18 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΞυλορακέτες στο Διακοπτό | Του Δημήτρη Μαγριπλή

Ξυλορακέτες στο Διακοπτό | Του Δημήτρη Μαγριπλή

 

 Κάτι ψάχνει, ίσως βότσαλα να φτιάξει κολιέ. Μου αποσπά την προσοχή και δέχομαι το μπαλάκι κατευθείαν στο μέτωπο. Ξυλορακέτες στο Διακοπτό και μάλιστα με αντίπαλο αθλητή βαρέων βαρών.

Αναγκαίο διάλειμμα και βουτιά στον Κορινθιακό. Κάνω απλωτές με κατεύθυνση τα Νικολέικα. Ο τύπος παραμένει  στο οπτικό μου πεδίο. Επιστρέφω με ύπτιο και αφού πατώ πόδι στην παραλία, τον βλέπω να πλησιάζει με χαμόγελο.

– Χτύπησες; μου λέει τσαχπίνικα.

– Ήταν η βολή δυνατή, απαντώ και σκουπίζω το πρόσωπο.

Μέχρι να φτάσω στο γήπεδο έχω μάθει ακόμη και το πότε γεννήθηκε. Ωραία, λέω και κάνω να φύγω. Έρχεται πίσω μου και επιμένει στη γνωριμία. Ο συναθλητής μου περιμένει ανυπόμονα και χτυπά το μπαλάκι, με ρυθμό, νευρικά.

– Θα σε σκοτώσει…

– Λες;

– Δεν τον βλέπεις; Είναι αποφασισμένος…

Ακουμπώ το καρούμπαλο και διστάζω.

– Κότα! Φωνάζει ο αντίπαλος και έρχεται αργά με το ύφος του νικητή. Για να δω; Σιγά το τραύμα. Θα παίξουμε ή θα πιούμε φραπέ; Εσύ, ρε Λάουντα, τι θες εδώ;

– Έχω ξεμείνει, ρε Τσάμπιον, μπας και υπάρχουν τίποτα ψιλά;

– Δεκάρα, εκτός και αν αποφασίσεις να πας το αγώγι.

– Πότε;

– Αύριο πρωί – πρωί.

– Πόσα;

– Τρία πενηντάρικα. Και οι πελάτες εκλεκτοί. Ο παππούς τυφλός και η γιαγιά τίγκα στο λεξοτανίλ.

– Δώσε μου ένα, να χειριστώ την κατάσταση, και τα λέμε το πρωί.

– Με την παράδοση …θα τα πάρεις όλα στο Ναύπλιο.

– Ας είναι …Το πρωί, κατά τις δέκα είναι καλά;

– Άψογα.

Μένουμε μόνοι. Ο Λάουντα φεύγει και κάθε τόσο σταματά να ζητήσει λεφτά για πετρέλαια. Η παραλία όλη, μια άρνηση. Χάνεται πίσω από τη στροφή.

Το πρωί καταφθάνει σπιντάτος. Ευγενέστατος βάζει τον παππού μπροστά και την γιαγιά στο πίσω κάθισμα. Ξεκινούν. Εμείς κοιτάμε ρολόι και τσεκάρουμε την ώρα εκκίνησης.

– Το μεσημέρι θα είναι εδώ…πάμε;

Αρχίζουμε το πήγαινε  – έλα στο μπαλάκι και αφήνουμε τον χρόνο στον ήλιο που καίει τις έγνοιες μας.

Ο Λάουντα στο τρυπάκι του. Με διακόσια στην εθνική και τον παππού κάθε τόσο να ανοίγει το τζάμι. «βζιν – βζιν…».

– Βρε παιδί μου, μήπως τρέχεις;

– Μα τι λέτε; , απαντά απορημένος ο οδηγός.

Η γιαγιά λαγοκοιμάται…

– Άσε τον άνθρωπο να οδηγήσει, σχολιάζει και αλλάζει πλευρό.

Η ώρα περνά και ακόμη να φτάσουν στην παλιά πρωτεύουσα.

– Πού είμαστε; ρωτά ο συνοδηγός.

– Στο Διακοπτό.

– Ακόμη;

– Δεν μου είπες να μην τρέχω;

Η γιαγιά ξυπνά και φωνάζει: «Καράβι…καράβι»

– Πού; λέει ο παππούς και ανοίγει το τζάμι. Ο αέρας του παίρνει το καπέλο και σκεπάζει το πρόσωπο της γυναίκας του πίσω. Στον πανικό ο Λάουντα βάζει μουσική και αρχίζει να τραγουδά δυνατά. Η έκπληξη αλλάζει το θέμα και σε λίγο έρχεται πάλι ισορροπία. 

– Πού είμαστε τώρα;

– Άστα!

– Τι άστα παιδί μου;

– Στα Μέγαρα

– Στα Μέγαρα; Πας καλά;

– Δεν είδες τι έπαθα;

– Τι;

– Έχασα την στροφή για την Τρίπολη και τώρα πρέπει να κάνω τον κύκλο.

Η γιαγιά ξυπνά.

– Στα Μέγαρα; Εδώ είχα μια ξαδέρφη. Την Ρίτσα , φωνάζει στον παππού.

– Δεν είμαι κουφός, τυφλός είμαι, απαντά αυτός.

– Γκρινιάρης μια ζωή… Άσε το παιδί να οδηγήσει. Μια ζωή αυτό κάνεις. Σκας γάιδαρο. Κάνε τη δουλειά σου, παιδί μου …

Ο παππούς κάτι πάει να πει. Ο Λάουντα τον αποσπά με τις ειδήσεις και αμφότεροι σχολιάζουν την κρίση. Πάνω που θα κατέληγαν στο «όλοι ίδιοι είναι» και στο «βάζο με το μέλι που όλοι θέλουν να πέσουν», το αμάξι επιβραδύνει και μετά από μια – δύο μικρές γκαζιές σε ανηφόρα, σταματά στη μέση του πουθενά.

– Να πάρω τσιγάρα, λέει ο οδηγός.

Κατεβαίνει μπαίνει στον καταυλισμό και βρίσκει τον γύφτο. Πόσο του πήρε; Στην επιστροφή η γιαγιά γυρίζει πλευρό και ο παππούς τραγουδάει το « Ναύτης βγήκε στη στεριά».

Μπαίνει , βάζει μπροστά και αφήνει το Μενίδι πίσω του.

– Πού είμαστε; ρωτά η γιαγιά.

– Πάμε για Άργος.

– Φτάσαμε;

– Σε καμία ώρα. Έχει κίνηση.

– Μια ώρα;

– Πέσαμε σε μποτιλιάρισμα.

Επιτέλους στο Ναύπλιο. Τα παράθυρα ανοίγουν, ο Λάουντα ξεφυσά και ο παππούς τον προσκαλεί για τραπέζι.

– Ψαράκια…

– Αν και ποτέ δεν τρώω προτού σχολάσω… μου άρεσε η παρέα.


 – Δεν μοιάζει με τραπεζίτη; σχολίασε ο Τσάμπιον.Του πήρε ένα κιλό μπαρμπούνια, δύο καραφάκια κρασί ντόπιο, μια σαλάτα χωριάτικη και στην επιστροφή κάθισε λίγο να χωνέψει στην Κόρινθο. Το απόγευμα, ντάλα ο ήλιος, εμείς να αγωνιζόμαστε στο γήπεδο, ο κόσμος στα βοτσαλάκια και ο Λάουντα, πάνω κάτω στην παραλία να ψάχνει για την επόμενη δόση.

– Δηλαδή;

– Το αντικείμενο του πόθου αλλάζει μόνο… Ο χρόνος μετράει πάντα την επόμενη δόση.       

πρώτη δημοσίευση λογοτεχνικό περιοδικό ΔΕΚΑΤΑ , τεύχος 64ο , Αθήνα,  Χειμώνας 2020, σ. 170  

www.protoporia.gr         

www.dekata.gr

 

Ξυλορακέτες στο Διακοπτό | Του Δημήτρη Μαγριπλή

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;