«Όταν Γαλλία και Γερμανία προχωρούν μαζί, προχωρά και όλη η Ευρώπη. Όταν δεν το κάνουν, η Ευρώπη παραμένει στάσιμη», είχε δηλώσει πριν από περίπου 25 χρόνια ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Ζακ Σιράκ, σε μία από τις συνήθεις συναντήσεις των δύο μεγαλύτερων μελών της Ε.Ε.
Αν ζούσε σήμερα, ο Σιράκ, που απεβίωσε το 2019, πιθανότατα θα απογοητευόταν από την κατάσταση της περίφημης γαλλογερμανικής μηχανής, η οποία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στο μεταπολεμικό ευρωπαϊκό σχέδιο. Σήμερα, η μηχανή αυτή δεν φαίνεται απλώς να δυσλειτουργεί, αλλά μοιάζει ολοκληρωτικά «χαλασμένη».
Η κρίση στη Γαλλία
Την Παρασκευή, ο Εμανουέλ Μακρόν διόρισε νέο πρωθυπουργό, τον πιστό του σύμμαχο Φρανσουά Μπαϊρού, ο οποίος γίνεται ο τέταρτος πρωθυπουργός της Γαλλίας μέσα σε έναν χρόνο. Η νέα κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί μια εξαιρετικά ασταθή πολιτική κατάσταση, μετά την κατάρρευση της βραχύβιας κυβέρνησης, που αποτέλεσε τη συντομότερη θητεία πρωθυπουργού στη χώρα από το 1958.
Παράλληλα, το έλλειμμα του γαλλικού δημόσιου τομέα αναμένεται να ξεπεράσει το 6,1% του ΑΕΠ φέτος, υπερδιπλάσιο από το όριο της Ευρωζώνης, ενώ το δημόσιο χρέος ανέρχεται στο 110% του ΑΕΠ και αυξάνεται. Οι αγορές ομολόγων αξιολόγησαν τη Γαλλία ελάχιστα πιο αξιόπιστη από την Ελλάδα.
Η κατάσταση στη Γερμανία
Στη Γερμανία, ο τρικομματικός συνασπισμός υπό την κεντροαριστερά κατέρρευσε τον περασμένο μήνα, εξαιτίας ιδεολογικών αντιφάσεων και των πολλαπλών κρίσεων που πυροδότησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η γερμανική οικονομία, η χειρότερα αποδιδόμενη μεταξύ των μεγάλων οικονομιών παγκοσμίως, βρίσκεται αντιμέτωπη με υψηλό ενεργειακό και εργασιακό κόστος, υπερβολική γραφειοκρατία, υποβαθμισμένες υποδομές και αργούς ρυθμούς ψηφιακής ανάπτυξης. Παράλληλα, η επιβράδυνση της Κίνας έχει πλήξει τις γερμανικές εξαγωγές, ενώ η αυτοκινητοβιομηχανία αντιμετωπίζει προκλήσεις στην ανάπτυξη ανταγωνιστικών ηλεκτρικών οχημάτων και την απειλή υψηλών δασμών από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Η πολιτική αβεβαιότητα στη Γαλλία και τη Γερμανία αναμένεται να παραλύσει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στην Ε.Ε., καθώς οι δύο χώρες αποτελούν τον κεντρικό άξονα ισχύος της Ε.Ε., καθορίζοντας την πολιτική της ατζέντα.
Οι οικονομικές προκλήσεις και το μέλλον
Οι οικονομικές δυσκολίες και στις δύο χώρες ασκούν πίεση σε ολόκληρη την Ε.Ε. Αναλυτές εκτιμούν ότι οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ένωσης – που αντιπροσωπεύουν το 41% του συνολικού ΑΕΠ της Ε.Ε. – ενδέχεται να καταγράψουν ύφεση το 2025.
Η συγκυρία είναι εξαιρετικά δυσμενής, με την επιστροφή των πολιτικών του «Πρώτα η Αμερική» υπό την προεδρία Τραμπ, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση της γερμανικής βιομηχανίας.
Στη Γερμανία, η απόλυση του υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ από τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς πυροδότησε πολιτικές εξελίξεις, οδηγώντας σε πρόωρες εκλογές τον Φεβρουάριο. Τα κόμματα προετοιμάζονται για έντονη προεκλογική περίοδο, με τον Φρίντριχ Μερτς, επικεφαλής του κεντροδεξιού CDU/CSU, να εμφανίζεται ως πιθανός επόμενος καγκελάριος.
Ωστόσο, ο πολιτικός επιστήμονας Κάι Άρτσχαϊμερ εκφράζει αμφιβολίες για έναν ουσιαστικό νέο ξεκίνημα στη Γερμανία, αναφέροντας ότι το υπάρχον οικονομικό μοντέλο είναι ξεπερασμένο και απαιτείται θάρρος για ριζοσπαστικές αλλαγές.
Επιπτώσεις για την Ε.Ε.
Η αδυναμία των δύο μεγαλύτερων μελών της Ε.Ε. να διαχειριστούν τις κρίσεις τους προκαλεί ανησυχίες για την κατεύθυνση της Ευρώπης. Οι πολιτικές και οικονομικές αναταράξεις εντός του γαλλογερμανικού άξονα καθιστούν την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις επιτακτική, αν και η εφαρμογή τους φαίνεται δύσκολη στο εγγύς μέλλον.
Πηγή: Guardian