουν υπο αμφισβήτηση τα ίδια τα θεμέλια της νεωτερικής κοινωνίας και του μοντέρνου υποκειμένου: τις ρουσσωικές έννοιες της ελεύθερης βούλησης και του κοινωνικού συμβολαίου. 

Όντως, το μοντέλο με βάση το οποίο η κοινωνία προσπαθεί να ερμηνεύσει τέτοιου είδους περιστατικά, αλλά και γενικότερα τη βία ως φαινόμενο, είναι αυτό της συνειδητής ή ασυνείδητης διάρρηξης ενός κοινωνικού συμβολαίου (είτε αυτό είναι καθαρά οικονομικής ή διαπροσωπικής υφής). Οι σύγχρονες όμως αυτές μορφές βίας υποδηλώνουν ακριβώς ότι ο εχθρός των σημερινών κοινωνιών δεν είναι πλέον μια εξωτερική απειλή, αλλά έχει γίνει εσωτερικός και επιβιώνει του θρυμματισμού του κοινωνικού συνόλου σε άτομα. Δημιουργείται έτσι για το σύγχρονο πνεύμα η αξεπέραστη αντίφαση του πώς είναι δυνατόν να στρέφεται ένα άτομο ενάντια στο γενικό Καλό ή, πράγμα που είναι το ίδιο, ενάντια στο προσωπικό, ιδιωτικό καλό. 

Μπροστά σε αυτό το άλυτο αίνιγμα, ο σύγχρονος άνθρωπος, στην προσπάθειά του να σώσει τα προσχήματα, προχωρά σε μια προσπάθεια εξορθολογισμού του όλου προβλήματος, δηλαδή μια προσπάθεια εξορθολογισμού και εργαλειοποίησης της ίδιας της βίας και άρα υποταγής της στα καντιανά σχήματα του καθαρού λόγου (reine Vernunft). Αφού λοιπόν η γενική βούληση και το γενικό καλό έχουν εκθρονίσει την αλήθεια για χάρη της ηθικής, τότε, και ανάλογα με τα συμφέροντα που προσκομίζει στον καθένα το κοινωνικό του συμβόλαιο, η βία δεν μπορεί παρά να είναι είτε ένα κλινικό σύμπτωμα μιας αρρώστιας που πρέπει να θεραπευτεί είτε ένα απλό όργανο προστασίας του κοινού συμφέροντος ή του ηθικά ορθού.

Έτσι, η προσωπική, ιδιωτική βία εμπίπτει στην δικαιοδοσία του ψυχολόγου, ενώ η θεσμική σε αυτήν του πολιτικού ή του ιδεολόγου διανοούμενου. Είναι χαρακτηριστικό της ερμηνευτικής αυτής διχοτόμησης, το γεγονός ότι στο πεδίο της σύγχρονης, πολωμένης πολιτικής αντιπαράθεσης, ο καθένας εκλαμβάνει την αντίπαλη ιδεολογία ως ένα είδος ψυχικής παρέκκλισης, ενώ ταυτόχρονα θεωρεί την δικιά του ως την αυτονόητη και αντικειμενική έκφραση του κοινού καλού – γι’αυτό εξάλλου και δεν την αποκαλεί καν «ιδεολογία», αλλά την βαφτίζει με τον ουδέτερο όρο «επιστημονική γνώση». Έτσι, η βία που προέρχεται από την «ιδεολογία» είναι σημάδι αρρώστιας και άρα καταδικαστέα, ενώ η εκλογικευμένη βία που απορρέει και υπηρετεί το επιστημονικώς ορθό δεν μπορεί παρά να είναι αναγκαία και καλοδεχούμενη.

Και στις δύο περιπτώσεις, σύμφωνα με τον Ζιράρ, η τοποθέτηση του ορθού λόγου στη θέση του μοναδικού κριτή και εγγυητή της ορθής χρήσης της βίας, αποτελεί ένα στρατήγημα με το οποίο ο μοντέρνος άνθρωπος θέλει να πείσει τον εαυτό του ότι είναι έξω από το παιχνίδι και ότι έτσι κρατιέται σε απόσταση ασφαλείας από την πηγή της μόλυνσης.

Ο Ζιράρ ισχυρίζεται ότι κάτι τέτοιο είναι απλά αδύνατον κι αυτό γιατί η πηγή της μόλυνσης είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και ότι η βία αποτελεί πρωτογενές δομικό συστατικό τόσο της ψυχοσύνθεσής του όσο και των ίδιων των κοινωνικών θεσμών. Η προσπάθεια «ιατρικοποίησης» του φαινομένου της βίας είναι μια προσπάθεια να τοποθετηθεί αυτή η τελευταία έξω από τον άνθρωπο και να επιβεβαιωθεί έτσι και «επιστημονικά» το αξίωμα του Ρουσσώ περί της φυσικής καλοσύνης του ανθρώπινου είδους και της φθοροποιού επίδρασης που ασκούν επάνω του ο πολιτισμός και η κοινωνία.

Το αποτέλεσμα αυτής της «κλινικού» τύπου ερμηνείας της βίας (ερμηνεία που καθιερώθηκε στους ακαδημαϊκούς κύκλους και στην κοινή γνώμη κυρίως χάρη στις αναλύσεις του Μ. Φουκώ) το βλέπουμε σήμερα στον εκφυλισμό των δημοσίων αντιπαραθέσεων γύρω από την έννοια του δικαιώματος, η οποία και έχει υποκαταστήσει κάθε άλλη πολιτική συζήτηση.

H πολιτική ορθότητα και ο υστερικός δικαιωματισμός, οι οποίοι ανακαλύπτουν πίσω από όλους τους θεσμούς, πολιτικούς, κοινωνικούς ή πολιτισμικούς, καταπιεστικούς μηχανισμούς ελέγχου, έχουν πλέον αποκτήσει όλα τα χαρακτηριστικά μιας επιδημίας ηθικής υποχονδρίας, με την κριτική σκέψη να έχει μετατραπεί σε εμμονή που επιβάλλεται και διαστρεβλώνει την ίδια την πραγματικότητα.

Όπως ακριβώς οι επανειλημμένες προσπάθειες απολύμανσης αντί να καθησυχάζουν τον υποχόνδριο εντείνουν την αίσθηση της βρώμας, το ίδιο συμβαίνει και στη σύγχρονη κοινωνία: όσο περισσότερα δικαιώματα κατοχυρώνονται νομικά τόσο περισσότερες κατηγορίες οργισμένων θυμάτων εμφανίζονται στο προσκήνιο. «Η προοδευτική χαλάρωση της κοινωνικής τάξης», σχολιάζει ο Ζιράρ με αφορμή τους ντοστογιεφσκικούς επαναστάτες, «δεν μειώνει τις αντιπαλότητες, αλλά τις αναζωπυρώνει.

Γι’αυτό και οι επαναστατικές φύσεις δεν βρίσκουν καμιά ανακούφιση στο κλίμα ηθικής επιτρεπτικότητας που χαρακτηρίζει τις προεπαναστατικές περιόδους. Αντιθέτως, το πάθος τους για εξέγερση διπλασιάζεται και ριζοσπαστικοποιείται. Όσο περισσότερο οι κοινωνικές δομές αποσυντίθενται, τόσο περισσότερο φαντάζουν τυραννικές και καταπιεστικές. Έτσι οι επαναστάτες αφιερώνονται με ακόμα πιο παθιασμένη αποφασιστικότητα στην εφαρμογή του τελικού σχεδίου τους: την πλήρη καταστροφή αυτών των δομών»[4].

Αυτή η πρόσληψη της βίας ως μια μορφή αδικίας φανερώνει και το κύριο σημείο της σύγχυσης που συσκοτίζει σήμερα το όλο ζήτημα. Η μοντέρνα ευαισθησία, επηρεασμένη από την ωφελιμιστική ηθική των Ρουσσώ και Καντ, συγχέει το καθαρά πρακτικό και κοινωνικής φύσης πρόβλημα της δικαιοσύνης με το καθαρά μεταφυσικό (ή υπαρξιακό) ζήτημα της ύπαρξης του κακού.

Οι εξεγέρσεις της αρχαίας και προνεωτερικής εποχής δεν είχαν ποτέ ως στόχο την καταστροφή του Νόμου, αλλά την σωστή εφαρμογή του ή η προστασία του από τις καταχρήσεις ενός ανήθικου ή άπληστου μονάρχη. Όσοι ξεσηκώνονται σήμερα για δικαιώματα, δεν θέλουν δικαιοσύνη, αλλά απαιτούν στην ουσία την εξάλειψη του κακού. Η ταύτιση καλού και δίκαιου είναι βέβαια αυτή που επιτρέπει στον σύγχρονο άνθρωπο να διατηρεί την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να ρυθμίσει επιστημονικά το πρόβλημα της βίας.

Όμως η αλήθεια είναι ότι στο ζήτημα αυτό η νεωτερική κοινωνία αποδεικνύεται πιο κοντόφθαλμη από την μεσαιωνική, αφού δεν μπορεί να διακρίνει ότι το φάντασμα με το οποίο παλεύει είναι στην ουσία το παλιό, αναπάντητο «unde malum»[5]. Οι σχολαστικοί Πατέρες ήξεραν τουλάχιστον ότι ταύτιση καλού και δίκαιου δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο στην έννοια της Θείας Δικαιοσύνης και αναγνώριζαν έτσι, χωρίς να προσπαθούν να «κρυφτούν» πίσω από τη μορφή του Σατανά, ότι η ύπαρξη του κακού μέσα στη Δημιουργία έθετε εν αμφιβόλω την παντοδυναμία και την αγαθότητα του Θεού και άρα τα θεμέλια της πίστης τους.

Προκειμένου να αποφύγει αυτή την οδυνηρή αντίφαση, ο νεωτερικός άνθρωπος ανέθεσε στην κοινωνία τον ρόλο του Σατανά, νομίζοντας ότι έτσι θα προστατεύσει από το μίασμα της βίας όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά και το δόγμα «φύσει καλός». Είναι εύκολο να αποδώσουμε κάπου την αρχή του καλού, είναι όμως η ύπαρξη του κακού που κάνει να τρίζουν τα θεμέλια της ηθικής μας τάξης.

Η επίρριψη του βάρους της ενοχής αποκλειστικά στην κοινωνία και τους θεσμούς της, φανερώνει ακόμα πιο ανάγλυφα ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα, στο οποίο και αποκρυσταλλώνονται όλες οι αντιφάσεις της σύγχρονης ρητορικής: αυτό της νομιμοποίησης της βίας.

Εάν παλιότερα η βία αποτελούσε το αυτονόητο μέσο των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων, σήμερα έχει καταστεί ο απόλυτος πρωταγωνιστής της πολιτικής δράσης αφού η εξάλειψή της είναι το κύριο ζητούμενο και η κοινή συνισταμένη κάθε είδους μεταρρύθμισης ή κοινωνικού κινήματος (ακόμα κι οι αναρχικοί πολεμούν το σύστημα στο όνομα μιας ουτοπίας). Κανείς δεν είναι πλέον διατεθειμένος να αναγνωρίσει στον Άλλο (είτε πρόκειται περί προσώπου, είτε περί θεσμού) έναν δυνάμει εγγυητή της βίας κι έτσι κάθε είδους απαγόρευση ή κανονισμός – ακόμα κι αν είναι απλά λεκτικός ή συμβολικός – εκλαμβάνεται ως αυθαίρετος και ανυπόφορος. 

Μπροστά σε αυτό το πνιγηρό αίσθημα καταπίεσης, μόνη ρεαλιστική λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από την προσφυγή στην ίδια την βία. Ενώ λοιπόν η εξάλειψη της βίας είναι ο κοινός στόχος όλων, την ίδια στιγμή ο καθένας προσπαθεί να ορίσει τον ηθικό εκείνον τόπο που να καθιστά τη χρήση της επιθυμητή και ωφέλιμη. Η βία είναι το υπέρτατο κακό ενάντια στο οποίο στρέφονται όλοι οι αγώνες και ταυτόχρονα το μοναδικό αποτελεσματικό μέσο εξοβελισμού του ίδιου του κακού.

Σήμερα, και είναι αυτό ακριβώς που σκανδαλίζει την σύγχρονη ηθική, η βία αποκαλύπτεται όχι πλέον ως απλό εργαλείο (όπως αρέσκονται να πιστεύουν όλοι οι επαναστάτες), αλλά ως υποκείμενο και αντικείμενο της δράσης, ενώ ο άνθρωπος απομένει έρμαιο μιας δύναμης που ξεπερνά, σε επίπεδο πολιτικό και διαπροσωπικό, τόσο τον έλεγχό του όσο και την νόησή του.

Όλες αυτές οι αξεδιάλυτες αντιφάσεις που φυλακίζουν το σύγχρονο πνεύμα σ’έναν ατελείωτο φαύλο κύκλο, παρόμοιο με τον λαβύρινθο του Αγ. Αυγουστίνου, καταλύονται αμέσως, μας λέει ο Ρ. Ζιράρ, αν αποφασίσουμε να εγκαταλείψουμε την οπτική γωνία από την οποία παρατηρούμε το πρόβλημα, αν με λίγα λόγια εγκαταλείψουμε την ηθική του σύγχρονου ιδεαλισμού και εμπιστευτούμε την γνώση των μεγάλων μυθολογικών και θρησκευτικών κειμένων.

Σε αντίθεση με την μανιχαϊστική ερμηνεία που αντιπαραθέτει την βία στον πολιτισμό, ο Ζιράρ προτείνει για την βία ένα ενοποιητικό μοντέλο κάθετης υπερβατικότητας, μιας οργανωτικής δομής που διατρέχει όλα τα κοινωνικά στρώματα καθώς και όλα τα στάδια του πολιτισμού. Σε αντίθεση με τους μοντέρνους ιδεαλιστές, που θεωρούν ότι ο πολιτισμός και οι κοινωνικοί θεσμοί γεννούν βία, ο Ζιράρ ισχυρίζεται ότι είναι η βία που, μέσω της τελετουργίας, αποτελεί το γεννεσιουργό αίτιο όλου του πολιτισμού: «Το καθοριστικό στοιχείο είναι το πτώμα ως φυλακτό, ως φορέας ζωής και γονιμότητας· ο πολιτισμός αρχίζει πάντα ως τάφος. 

Ο τάφος δεν είναι παρά το πρώτο ανθρώπινο μνημείο που ανεγείρεται πάνω από το αποπομπαίο θύμα, η πρώτη και πιο θεμελιακή μήτρα σημασιών. Δεν υπάρχει πολιτισμός χωρίς τάφο, δεν υπάρχει τάφος χωρίς πολιτισμό. Στην ακραία περίπτωση, ο τάφος είναι το πρώτο και μοναδικό πολιτισμικό σύμβολο. Ο υπερκείμενος του εδάφους τύμβος δεν χρειάζεται να εφευρεθεί. Είναι ο σωρός λίθων κάτω από τον οποίο είναι θαμμένο το θύμα του συλλογικού λιθοβολισμού. Είναι η πρώτη πυραμίδα […] Οι άνθρωποι δεν θέλουν να ξέρουν ότι ολόκληρος ο πολιτισμός τους είναι θεμελιωμένος πάνω στη μυθική διαδικασία εξορκισμού της βίας του ανθρώπου, μέσω της οποίας η βία αυτή προβάλλεται συνεχώς πάνω σε νέα θύματα. 

Όλοι οι πολιτισμοί, όλες οι θρησκείες, οικοδομούνται, πάνω σε αυτό το θεμέλιο αποκρύπτοντάς το, όπως ακριβώς οικοδομείται και ο τάφος πάνω στο πτώμα το οποίο αποκρύπτει».[6] Αυτό το πρώτο θύμα δεν είναι ένα οποιοδήποτε θύμα, όπως και η βία που εξασκείται επάνω του δεν είναι η σημερινή, ψυχολογικού τύπου, ιδιωτική βία. Η καταγωγική βία, λέει ο Ζιράρ, είναι η τυφλή, ομόθυμη βία που ασκεί το σύνολο της κοινότητας εις βάρος ενός θύματος στο οποίο έχει φορτώσει την συνολική ενοχή για όλα τα αμαρτήματα που ταλανίζουν το εσωτερικό της απειλώντας την με διάλυση. Εκτονώνοντας τις αντιζηλίες της σε ένα μόνο και ανίσχυρο θύμα, η κοινότητα ξαναβρίσκει την κοινωνική σταθερότητα και την εσωτερική ειρήνη. 

Στη βάση του πρωτογενούς θρησκευτικού φαινομένου βρίσκεται αυτή η εμπειρία της θείας εκκάλυψης από όπου και ξεπήδησαν οι πρώτες τελετουργίες, οι επαναλαμβανόμενες εκείνες προστατευτικές διαδικασίες που θωρακίζουν την κοινότητα από το ξέσπασμα της μιμητικής βίας. «Πραγματικός οδηγός της ανθρωπότητας δεν είναι ένα απενσαρκωμένο πνεύμα, αλλά η τελετουργία. Οι αμέτρητες επαναλήψεις σχηματοποιούν σταδιακά τους θεσμούς τους οποίους αργότερα οι άνθρωποι θα πιστέψουν ότι εφηύραν εκ του μηδενός. Στην πραγματικότητα, η θρησκεία τους ανακάλυψε αντ’αυτών.

Οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο ότι όλοι οι ανθρώπινοι θεσμοί, και συνεπώς η ίδια η ανθρωπότητα, πλάστηκαν βάσει της θρησκείας. Για να αποκολληθεί από το ζωώδες ένστικτο και να αποκτήσει πρόσβαση στην επιθυμία διατρέχοντας όλους τους κινδύνους των μιμητικών συγκρούσεων, ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη να πειθαρχήσει την επιθυμία του, πράγμα που μπορεί να πετύχει μόνο μέσω των θυσιών. Η ανθρωπότητα γεννιέται από την αρχαϊκή θρησκεία μέσω των ιδρυτικών φόνων και των τελετουργιών που απορρέουν από αυτούς».[7]

Γίνεται φανερό, βάσει αυτής της οπτικής, ότι το πραγματικό δίλλημα στο οποίο πρέπει να απαντήσει κάθε ανθρώπινη κοινωνία δεν είναι μεταξύ βίας και μη βίας, αλλά μεταξύ ιερής και βέβηλης βίας. Η διαφορά μεταξύ των δύο αντιστοιχεί στη διαφορά της τελετουργικής ανθρωποθυσίας και του απλού φόνου.

Όπως το πρωταρχικό θύμα, έτσι κι ο ιερέας αναλαμβάνει τη συνολική ενοχή για λογαριασμό της κοινότητας και, δρώντας εξ ονόματος του Θεού, εκτονώνει τις μιμητικές αντιπαλότητες σε ένα καθαρά υπερβατικό πρότυπο. Η βία παραμένει έτσι απρόσωπη και ασφαλισμένη στα ενδότερα του ιερού.

Οι απαγορεύσεις του εθιμικού δικαίου που απορρέουν από αυτό το πρωτογενές θρησκευτικό σύστημα είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει η κοινότητα προκειμένου να εναποθέσει στον Θεό την υπέρτατη ενοχή και να εξασφαλίσει την ειρηνική συνύπαρξη των μελών της, ενώ ο πολιτισμός είναι η μετουσίωση της βίας σε γνώση, το «εμβόλιο» που παρασκεύασε η ανθρωπότητα από την ίδια την «αρρώστια» προκειμένου να προστατευτεί από αυτήν. Καμία οργανωμένη κοινωνία δεν μπορεί να ξεπεράσει αυτήν την υπαρξιακή συνθήκη, δεν μπορεί δηλαδή να απαγκιστρωθεί από την προστασία των τελετουργιών και των θεσμών, χωρίς να κινδυνεύσει να βρεθεί σε μια γενικευμένη εμφύλια σύρραξη του τύπου «όλοι εναντίον όλων». 

Δεν πρέπει να θεωρούμε την ατομική βιαιοπραγία ως το τελικό επιστέγασμα του δράματος που ενορχηστρώνει η βία, παρά μόνο μέσα στα όρια ενός συγκεκριμένου πολιτισμικού πλαισίου. Στην πραγματικότητα, τα μεμονωμένα περιστατικά βίας είναι ο προάγγελος μιας γενικευμένης κρίσης, της οποίας η τελική κορύφωση συμπίπτει με την κατάρρευση της ίδιας της κοινωνίας. Καταλαβαίνουμε τώρα ποιά είναι η αδυναμία μιάς έννοιας όπως το περίφημο κοινωνικό συμβόλαιο, αλλά και για ποιό λόγο η κοινωνία μας εμμένει τόσο πολύ σε αυτό. Το κοινωνικό συμβόλαιο δεν μπορεί να προστατέψει την κοινωνία από την βία, γιατί αυτό το ίδιο ως θεσμός είναι αποτέλεσμα και γέννημα μιας βίαιης θέσμισης και όχι η αιτία.

Για να μπορέσει να λειτουργήσει το κοινωνικό συμβόλαιο προϋποθέτει μια καλά θεμελιωμένη κοινωνική σταθερότητα και, άρα, έναν κοινό κόσμο. Από τη στιγμή όμως που αυτός ο κόσμος αρχίσει να καταρρέει κανένα συμβόλαιο δεν μπορεί να συγκρατήσει τα κομμάτια που αποκολλούνται. «Το κοινωνικό συμβόλαιο είναι ένα προφανές ψέμα», σχολιάζει ο Ζιράρ, «γιατί είναι αδύνατο να το χρησιμοποιήσουμε τη στιγμή εκείνη που το χρειαζόμαστε περισσότερο»[8].

Αν η μετανεωτερική κοινωνία εμμένει με τόσο πάθος στο κοινωνικό συμβόλαιο, δεν είναι μόνο γιατί δεν θέλει να τεθεί σε αμφισβήτηση το δόγμα της φυσικής καλοσύνης του ανθρώπου, αλλά και γιατί δεν θέλει να αντιμετωπίσει το πραγματικά ριζικό ερώτημα, αυτό της φύσης του ιερού, το οποίο και κρύβει συστηματικά κάτω από το αίνιγμα της ηθικής αμφισημίας της βίας.

Η διφορούμενη φύση της βίας δεν είναι όμως ένα ηθικό πρόβλημα που κάποτε θα λυθεί από ένα φιλοσοφικό σύστημα, αλλά ταυτόσημη με την διφορούμενη φύση του ίδιου του πολιτισμού έξω από τα πλαίσια του οποίου οποιαδήποτε συζήτηση περί βίας είναι καταδικασμένη να παραμείνει ακατανόητη. Το κεντρικό πλεονέκτημα της ανάλυσης του Ζιράρ είναι ακριβώς ότι είναι η μόνη που παίρνει στα σοβαρά την καθαρά ιστορική διάσταση της βίας, τις μεταμορφώσεις δηλαδή που αυτή υφίσταται αλληλεπιδρώντας με τις αλλαγές παραδειγμάτων που καθορίζουν την εξέλιξη του πολιτισμού.

Αν υπάρχει κάτι που να διαφοροποιεί τις σημερινές μορφές βίας από αυτές του παρελθόντος είναι το γεγονός ότι το μοντέρνο “ιερό” του ανθρωπισμού, για πρώτη φορά στην ιστορία, αντί να περιορίζει την έξαρση της βίας, την υποδαυλίζει. Κι αυτό γιατί το ιδανικό αυτό του ανθρωπισμού είναι το μακρινό, αλλά άμεσο απότοκο του Χριστιανισμού, εκείνης δηλαδή της θρησκείας που πρώτη ανασκεύασε το κατηγορητήριο και αθώωσε το αποδιοπομπαίο θύμα, αποδίδοντας έτσι την ενοχή στον άνθρωπο και καταστρέφοντας την προστατευτική λειτουργία του θυσιαστικού μηχανισμού: «όσο περισσότερο εξαφανίζονται οι προστατευτικοί φραγμοί μεταξύ των ανθρώπων τόσο περισσότερο πολλαπλασιάζονται και οι μιμητικοί ανταγωνισμοί και οι άνθρωποι μεταβάλλονται σε σκάνδαλο ο ένας για τον άλλο, σε εκείνη την πέτρα του σκανδάλου που στην Παλαιά Διαθήκη ο Γιαχβέ έριχνε στα πόδια τους».[9] 

Εδώ ακριβώς βρίσκεται το παράλογο στοιχείο της σύγχρονης βίας: προσπαθώντας το μοντέρνο πνεύμα να αγγίξει το ιδανικό μιας αγνής και αμόλυντης ανθρωπότητας, καθώς και αυτό μιας de facto ισότητας, αποσπά τον άνθρωπο από τον πολιτισμό και τον λόγο και έτσι τον αφήνει ανυπεράσπιστο στον μιμητικό κύκλο της βίας.

Όμως, όπως στις χημικές αντιδράσεις η ποσότητα της ενέργειας παραμένει σταθερή παρά τις όποιες μεταβολές της ύλης, έτσι και η ποσότητα της βίας που κυκλοφορεί στον κοινωνικό οργανισμό δεν μειώνεται όταν καταργείται ο νόμος, αλλά απλά μετακυλίεται στο άλλο μέλος της εξίσωσης. Με αυτό τον τρόπο, η όλο και αυξανόμενη εμμονή για πάσει θυσία ισότητα, αντί να ενώνει, θρυμματίζει την κοινότητα σε απομονωμένα και αλληλοσυγκρουόμενα σωματίδια. Αν κάτι χαρακτηρίζει την σημερινή βία, αυτό δεν είναι η υποτιθέμενη επιβίωση των ιδεολογιών, αλλά η εγκατάλειψη του λογοκρατικού μοντέλου θέσμισης της κοινωνίας και η οπισθοχώρηση προς τον μηχανισμό του αποδιοπομπαίου τράγου και της ανθρωποθυσίας.

Η σύγχρονη ηθική απαιτεί την επιβολή μιας δικαιοσύνης εξατομικευμένης, κομμένης και ραμμένης στα μέτρα του κάθε πάσχοντος υποκειμένου, γιατί έτσι νομίζει ότι θα εξουδετερώσει τις φυγόκεντρες τάσεις που απειλούν να τινάξουν στον αέρα το κοινωνικό σύνολο. Δυστυχώς, αυτό που επιτυγχάνει είναι να εκδημοκρατίζει ταυτόχρονα και τον θυματοποιητικό μηχανισμό, να δίνει δηλαδή στον καθένα το ελεύθερο να θεμελιώσει το δικό του, ατομικό ιερό επάνω στις βάσεις της προσωπικής του δυσαρέσκειας και μνησικακίας και μπροστά στα έδρανα του μοναδικού κοινά αποδεκτού δικαστηρίου που μας έχει απομείνει, τα ΜΜΕ. «Τον σκότωσα γιατί ήταν ένας ευτυχισμένος Ιταλός. Ήθελα έναν Ιταλό, αλλιώς δεν θα γινόταν μεγάλος ντόρος. Ήθελα να σκοτώσω κάποιον σαν κι εμένα, να του πάρω ό,τι είχε, το μέλλον, τους γονείς, τους φίλους».[10]

Με αυτά τα λόγια εξηγεί το έγκλημά του ο Σαΐντ Μεσαουάντ, ο δολοφόνος του Stefano Leo, του άτυχου Τορινέζου που βρέθηκε στο λάθος μέρος την λάθος στιγμή στις 23 Φεβρουαρίου. Ο Ρενέ Ζιράρ επέμενε να επαναλαμβάνει στα βιβλία του ότι αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη βία θα πρέπει να πάρουμε επιτέλους στα σοβαρά αυτό που μας λένε οι μύθοι και το Ευαγγέλιο. Η σημερινή κοινωνία θα μπορέσει να κάνει ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση όταν αρχίσει να παίρνει στα σοβαρά τα λόγια των δολοφόνων της.


[1]̓Εθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν, Εξάντας 2002, σελ. 113.

[2]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;