16.2 C
Athens
Σάββατο, 4 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣ1968: Η γέννηση του νέου κομφορμισμού

1968: Η γέννηση του νέου κομφορμισμού

Ένα κείμενο του Γιώργου Κουτσαντώνη

Για τουλάχιστον τρεις γενιές ακτιβιστών, ένα από τα παρεπόμενα των κινημάτων αντικουλτούρας της δεκαετίας του 1960, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, ήταν η εκπαίδευση στο πώς μπορεί να κάνει κανείς πολιτική, ενώ ταυτόχρονα παραμένει εκτός θεσμικών οργάνων. 

Στην πραγματικότητα η ιδέα που γεννήθηκε, κυρίως μετά τον Μάη του 1968, ήταν ότι η πολιτική (των κινημάτων) πρέπει (οφείλει) να γίνεται εκτός των θεσμών, σε αντίθεση με την πολιτική των παραδοσιακών κομμάτων που προϋποθέτει όλους τους γνωστούς και αναπόφευκτους συμβιβασμούς. Αυτή η λογική, είχε ορισμένα σημαντικά πλεονεκτήματα:

  • επέτρεπε στους ακτιβιστές να επενδύσουν όλη την ενέργειά τους στην επιδίωξη ενός μόνο στόχου,
  • καθώς ο στόχος δεν ήταν πλέον η κυβέρνηση της χώρας, δεν υπήρχε και η ανάγκη οικοδόμησης  σταθερών και μεγάλων πλειοψηφιών,
  • πλέον δεν ήταν απαραίτητες οι συμμαχίες μεταξύ ετερογενών ομάδων και συμφερόντων.

Αυτός τύπος κινηματισμού θεωρεί ότι μέσα από μια επιλεκτική πολιτική δραστηριότητα είναι δυνατόν να υποστηριχθεί μια συγκεκριμένη ταυτότητα.

Έχοντας ξεφύγει από τη βασική γραμμή που υιοθέτησε το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα, τα νέα αυτά κινήματα εξάντλησαν την προσοχή τους κυρίως στα ατομικά δικαιώματα (γενικά). 

Σε αντίθεση με το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα που -ιδίως στην πρωταρχική του μορφή- είχε ως κεντρικό άξονά του την ισονομία και επομένως την υπέρβαση του ρατσισμού και την οικουμενικότητα του ανθρώπου (που, κατά βάση, πηγάζει από μια έντονα θρησκευτική και, εν μέρει, ρεπουμπλικανική παράδοση), οι ακτιβιστές καταλήγουν να αγωνίζονται σχεδόν αποκλειστικά για την ταυτότητά τους. 

Για παράδειγμα, ως γυναίκες, ομοφυλόφιλοι, τρανσέξουαλ, μουσουλμάνοι, αφροαμερικανοί, κουίρ…δίπλα σε άλλες γυναίκες και άνδρες που νοιάζονται για παρόμοιες ή για τις ίδιες προσωπικές υποθέσεις. 

Παραδόξως, αλλά μόνο φαινομενικά, τα κίνητρα που παρέχει αυτού του είδους ο κινηματισμός «της ταυτότητας», που είναι κατά βάση αριστερής επινόησης και προέλευσης, βρίσκει ανταπόκριση και στις θεωρούμενες ως περισσότερο ατομικιστικές και φιλελεύθερες κουλτούρες, της δεξιάς πτέρυγας. 

Εξάλλου, κυρίως από την δεκαετία του 1970 και έπειτα δεν υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από το δικαίωμα να εκφράζεται κανείς ελεύθερα και να ζει όπως τον ευχαριστεί και του αρέσει. 

Ωστόσο, η διχαστική αυτή ρητορική των ταυτοτήτων είχε ως αποτέλεσμα να καλλιεργηθεί μια φυλετική νοοτροπία την οποία, από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, έσπευσε να κεφαλαιοποιήσει και η ακροδεξιά η οποία βασίζεται στην «λευκή ταυτότητα», σε έναν έντονα συνωμοσιολογικό και αντισημιτικό λόγο – πράγμα που δείχνει και η αύξηση των ρατσιστικών οργανώσεων στις ΗΠΑ.

Όπως είπαμε, η μετακίνηση από τον οικουμενισμό στην ταυτότητα, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και έπειτα, υιοθετήθηκε σχεδόν απ’ όλο το φάσμα του ακτιβισμού. 

Μάλιστα σταδιακά μετεξελίχθηκε σε μια κουλτούρα επιδίωξης συμβολικών χειρονομιών κενών περιεχομένου και «εορτασμού» (φεστιβισμού) χωρίς πολιτικό αντίκρισμα. 

Αυτό κυρίως στις περιπτώσεις όπου οι «δικαιωματιστές» αντιλαμβάνονταν ότι δεν μπορούσαν να προσφέρουν κάποια ιδιαίτερη προστασία στις πιο ευάλωτες ομάδες σε σχέση με την προστασία που τους παρείχε ήδη το κεντρικό σύστημα -το οποίο έβλεπε τα προβλήματα με τρόπο περισσότερο ολιστικό και συνολικό. 

Έτσι, ενδεχομένως ως αντίδραση, αντί να αναζητούνται οι τρόποι και οι λόγοι για να κρατηθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι μαζί, αρχίζει η αναζήτηση του πώς μπορούν να διαφοροποιηθούν περαιτέρω, ως ιδιαίτερες, ατομικές ταυτότητες και μικροταυτότητες. 

Αυτό είχε ως συνέπεια έναν «ακτιβιστικό» κατακερματισμό των ίδιων των κινημάτων που συνέβαλε και στην ανάπτυξη πολυάριθμων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ). Οργανώσεων που, ειδικά στις περιόδους κρίσης, ήρθαν να υποκαταστήσουν κάποιες από τις κρατικές λειτουργίες (ακόμη και ζωτικές) με το αζημίωτο, προωθώντας, δηλαδή, μια δική τους πολιτική ατζέντα και λειτουργώντας έτσι ως τα παραμορφωμένα είδωλα των λεγόμενων “ομάδων πίεσης”.

Αυτό κυρίως γιατί από τη μια τα ίδια τα κράτη αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν στα μεγάλα προβλήματα και από την άλλη διότι πολλοί ανακάλυψαν ότι μια ΜΚΟ στην πραγματικότητα μπορεί να είναι ένα ιδιαίτερα προσοδοφόρο σύστημα. 

Η κουλτούρα των πολιτικών της ταυτότητας και του «δικαιωματισμού» καταλήγει να εξαντλεί όλο τον πολιτικό χρόνο όχι στη φροντίδα των κοινών και συλλογικών συμφερόντων -καθώς πολλοί ακτιβιστές έφτασαν στο σημείο να αρνούνται κάθε συναναστροφή με ανθρώπους που δεν έχουν ακριβώς τις ίδιες επιδιώξεις- αλλά σε έναν «εναλλακτικό» και αυτοαναφορικό ακτιβισμό, ο οποίος πολλές φορές εκφράζεται με έντονο αρνητισμό και απέχθεια για την κοινωνία. 

Οι πολιτικές των ιδιαίτερων ταυτοτήτων γίνονται ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, τόσο όταν αυτές κινούνται στο κενό και αποτυγχάνουν, όσο και όταν καταλήγουν να διεκδικούν ή και να «κατέχουν» χώρους που δεν τους ανήκουν αποκλειστικά, αλλά αντιθέτως ανήκουν στο σύνολο μιας κοινωνίας.

Αναγνωρίζοντας την αξία των μεγάλων αγώνων για τα δικαιώματα οφείλουμε να πούμε ότι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της δημοκρατικής ζωής. Καμία δημοκρατία δεν μπορεί να ζήσει χωρίς δικαιώματα, αλλά ταυτόχρονα, πρέπει να σημειώσουμε πως καμία δημοκρατία δεν μπορεί να ζήσει μόνο με δικαιώματα, τα οποία είναι υποδεέστερα της ευθύνης, της αρετής και της υποχρέωσης. 

Τελικά, αν υπάρχει ένα σημαντικό στοιχείο στο οποίο αξίζει να εστιάσουμε την προσοχή μας -σε ό,τι αφορά το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα και παρά το παράδοξο της επίσημης ονομασίας του- είναι ακριβώς το γεγονός ότι, για παράδειγμα, οι μαύροι της Αμερικής προσπάθησαν να πάρουν στα χέρια τους τη ίδια τους τη μοίρα, διεκδικώντας ανεξαρτησία και πολιτική συμμετοχή. Προσπάθησαν, με άλλα λόγια, να κερδίσουν την αξιοπρέπειά τους, ως πολίτες, υπεύθυνοι για τη ζωή τους και τη ζωή των άλλων ανθρώπων, ως υπόλογοι στον ίδιο θεό που (για τους ίδιους) συνένωνε όλα τα ανθρώπινα όντα. 

Άλλωστε, ακόμη και στο ηθικό επίπεδο, είναι μια ψευδαίσθηση ότι η υπεράσπιση του «εγώ» μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη του «εμείς», μια μηδενιστική αντίληψη που στις μέρες μας σχηματίζει μια αντιδημοκρατική πλάνη.

—— ○ ——

Γράφει ο Frank Furedi (πηγή: Spiked)

Ενώ η προηγούμενη τάξη κατέρρεε μια νέα, εξίσου αποπολιτικοποιημένη, ήρθε να πάρει τη θέση της.

Για να κατανοήσουμε τη σημασία του 1968, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και του 1950, οι δυτικές κοινωνίες ήταν στοιχειωμένες από την κληρονομιά του μεσοπολέμου – μια εποχή κατά την οποία αμφισβητήθηκε η κοινωνική δομή, και σε μεγάλο βαθμό οι φιλελεύθερες αξίες πάνω στις οποίες βασιζόταν. 

Ήταν τόσος ο μεταπολεμικός φόβος να μετατοπιστεί η προσοχή σε ό,τι ισοδυναμούσε με κρίση νομιμοποίησης που η κριτική σκέψη εξορίστηκε στο περιθώριο της πνευματικής ζωής. 

Η περιθωριοποίηση της κριτικής και της αντιγνωμίας ενισχύθηκε από τη ραγδαία μεταπολεμική ανάπτυξη (postwar boom), η οποία απέσπασε την προσοχή της κοινωνίας από το πολιτικό αδιέξοδο που επικρατούσε στη δημόσια ζωή. Από αυτή την άποψη ο ψυχρός πόλεμος ήταν χρήσιμος καθώς ήρθε να ενισχύσει το κλίμα της πολιτικής παθητικότητας, διοχετεύοντας την προσοχή του κοινού στην ενότητα απέναντι σε έναν εξωτερικό και ξένο εχθρό.

Όμως ξαφνικά, από το πουθενά, εμφανίστηκε στο προσκήνιο το κίνημα αντικουλτούρας της δεκαετίας του ’60. Για πολλούς εκείνη την εποχή, έμοιαζε σαν ο κόσμος ολόκληρος να είχε γυρίσει απ΄την ανάποδη. 

Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του επικεφαλής του συντηρητικού Ιδρύματος Adenauer στη Δυτική Γερμανία: «Η εξέγερση του 1968 κατέστρεψε περισσότερες αξίες από όσες το Τρίτο Ράιχ». Το κίνημα αντικουλτούρας της δεκαετίας του 1960 εξανάγκασε σημαντικά τμήματα της κοινωνίας να αμφισβητήσουν τις αξίες που υποστήριζαν την καθημερινή τους ύπαρξη.

Αποκορύφωμα του κινήματος υπήρξε η εξέγερση των Γάλλων φοιτητών τον Μάιο του 1968. Η εξέγερσή τους, η οποία συνέβαλε στην κινητοποίηση και των Γάλλων εργαζομένων και οδήγησε σε γενική απεργία, υπήρξε για πολλούς ο προάγγελος της εποχής του ριζοσπαστισμού και για βάσιμους λόγους: κατά τους επόμενους μήνες μετά τον Μάη, οι φοιτητικές διαμαρτυρίες πολλαπλασιάστηκαν, το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα μεγάλωσε περαιτέρω και οι μαζικές διαδηλώσεις κατά του πολέμου στη Νοτιοανατολική Ασία συνέχισαν να κυριαρχούν στα πρωτοσέλιδα. 

Ωστόσο, αν και διαφαινόταν μια δυναμική συγκυρία, το ριζοσπαστικό μομέντουμ σύντομα παρήλθε. Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1970, το κίνημα αντικουλτούρας είχε απο-ριζοσπαστικοποιηθεί και σταδιακά μετατράπηκε σε μια νεολαιίστικη κουλτούρα.

Μια αντίδραση στην εποχή του κομφορμισμού

Κατά τη δεκαετία του ’50 και του ’60, οι δυτικές κυβερνήσεις διατυμπάνιζαν την οικονομική ευημερία και τον καταναλωτισμό ως μια απόδειξη ότι οι κοινωνίες τους ήταν ανώτερες και πολύ πιο ελκυστικές από αυτές της σοβιετικής πλευράς κατά την περίοδο του ψυχροπολεμικού χάσματος. 

Το σχέδιο μετατροπής του καταναλωτισμού σε μια πολιτική δήλωση κατάφερε να φέρει τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές σε αμυντική θέση, αλλά δεν μπορούσε να αποτελέσει και την ηθική βάση του δυτικού τρόπου ζωής. Ειδικότερα, δεν μπορούσε να ενθουσιάσει, να εμπνεύσει ή να δώσει νόημα στη ζωή των πολιτών της Δύσης, ιδιαίτερα των νεότερων γενεών και των διανοούμενων. 

Την εποχή εκείνη, ο κοινωνιολόγος Daniel Bell αναγνώρισε ότι υπήρχε ένα σοβαρό κενό στη δυτική καταναλωτική κουλτούρα. Έγραψε σχετικά: «Ο νέος διανοούμενος είναι δυσαρεστημένος επειδή ένας “ενδιάμεσος δρόμος” είναι για τους μεσήλικες, όχι γι ‘αυτόν· καθώς στερείται πάθους και είναι πνιγηρός.»

Πολλοί σχολιαστές αναπαρήγαγαν το μήνυμα του Bell και εξέφρασαν ανησυχία για την απάθεια των νέων, ιδίως των πανεπιστημιακών φοιτητών. Ο Seymour Lipset, πολιτικός επιστήμονας, παραπονέθηκε λέγοντας ότι «η πολιτική είναι πλέον βαρετή». 

Αυτή η ευρέως διαδεδομένη απάθεια και η πολιτική αδράνεια αναγνωρίστηκε από τμήματα της Αριστεράς και της νεότερης γενιάς. 

Στις ΗΠΑ, αναδύθηκε ένα νέο είδος λογοτεχνίας που άρχισε να επικρίνει τον κυνισμό και την απεμπλοκή των νέων. Και στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1957, το εντιτόριαλ του πρώτου τεύχους των Πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του περιοδικού Left Review (που μετονομάστηκε σε New Left Review το 1960) κατηγόρησε, για την απάθεια των νέων, την αποτυχία των αριστερών ιδεών να κινητοποιήσουν: 

” Η διαμάχη μεταξύ εκείνων που προσκολλήθηκαν στα συνθήματα της δεκαετίας του 1930 και εκείνων που ασπάστηκαν τις νέες ορθοδοξίες της Βρετανικής Ευημερίας, ήταν μια αντιπαράθεση που απέφευγε, με τρόπο επιδέξιο, να καταπιαστεί με τα κρίσιμα προβλήματα και τις βασικές απογοητεύσεις της μεταπολεμικής κοινωνίας. Μια αντιπαράθεση τερατώδης άσχετη με τη μεταπολεμική γενιά, σε σημείο που κολάκευε την απάθεια”.

Το πρώτο βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις New Left Books το 1960 είχε και τον ανάλογο τίτλο, «Out of Apathy/Από Απάθεια». Η αντιμετώπιση του προβλήματος της απάθειας ήταν σαφώς μια από τις προτεραιότητες της αναδυόμενης Νέας Αριστεράς.

Παραδόξως, η μεταπολεμική καταναλωτική κουλτούρα άθελά της κάλεσε τους νέους να επαναστατήσουν εναντίον της. Σε αυτή την εποχή της σχετικής ευημερίας, τμήματα των νεότερων γενεών βρέθηκαν ανακουφισμένα από το βάρος της οικονομικής ανάγκης και απολάμβαναν έναν άνευ προηγουμένου βαθμό ασφάλειας και ανεξαρτησίας. 

Αλλά παρά το γεγονός αυτό, η κοινωνία δεν μπορούσε να προσφέρει στη ζωή τους πολύ νόημα. Ενώ αποκτούσε μια δυναμική η προσπάθειά τους να προικίσουν την ύπαρξή τους με κάποιο νόημα, εμφανίστηκε ένα νέο κίνημα αντικουλτούρας.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, ήταν εμφανές ότι αυτοί που εξέφρασαν τις ανησυχίες αυτής της γενιάς είχαν την τάση να απορρίψουν την κυρίαρχη κουλτούρα -δηλαδή, τον καταναλωτισμό. 

Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Έχοντας ως βάση την κατανάλωση και την τεχνολογική πρόοδο διατηρήθηκε μια σταθερότητα και μια πολιτική τάξη, ωστόσο έγιναν πολύ λίγα για να εμπνευστούν οι άνθρωποι ή να δοθεί νόημα στις εμπειρίες τους. 

Μια μελέτη αυτής της εποχής στη Βρετανία κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η αποξένωση των νέων, με αυτή τη κουλτούρα, οδηγήθηκε από μια αντίδραση ενάντια στην «εποχή της αφθονίας». 

Αυτή την περίοδο η εξέγερση ενάντια στον κομφορμισμό της ψυχροπολεμικής κοινωνίας στη Βρετανία, όπως εκφράζεται λογοτεχνικά μέσα από τους λεγόμενους Angry Young Men/Οργισμένους Νέους, έλαβε τη μορφή μιας πολιτισμικής καταδίκης της κοινωνίας. 

Σύντομα, αυτές οι αντιδράσεις θα γίνουν πιο συστηματικές, παγκόσμιες και θα αποκρυσταλλώσουν μια πραγματική αντικουλτούρα. Όπως σημειώνει ο πολιτικός φιλόσοφος Richard Wolin, «Η δεκαετία του 1960 ήταν μια εποχή έντονης απογοήτευσης με τη δυτική νεωτερικότητα». 

Υπό μία έννοια, η εξέγερση του 1968 μπορεί να θεωρηθεί ως έκφραση της βαθιάς απογοήτευσης από την καταναλωτική κοινωνία.

Οι απολογισμοί της δεκαετίας του 1960 υπογραμμίζουν δικαιολογημένα την εξέγερση των φοιτητών και των διανοούμενων. Κατά συνέπεια, η συμπεριφορά και η αντίδραση των κυρίαρχων ελίτ συχνά παραβλέπεται. 

Ωστόσο, ήταν η αμυντική και συγκεχυμένη συμπεριφορά των πολιτικών και πολιτισμικών κατεστημένων της Δύσης που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την άνθηση της αντικουλτούρας. 

Τα γεγονότα του Μάη του 1968 στο Παρίσι ήταν εξίσου συνέπεια της παράλυσης της γαλλικής άρχουσας τάξης, όπως η εφευρετικότητα και ο ριζοσπαστισμός του φοιτητικού κινήματος.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, οι άρχουσες ελίτ υιοθέτησαν συχνά ένα αμυντικό ύφος, ήταν διστακτικές στην επιβεβαίωση του τρόπου ζωής τους, και εξέφρασαν ακόμη και αμφιβολίες σχετικά με το δικαίωμά τους να ασκούν εξουσία. 

Η συμπεριφορά τους υποδήλωνε ότι δεν είχαν κάποιο όραμα για το μέλλον και ότι αισθάνθηκαν ανίκανες να ασχοληθούν είτε με τη διάνοια, είτε με το πνεύμα των πολιτών τους. 

Η πνευματική τους ενέργεια, αντιθέτως, αναπτύχθηκε αποτελεσματικά και με ενθουσιασμό κατά του εχθρού σε καιρό Ψυχρού Πολέμου. 

Αλλά διαμέσου του Ψυχρού Πολέμου και της αντι-σοβιετικής ιδεολογίας μπορούσαν να εξασφαλίσουν την τάξη και την πίστη, δεν μπορούσαν όμως να προσφέρουν μια αίσθηση του τι θα μπορούσε να είναι εγγενώς πολύτιμο για τον δυτικό τρόπο ζωής. 

Επομένως οι δυτικές ελίτ αισθάνθηκαν εκτεθειμένες στο πολιτισμικό πεδίο μάχης. Ο Bell αναφέρει σχετικά:

” Η παραδοσιακή αστική οργάνωση της ζωής – ο ορθολογισμός και η νηφαλιότητα της – έχει λίγους υπερασπιστές στην ανώτερη κουλτούρα. Μήτε διαθέτει ένα συνεκτικό σύστημα πολιτισμικών σημασιών ή στυλιστικών μορφών που να χρήζει πνευματικής ή πολιτισμικής εκτίμησης. Αυτό που έχουμε σήμερα είναι μια ριζοσπαστική διάσπαση του πολιτισμού και της κοινωνικής δομής, και είναι τέτοιες οι διασπάσεις που ιστορικά έχουν προετοιμάσει το δρόμο για τη διάβρωση της εξουσίας, αν όχι για την κοινωνική επανάσταση”.

Η εξέγερση της δεκαετίας του 1960 ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη στον τομέα του πολιτισμού. Στους θεσμούς πολιτισμού, ειδικά στα σχολεία και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά και στη μουσική και στις τέχνες, εξωτερικεύεται γρήγορα μια νέα ευαισθησία κατά του κατεστημένου. 

Παρότι η εξέγερση του Μάη του 1968 συχνά προωθούσε αριστερές θέσεις περί κοινωνικοοικονομικού μετασχηματισμού, οι βασικές επιτυχίες της εντοπίζονται στον τομέα του πολιτισμού. 

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, οι κατεστημένες αξίες είχαν σχεδόν γελοιοποιηθεί και απορριφθεί λεκτικά από μια μειοψηφία νέων ανθρώπων – πολλοί από τους οποίους ήταν οι απόγονοι της παλαιάς τάξης. 

Πλέον για τους υπερασπιστές της παλαιάς τάξης, ολόκληρος ο τρόπος ζωής τους μοιάζει να βρίσκεται υπό πολιορκία .

Ένας λόγος για τον οποίο η νέα αντικουλτούρα κατάφερε να προχωρήσει τόσο γρήγορα οφειλόταν στην αδυναμία αντίστασης των ελίτ. Μέχρι τη δεκαετία του 1960, οι νόρμες και οι αξίες για πολλούς ήταν πλέον άσχετες και άσκοπες. 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;