Πηγή: Social Europe, μέσω After History, eagainst.com
Έναν αιώνα πριν βασικός στόχος ήταν κυρίως οι πολιτικοί – προσωπικότητες όπως ο Ζαν Ζωρές, ο Αριστίντ Μπριάν, ο Αβραάμ Λίνκολν, ο αρχιδούκας Φερδινάνδος και πολλοί άλλοι. Άνθρωποι με διαφορετικές ιδεολογίες και σε διαφορετικά σημεία του πολιτικού φάσματος που όμως όλοι τους κατείχαν ή προοριζόντουσαν για να κατέχουν πολιτική εξουσία. Εκείνη την εποχή ήταν ευρέως διαδεδομένη η άποψη ότι με τον θάνατό αυτών των προσώπων ο κόσμος (ή η χώρα) θα γλίτωνε από την πηγή των προβλημάτων του και θα στρεφόταν σε κάτι καλύτερο – μια πιο φιλική και άνετη κατάσταση.
Το Σεπτέμβρη του 2001 οι πολιτικές δολοφονίες που διαπράχτηκαν είχαν ως στόχους όχι συγκεκριμένες, αναγνωρίσιμες και διάσημες πολιτικές προσωπικότητες που βρίσκονταν στο προσκήνιο, αλλά ούτε και ανθρώπους που θεωρούνταν υπεύθυνοι για τα αδικήματα για τα οποία υποτίθεται ότι οι δολοφόνοι τους τιμωρούσαν. Στρεφόντουσαν αντίθετα εναντίον οικονομικών (η περίπτωση του Κέντρου Παγκόσμιου Εμπορίου) και στρατιωτικών (η περίπτωση του Πενταγώνου) δυνάμεων. Όπως ήταν φυσικό αυτό που έλειπε από την συνδυασμένη πολιτική δράση ήταν ένα κέντρο πνευματικής εξουσίας.
Στη σημερινή κοινωνία των πληροφοριών όπου κυρίαρχο ρόλο παίζουν τα ΜΜΕ, οι άνθρωποι που συμμετέχουν στην κατασκευή και διανομή των πληροφοριών μετακινούνται ή έχουν ήδη μετακινηθεί στο κέντρο της σκηνής όπου το δράμα της ανθρώπινης συνύπαρξης σκηνοθετείται και εκτυλίσσεται.
Πολλά έχουν ειπωθεί σχετικά με αυτή την επίθεση: μια δίωξη των ιερών πολέμων μεταξύ των χριστιανών και των μουσουλμάνων, μια επίθεση στην ελευθερία της έκφρασης, μια συμβολική πρόκληση προς το Παρίσι, το λίκνο των δυτικών αξιών. Εσείς τι πιστεύετε;
Κάθε ένας από τους λόγους που αναφέρθηκαν ως αιτίες για την ανάφλεξη του ανταγωνισμού μεταξύ των χριστιανών και των μουσουλμάνων περιέχει μια δόση αλήθειας αλλά κανένας δεν προσφέρει όλη την αλήθεια. Πολλοί είναι οι παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτό το ιδιαίτερα σύνθετο φαινόμενο. Ένας από αυτούς, ίσως ο πιο σημαντικός είναι αυτός της διασποράς του κόσμου, που έχει ως αποτέλεσμα ο μακρινός ξένος, ο ξένος που έρχεται για μια σύντομη επίσκεψη ή ο ξένος που είναι περαστικός να μετατρέπεται σε γείτονα της διπλανής πόρτας – με τον οποίο μοιραζόμαστε τον δρόμο, τις δημόσιες εγκαταστάσεις, τον εργασιακό χώρο και το σχολείο. Η εγγύτητα ενός ξένου τείνει πάντα να είναι λίγο τρομακτική. Κανείς δεν ξέρει τι να περιμένει από έναν ξένο, ποιες είναι οι προθέσεις του, πως αυτός ο ξένος θα αντιδρούσε σε μια προσέγγιση. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι κάποιος δεν μπορεί – σε αντίθεση με το όταν κινείται μόνο στο πλαίσιο του ασφαλούς “διαδικτυακού” κόσμου – να παραβλέψει τις πολύ πραγματικές διαφορές, τις συχνά ενοχλητικές και απωθητικές, οι οποίες εκδηλώνουν από κοντά την ασυμβατότητά τους με τον συνήθη, και άρα ζεστό, οικείο και ασφαλή, τρόπο ζωής στον οποίο έχουμε συνηθίσει να ζούμε.
Πως αντιδρούμε σε μια τέτοια κατάσταση; Το πρόβλημα είναι ότι, μέχρι στιγμής έχουμε αποτύχει στο να αναπτύξουμε, πόσο μάλλον να εδραιώσουμε μια ικανοποιητική απάντηση. Μια στρατηγική που θεωρείται αρκετά προοδευτική είναι αυτή της “πολυπολιτισμικότητας”. Ο Stanley Fish στο βιβλίο του “Trouble with Principle (Harvard University Press 1999) διαχώρισε δυο κατηγορίες αυτής της στρατηγικής: μια επιφανειακή πολυπολιτισμικότητα – boutique multiculturalism – και μια ισχυρή πολυπολιτισμικότητα- strong multiculturalism. Η επιφανειακή πολυπολιτισμικότητα, όπως την ορίζει ο Fish, είναι ένας επιφανειακός ενθουσιασμός για τον Άλλο: εθνική κουζίνα, διήμερα φεστιβάλ και φλερτ υψηλού προφίλ με τον Άλλο. Η επιφανειακή πολυπολιτισμικότητα είναι όλες αυτές οι ανοησίες του παγκόσμιου καταναλωτισμού που υποδηλώνει το status μας στο Facebook. Οι οπαδοί αυτού του επιφανειακού είδους πολυπολιτισμικότητας εκτιμούν, απολαμβάνουν, κατανοούν και “αναγνωρίζουν την νομιμότητα” πολιτισμών διαφορετικών από τους δικούς τους αλλά πάντα σταματούν λίγο πριν την ριζοσπαστική τους έγκριση. Ο Fish υποστηρίζει ότι “Ένας επιφανειακός υποστηρικτής της πολυπολιτισμικότητας δεν παίρνει και δεν μπορεί να πάρει στα σοβαρά τις θεμελιώδεις αξίες του πολιτισμού που ανέχεται.” Θα έλεγα ότι, στα πλαίσια της ίδιας λογικής, η κατάσταση επιδεινώνεται με μια ταπείνωση στο ήδη υπάρχον πρόβλημα, την προσβολή ή την κατηγορηματική απόρριψη αυτού που ο “ξένος” της διπλανής πόρτας θεωρεί ιερό, τον εξευτελισμό μιας πρόσχαρης και καλοπροαίρετης απόρριψης του τύπου “δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά, δεν μπορεί να το εννοείς”. Ο Fish έγραψε:
Το πρόβλημα με το να ορίζει κάποιος την ανεκτικότητα ως βασική του αρχή(…) είναι ότι δεν μπορεί να παραμείνει πιστός σε αυτήν γιατί αργά ή γρήγορα ο πολιτισμός του οποίου τις βασικές αρχές υπερασπίζεται θα αποδειχθεί μισαλλόδοξος στον πυρήνα του. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τον ορίζουν ως μοναδικό και τον προσδιορίζουν θα αντισταθούν στην γοητεία της αλλαγής ή της ενσωμάτωσης σε μεγαλύτερο βαθμό. Όταν έρθει αντιμέτωπος με το δίλημμα του να παραδώσει τις απόψεις του ή να τις διευρύνει προκειμένου να συμπεριλάβει τις πρακτικές των φυσικών του εχθρών- άλλες θρησκείες, άλλες φυλές, άλλα φύλα, άλλες κοινωνικές τάξεις- ένας πολιορκούμενος πολιτισμός θα αντισταθεί με ότι μέσα διαθέτει από την εφαρμογή νομοθεσίας που εισάγει διακρίσεις μέχρι και τη χρήση βίας.
Είναι στη φύση της προσβολής και του εξευτελισμού να αναζητούν μια διέξοδο, μέσω της οποίας μπορούν να αποφορτιστούν, αλλά και ένα στόχο. Και όταν συμβαίνει αυτό, όπως ήδη συμβαίνει όλο και περισσότερο στην Ευρώπη της διασποράς, όπου τα όρια ανάμεσα σε αυτούς που εξευτελίζουν και αυτούς που εξευτελίζονται αλληλεπικαλύπτονται με τα όρια ανάμεσα στους κοινωνικά προνομιούχους και τους κοινωνικά αποκομμένους, θα ήταν αφελές να μην περιμένουμε, τόσο οι διέξοδοι όσο και οι στόχοι, να αναζητούνται διακαώς και να επισημαίνονται έντονα. Σήμερα ζούμε σε ένα ναρκοπέδιο το οποίο γνωρίζουμε( ή τουλάχιστον θα έπρεπε) ότι είναι σπαρμένο με εκρηκτικά. Οι εκρήξεις συμβαίνουν αλλά δεν υπάρχει τρόπος να ξέρουμε που και πότε.
Ριζοσπαστική ισλαμική ιδεολογία ή οικονομικές «διαρθρωτικές» ανισότητες: ποιο συστατικό παίζει τον ποιο σημαντικό ρόλο στον καθορισμό αυτού του φαινομένου της ριζοσπαστικοποίησης και της τρομοκρατίας στην Ευρώπη και τον κόσμο;
Γιατί μειώνεται το ζήτημα της «ριζοσπαστικοποίησης και της τρομοκρατίας στην Ευρώπη» στο φαινόμενο της «ριζοσπαστικής ισλαμικής ιδεολογίας»; Ο Michel Houllebecq στο βιβλίο του Soumission, την δεύτερη μεγάλη δυστοπία του, σκιαγραφεί ένα εναλλακτικό (για τον θρίαμβο του μεμονωμένου καταναλωτή) μονοπάτι προς την καταστροφή όπου στις γαλλικές εκλογές το 2022 νικητής είναι ο Mohammed Ben Abbes μετά από έναν αγώνα σώμα με σώμα με την Marine Le Pen. Το συγκεκριμένο δίδυμο μόνο τυχαίο δεν είναι. Προφητικό ίσως; Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση που δεν θα είμαστε ικανοί ή πρόθυμοι να αλλάξουμε την πορεία των πραγμάτων.
Οι ελπίδες για ελευθερία της αυτοεπιβεβαίωσης και ανακοπή της ανόδου των κοινωνικών ανισοτήτων, που επενδύθηκαν στην δημοκρατία, απέτυχαν κατάφορα να πραγματοποιηθούν. Οι δημοκρατικές πολιτικές, και ακόμη περισσότερο η εμπιστοσύνη στην δημοκρατία ως ο καλύτερος δρόμος για την επίλυση των πιο σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων, είναι σε κρίση. Όπως υποστηρίζει και ο Pierre Rosanvallon, αυτοί που έχουν στα χέρια τους την εξουσία δεν απολαμβάνουν πλέον την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων, δρέπουν απλώς τα πλεονεκτήματα της δυσπιστίας απέναντι στους αντιπάλους και τους προκατόχους τους.
Σε όλη την Ευρώπη βλέπουμε να υψώνεται μια παλίρροια αντιδημοκρατικών συναισθημάτων και μια μαζική «απόσχιση των πληβείων» (στην τωρινή τους μετενσάρκωση ως πρεκαριάτο) προς τα στρατόπεδα που είναι τοποθετημένα στα αντίθετα άκρα του πολιτικού φάσματος, τα οποία όμως υπόσχονται την από κοινού αντικατάσταση της απαξιωμένης υψηλοφροσύνης με την αυθαιρεσία της απολυταρχίας, η οποία βέβαια δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί. Θεαματικές πράξεις βίας μπορεί να θεωρηθούν ως αναγνώριση της στροφής προς αυτή την κατάσταση. Ο λόγος του Προφήτη, του εκπρόσωπου του Αλλάχ επί της γης, είναι μόνο ένα από τα λάβαρα που χρησιμοποιούνται για να συσπειρώσουν τους εξευτελισμένους, τους στερημένους, τους εγκαταλελειμμένους, τους πεταγμένους και αποκλεισμένους, τους τρομαγμένους και τους αγανακτισμένους που ζητούν εκδίκηση.
Υποστηρίξατε ότι η ηθική πάντα χρειάζεται το «Εγώ» και όχι το «Εμείς». Αυτό είναι το αντίθετο του φονταμενταλισμού. Είναι το «Εγώ», η επιβεβαίωση της ατομικότητας, ο τρόπος για να νικήσει η ηθική τον φονταμενταλισμό;
Στην πρώτη του Αποστολική Προτροπή – Esortazione Apostolica, ο πάπας Φραγκίσκος αποκατέστησε την χαμένη ηθική διάσταση της παράδοσης μας – soumission – στον έκφυλο και αχαλίνωτο καπιταλισμό, τον τυφλωμένο από την λαγνεία του για κέρδη και τυφλό απέναντι στην ανθρώπινη δυστυχία. Δεν θα βρείτε πιο βαθιά και περιεκτική απάντηση στην ερώτησή σας:
Στις μέρες μας η ανθρωπότητα βιώνει μια σημαντική στροφή στην ιστορία της, όπως διαπιστώνουμε και από τα επιτεύγματα που επιτυγχάνονται σε τόσους πολλούς τομείς. Μόνο να εξυμνήσουμε μπορούμε τα βήματα που γίνονται για να βελτιώσουν την ευημερία των ανθρώπων σε τομείς όπως η υγεία, η παιδεία και οι επικοινωνίες. Παράλληλα πρέπει να θυμόμαστε ότι πάρα πολλοί από τους συνανθρώπους μας μόλις και μετά βίας καταφέρνουν να επιβιώσουν μέρα με τη μέρα, και αυτό έχει πολύ βαριές συνέπειες, αρρώστιες εξαπλώνονται και οι καρδιές των ανθρώπων κατακλύζονται από φόβο και απόγνωση ακόμη και στις πλούσιες χώρες. Συχνά χάνεται η χαρά της ζωής, αυξάνεται η έλλειψη σεβασμού και η βία προς τους άλλους ενώ η ανισότητα είναι όλο και πιο εμφανής. Πρόκειται για έναν αγώνα επιβίωσης και συχνά με την ελάχιστη δυνατή αξιοπρέπεια.(…)
Ακριβώς όπως και η εντολή «ου φονεύσεις» θέτει ένα ξεκάθαρο όριο προκειμένου να διαφυλάξει την αξία της ανθρώπινης ζωής, πρέπει αντίστοιχα σήμερα να θέσουμε ένα όριο σε μια οικονομία του αποκλεισμού και της ανισότητας. Μια τέτοια οικονομία σκοτώνει. Πως είναι δυνατόν να μην αποτελεί είδηση όταν κάποιος ηλικιωμένος άστεγος πεθαίνει εξαιτίας της έκθεσης του στο κρύο αλλά αντίθετα αποτελεί είδηση όταν το χρηματιστήριο χάνει δυο μονάδες; Αυτή είναι μια περίπτωση αποκλεισμού. Μπορούμε να συνεχίσουμε να είμαστε θεατές όταν υπάρχει φαγητό που πετιέται ενώ την ίδια στιγμή άνθρωποι λιμοκτονούν; Αυτή είναι μια περίπτωση ανισότητας. Σήμερα όλα υπάγονται στους νόμους της ανταγωνιστικότητας και την επιβίωση του δυνατότερου, όπου οι ισχυροί τρέφονται από τους ανίσχυρους. Κατά συνέπεια πολλοί είναι αυτοί που βλέπουν τους εαυτούς τους αποκλεισμένους και περιθωριοποιημένους: χωρίς δουλειά, χωρίς δυνατότητες, χωρίς καθόλου μέσα διαφυγής (…).
Οι άνθρωποι θεωρούνται καταναλωτικά αγαθά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και μετά να πεταχτούν. Έχουμε δημιουργήσει μια κουλτούρα «του πετάγματος» η οποία εξαπλώνεται και που πλέον δεν αφορά μόνο την εκμετάλλευση και την καταπίεση αλλά και κάτι καινούργιο. Ο αποκλεισμός σε τελική ανάλυση αφορά το τι σημαίνει το να είναι κάποιος κομμάτι της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Οι αποκλεισμένοι δεν αποτελούν πλέον την αρνητική πλευρά, τις παρυφές της κοινωνίας ή αυτούς που στερούνται των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Για την ακρίβεια δεν αποτελούν καν κομμάτι αυτής της κοινωνίας. Οι αποκλεισμένοι δεν είναι αυτοί που τους έχουν εκμεταλλευτεί αλλά οι απόκληροι, τα «αποφάγια».
Δεν έχω τίποτα άλλο να προσθέσω και τίποτα να αφαιρέσω.