Ξημέρωνε Μεγάλη Παρασκευή, 14 Απρίλη, του 1944, όταν οι Γερμανοί με τους ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους ξεκίνησαν τη σφαγή 120 κρατουμένων κομμουνιστών του Αγρινίου σε αντίποινα για την ανατίναξη από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ μιας γερμανικής αμαξοστοιχίας, πέντε μέρες νωρίτερα.
Οι Γερμανοί φρόντιζαν να εφοδιάζουν τη στρατιά του Ρόμελ στη Β. Αφρική όχι μόνο μέσω της κεντρικής σιδηροδρομικής αρτηρίας Θεσσαλονίκης – Πειραιά, αλλά και άλλες βοηθητικές μαζί και τη σιδηροδρομική γραμμή δυτικής Στερεάς. Μετέφεραν στρατό, πολεμοφόδια, καύσιμα από την κεντρική Ευρώπη – Ήπειρο – Πάτρα – Καλαμάτα. Οι συγκοινωνιακοί αυτοί κόμποι αποτελούσαν πρωταρχικούς στόχους και για τον ΕΛΑΣ, που δρούσε σε συνεννόηση με το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής.
Οι Γερμανοί με τους ταγματασφαλίτες του προδότη ταγματάρχη Γ. Τολιόπουλου, που είχαν την έδρα τους στο Αγρίνιο προχώρησαν σε συλλήψεις 450 ατόμων και γέμισαν τις φυλακές της πόλης, προχώρησαν στην εκτέλεση 120 κρατουμένων.
Στις 14 Απρίλη 1944, στις 5:00 τα χαράματα, ξημερώνοντας Μεγάλη Παρασκευή, ο Γερμανός αρχιφύλακας λοχίας Καρλ Βέρνερ φώναξε τα ονόματα τριών κρατουμένων στις φυλακές της Αγίας Τριάδας, τους οδήγησαν στην κεντρική πλατεία του Αγρινίου την πλατεία Μπέλλου (σημερινή πλατεία Δημοκρατίας) και τους κρέμασαν.
Η κεντρική πλατεία στο Αγρίνιο, εκείνη την ματωμένη Μεγάλη Παρασκευή του 1944. Διακρίνεται ο κρεμασμένος Αβραάμ Αναστασιάδης. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από τον Σπ. Ξυθάλη, παλιός γνωστός φωτογράφος του Αγρινίου.
Ήταν οι
αγωνιστές:
Παναγιώτης Σούλος, 22 χρόνων, από το
Αγρίνιο, στέλεχος της ΕΠΟΝ.
Αβραάμ Αναστασιάδης του Αναστασίου, 52 χρόνων, από το Αγρίνιο, υπάλληλος της
ΑΤΕ.
Ο Σαλάκος Χρήστος, αριστερά, ο Σούλος Παναγιώτης στο κέντρο και ο Αναστασιάδης Αβραάμ στα δεξιά
Ενας αυτόπτης μάρτυρας διηγείται πως βίωσε
εκείνο το βροχερό πρωινό:
«Στο μισοσκόταδο άκουσα τον θόρυβο ενός
αυτοκινήτου που σταμάτησε στην Πλατεία. Ακουσα ακόμα μερικές γερμανικές
ομιλίες, που ύστερα απομακρύνθηκαν και φωνές τσολιάδων. Στο βάθος της πλατείας
είδα να κινούνται μερικοί τσολιάδες γύρω από τις δύο κολώνες. Δεν κατάλαβα περί
τίνος επρόκειτο. Πνιχτές άναρθρες φωνές που ακούστηκαν κατόπιν δεν μου άφησαν
καμιά αμφιβολία γι’ αυτό που γινόταν: Κρεμούσαν τον Σούλο και τον Αναστασιάδη.
Τον απαγχονισμό του μακαρίτη Σαλάκου τον παρακολούθησα από σιμά. Επί κεφαλής
του αποσπάσματος ήταν ο περίφημος δήμιος επιλοχίας και έπειτα ανθυπολοχαγός του
Τάγματος Ασφαλείας, ο Γεωργόπουλος.
Όταν ετοίμαζαν τη θηλειά ο συν. Σαλάκος
φώναζε: “θα μ’ εκδικηθεί ο λαός του Αγρινίου. Ζήτω το ΕΑΜ”. Με φρίκη άκουσα το
Γεωργόπουλο να απαντάει με θηριωδία. “Σκάσε παλιοκάθαρμα” και τράβηξε το σκαμνί
απ’ τα πόδια του θύματος. Οι άλλοι τσολιάδες έστρεψαν τα νώτα τους προς την
κολώνα για να μη βλέπουν. Απόστρεψα με φρίκη το πρόσωπο και δεν μπόρεσα να
συγκρατήσω το παράπονο που μ’ έπνιγε…»
Στις 6 π.μ. επέστρεψε στις φυλακές Αγίας Τριάδας ο λοχίας Βέρνερ με τη φρουρά των τσολιάδων και διέταξε όλους να κατεβούν στο προαύλιο και να μπουν στη γραμμή. Εκεί ήταν δύο αξιωματικοί των Ες-Ες και ο υπολοχαγός των τσολιάδων Μπλέσσας, σύνδεσμος των Γερμανών.
Ο Γερμανός αξιωματικός φώναζε τον κατάλογο των μελλοθανάτων και μόλις συμπληρώνονταν η μία δεκάδα ο υπολοχαγός των ταγματασφαλιτών διάταζε απόσπασμα τσολιάδων να την παραλάβουν και να την οδηγήσουν «εκεί που ξέρουν»! δηλαδή πίσω από την Αγία Τριάδα, στον τόπο της εκτέλεσης, και συνεχίζονταν η εκφώνηση των ονομάτων της επόμενης δεκάδας.
Την ώρα της ετοιμασίας της νέας δεκάδας ακούγονταν οι ριπές των πολυβόλων και οι ομοβροντίες της εκτέλεσης που πηγαινοέρχονταν από το χώρο της Αγίας Τριάδας στο χώρο που ήταν συγκεντρωμένοι οι κρατούμενοι περιμένοντας τη σειρά τους.
Οι τσολιάδες μάλιστα βιάζονταν, Ο ταγματασφαλίτης υπολοχαγός με σαδιστική απάθεια, ασυγκίνητος, έκανε παρατήρηση στους υποτακτικούς του πως αργούσαν και έπρεπε να κάνουν πιο γρήγορα γιατί είχαν πολλή δουλειά.
Οι Γερμανοί και ο τσολιάς υπολοχαγός αφού επιθεώρησαν τον ομαδικό τάφο, όπου κείτονταν 117 νεκροί αγωνιστές, ανάμεσά τους δυο Ιταλοί αντιφασίστες κρατούμενοι και μια γυναίκα, η Κατίνα Χατζάρα (το γένος Βάγια) σύζυγος Αθανασίου Χατζάρα, από το Κομπότι Άρτας, κάτοικος Αγρινίου, γύρισαν στις φυλακές όπου ο τσολιάς υπολοχαγός μίλησε στους κρατουμένους εξυμνώντας το έργο των Γερμανών!!! και των τσολιάδων!!!
Ύστερα από λίγη ώρα ακούστηκαν απ’ έξω οι θρήνοι των πρώτων συγγενών που κατάφθαναν και μάθαιναν την εκτέλεση των δικών τους. Οι τσολιάδες τους απαγόρευαν με τη ξιφολόγχη να πλησιάσουν.
Η Κατίνα Χατζάρα
Οι τρεις κρεμασμένοι έμειναν εκεί όλη τη Μεγάλη Παρασκευή και το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Μόλις το μεσημέρι τους ξεκρέμασαν απ’ το σταυρό του δικού τους μαρτυρίου και τους έθαψαν μαζί με τους άλλους.
Ο στρατιωτικός διοικητής των Γερμανικών μονάδων Ηπείρου, εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση, την ίδια μέρα, που δημοσιεύτηκε ελληνικά και γερμανικά, στην εφημερίδα Δυτική Ελλάς:
«ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ
Την 9ην Απριλίου 1944 ο εκ Μεσολογγίου προς Αγρίνιον
κατευθυνόμενος σιδηροδρομικός συρμός, υπέστη βορείως της Σταμνάς επίθεσιν
κομμουνιστικών συμμοριών και επυρπολήθη. Γερμανοί στρατιώται και
συνταξιδεύοντες Έλληνες πολίται εφονεύθησαν ή ετραυματίσθησαν, τραυματισμένοι
Γερμανοί στρατιώται εφονεύθησαν ή ηπήχθησαν ανάνδρως.
Ως αντίποινα των υπούλων τούτων πράξεων, αίτινες πλήττουν
αφ’ ενός τον Γερμανικόν Στρατόν και αφ’ ετέρου τους ειρηνικούς κατοίκους,
ελήφθησαν και εξετελέσθησαν τα κάτωθι μέτρα: