21.2 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗEvandro Agazzi – Η Τεχνητή Νοημοσύνη

Evandro Agazzi – Η Τεχνητή Νοημοσύνη

 

Giorgio Morandi – Vita Ancora, 1918

Μετάφραση και προλογισμός: Γιώργος Κουτσαντώνης – www.respublica.gr

Η κατασκευή ολοένα και πιο τελειοποιημένων αυτοματισμών – συχνά ανθρωπόμορφων – ικανών να αποθηκεύουν, να επεξεργάζονται και να μεταδίδουν έναν συνεχώς μεγεθυνόμενο όγκο πληροφορίων (Big Data) και να εκτελούν όλο και πιο σύνθετες διεργασίες, αναμφισβήτητα κάποιες χρήσιμες για τον άνθρωπο, έχει δημιουργήσει σε αρκετούς και την πεποίθηση ότι αργά ή γρήγορα θα ανακαλυφθούν και θα κατασκευαστούν ολοκληρωμένα μοντέλα προσομοίωσης που θα εξηγήσουν τις νοητικές δραστηριότητες του ανθρώπου και ενδεχομένως θα «μεταγράψουν» το ανθρώπινο πνεύμα στις μηχανές. Αυτή είναι μια πτυχή του προγράμματος Τεχνητής Νοημοσύνης. Ανέκαθεν οι ανακαλύψεις (επιστημονικές και μη) προκαλούσαν δέος και αφορμή για έξαρση της φαντασίας – ειδικά όταν η ταχύτητα των εξελίξεων της τεχνικής τυχαίνει να είναι τόσο υψηλή, όπως στις μέρες μας. Όμως, αξίζει να σημειωθεί, αυτές οι πεποιθήσεις τείνουν να εξαπλωθούν όχι μόνο στον απλό άνθρωπο «της διπλανής πόρτας» ή στον συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας, αλλά και σε αρκετούς ειδικούς επιστήμονες. Αυτή η πίστη των «ειδικών», όχι μόνο της αυτοματοποίησης και της κυβερνητικής, θα πρέπει να μας προβληματίσει γιατί εντοπίζουμε ένα πολύπλευρο ανθρώπινο ζήτημα το οποίο ενώ δεν είναι κυρίως τεχνικό (αλλά φιλοσοφικό), αντιμετωπίζεται, κατά βάση μονομερώς, με καθαρά τεχνικούς όρους.

— / —

Οι υπολογιστικές μηχανές παρήγαγαν ένα ποιοτικό άλμα σε ό,τι αφορά τον επεξηγηματικό ρόλο της μηχανής ως παράδειγμα και ως «εργαλείο καταληπτότητας». Όπως έχουμε ήδη δει, εξαρχής, αυτός ο ρόλος συνδέεται με την πεποίθηση ότι, εάν – για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή διαδικασία – καταφέρουμε να φτιάξουμε ένα μοντέλο-μηχανή, δηλαδή να το συλλάβουμε ικανοποιητικά ως μια συγκεκριμένη μηχανή, θα το κατανοήσουμε πλήρως, αφού η μηχανή «δεν κρύβει μυστήρια». Προφανώς, ο τύπος της μηχανής που φαντάζεται κανείς είναι κάθε φορά σύμφωνος με τις διαθέσιμες επιστημονικές γνώσεις τη χρονική στιγμή που προτείνεται το μοντέλο. Η καινοτομία με τις μηχανές της πληροφορικής είναι ότι δεν προσφέρονται μόνο για τη μοντελοποίηση της φυσικής σύνθεσης του ανθρώπου (όπως οι παραδοσιακές μηχανές), αλλά και για εκείνες που, με μια ευρεία έννοια, μπορούμε να ονομάσουμε: διανοητικές διαστάσεις του ανθρώπου. Το πεδίο της λεγόμενης τεχνητής νοημοσύνης (TN), στην πραγματικότητα – όπως έχουμε ήδη αναφέρει προηγουμένως – έχει, μια καθαρά πρακτική-μηχανική πτυχή, σύμφωνα με την οποία οι δεξιότητες των υπολογιστών χρησιμοποιούνται για να «προσομοιώσουν» τις λειτουργίες του ανθρώπινου νου, δηλαδή να επιτύχουν ορισμένα από τα αποτελέσματα των λειτουργιών της σκέψης, γρηγορότερα, πιο αξιόπιστα και πιο αποτελεσματικά σε σχέση με όσα μπορεί να κάνει ο άνθρωπος χρησιμοποιώντας τη νοημοσύνη του. Ωστόσο η ΤΝ διαθέτει επίσης μια θεωρητική πτυχή, η οποία αφορά στην κατανόηση και την ερμηνεία των νοητικών φαινομένων μέσω της «προσομοίωσης» (ή καλύτερα της «μίμησης») με τη βοήθεια της πληροφορικής. Εν προκειμένω, είναι πολύ εύκολο να περάσουμε από την παρατήρηση ότι οι υπολογιστές μπορούν να «μιμηθούν» ορισμένες νοητικές δραστηριότητες στη γενίκευση ότι, επί της ουσίας, ο νους είναι απλά το σύνολο των παραστάσεων ενός περίπλοκου υπολογιστή που είναι ο εγκέφαλός μας. Με άλλα λόγια, όταν, μέσω των υπολογιστών, σκοπεύουμε να μιμηθούμε τη σύσταση και τον τρόπο λειτουργίας των ανθρώπινων όντων, εύκολα οδηγούμαστε στο να πιστέψουμε ότι έτσι επιτυγχάνεται η κατανόησηκαι η εξήγηση της φύσης τους. Αυτό είναι εν μέρει αληθές, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτό το επεξηγηματικό μοντέλο δεν εκπίπτει στην αναγωγική προσέγγιση: ο άνθρωπος «δεν είναι τίποτα περισσότερο» από έναν εξαιρετικά περίπλοκο υπολογιστή· η σκέψη «δεν είναι τίποτα περισσότερο» από ένα σύστημα συμβόλων που φέρει πληροφορίες μετασχηματισμένες, επεξεργασμένες και μεταφρασμένες από τον συγκεκριμένο υπολογιστή που είναι ο εγκέφαλος. Με αυτόν τον αναγωγισμό στην πραγματικότητα θα οδηγούμασταν στην πίστη ότι για την πλήρη κατανόηση και εξήγηση αυτών των οντοτήτων, αρκεί να καταφύγουμε αποκλειστικά και μόνο στη βάση των φυσικών επιστημών, που συνοδεύεται από τις τυπικές γνώσεις της πληροφορικής.

Με τα παραπάνω δεν θέλουμε να δαιμονοποιήσουμε το «μιμητικό» σχέδιο της πληροφορικής. Αυτό το σχέδιο μπορεί να είναι, και στην πραγματικότητα έχει ήδη αποδειχθεί, πολύ καρποφόρο, όταν η φύση του νοείται ως «επιστημονικό έργο», δηλαδή, ως μια προσπάθεια να κατανοηθεί, από τη στενή και εξειδικευμένη σκοπιά μιας συγκεκριμένης επιστήμης, ένα ορισμένο σύνολο γεγονότων (σε αυτήν την περίπτωση η συγκρότηση και η λειτουργία των έμβιων και του ίδιου του ανθρώπου). Για το σκοπό αυτό, πρωτίστως είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί ένας αρκετά ακριβής προσδιορισμός και μια καλή περιγραφή του τι πρέπει να εξηγηθεί και στη συνέχεια να προχωρήσουμε με την πρόταση των επεξηγηματικών μοντέλων αυτής της πραγματικότητας. Τα αποτελέσματα της έρευνας θα είναι ενδεικτικά ορισμένων αντικειμενικών πτυχών, της υπό μελέτη πραγματικότητας, χωρίς όμως να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αυτή η εξήγηση θα είναι εξαντλητική. Οπωσδήποτε θα πρέπει να αναφερθούμε στις πολλές επιστημονικές-φιλοσοφικές αντιπαραθέσεις που γέννησε η είσοδος των υπολογιστών στη μοντελοποίηση του ανθρώπου σύμφωνα με τις έννοιες και τις αρχές μιας συγκεκριμένης επιστήμης, η οποία εισέρχεται σε πεδία που ανέκαθεν θεωρούνται ως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης, δηλαδή τη σκέψη, τη συνείδηση ​​και την ελευθερία. Αρκεί να παρατηρήσουμε ότι έτσι η πληροφορική αποκτά ηγετική θέση στις λεγόμενες γνωσιακές επιστήμες και μπορεί να ενθαρρύνει την υλιστική προοπτική σύμφωνα με την οποία μια επιστήμη της ύλης, εμπλουτισμένη με τη νέα έννοια της πληροφορίας, μπορεί να εκπληρώσει το έργο μιας εξαντλητικής και πλήρους εξήγησης της ανθρώπινης φύσης, καθιστώντας περιττή την έννοια του πνεύματος ή, γενικά, ενός μη υλικού συστατικού αυτής της φύσης. Αυτή η θέση είναι εγγενώς ύποπτη και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι, ακόμη και στο παρελθόν, οι διάφορες αναγωγικέςπροτάσεις, που βασίστηκαν στη χρήση μοντέλων-μηχανών, εμπνευσμένων από διαφορετικές φυσικές επιστήμες, ισχυρίστηκαν ότι οι εξηγήσεις τους ήταν πλήρεις κι εξαντλητικές. Αυτό βέβαια, εωσότου συρρικνωθεί η προοπτική τους διότι οι πτυχές της ανθρώπινης φύσης που εσκεμμένα «άφηναν απ’έξω» αποδείχθηκαν μη μειώσιμες και ακλόνητες. Ακόμη και η πληροφορική, σε τελική ανάλυση, είναι μόνο μια μερική επιστήμη και θα αποτελούσε τεράστια έκπληξη αν μπορούσε να μας παρέχει τα εργαλεία για μια ολοκληρωμένη κατανόηση του ανθρώπου. Ωστόσο, η πληροφορική έκανε δυο σημαντικά πράγματα: α) συνέβαλε στη εξερεύνηση πολλών, επιστημονικά κατανοητών, πτυχών της περίπλοκης ανθρώπινης πραγματικότητας και, β) έθεσε μια πρόκληση στη φιλοσοφία και στον πολιτισμό ώστε να εμβαθύνουν σε εκείνες τις διαστάσεις της ανθρώπινης πραγματικότητας απαιτώντας έναν τύπο διερεύνησης που ενώ δεν είναι επιστημονικός, παραμένει συμβατός με τα αποτελέσματα των επιστημών.

Αυτές οι περαιτέρω προσεγγίσεις μπορούν να αναχθούν στον ρόλο εκείνων των εσωτερικών και άμεσων φαινομενολογικών ενδείξεων οι οποίες δεν περιορίζονται από την τυπολογία της εννοιοκρατίας και από τις διυποκειμενικές μεθόδους επαλήθευσης των διαφόρων επιστημών, αλλά αντιθέτως συνθέτουν τη βάση της συνείδησης του εαυτού, που έχουν όλοι οι άνθρωποι και διαδραματίζει βασικό ρόλο στο πλέγμα των διαπροσωπικών τους σχέσεων. Επομένως, η κοινωνία της πληροφορίας, στην οποία το ανθρώπινο οικοσύστημα έχει περιπλεχθεί περαιτέρω, με την τεχνοεπιστημονική έννοια, είναι επίσης μια κοινωνία στην οποία ο άνθρωπος καλείται να βρει μια ακόμη βαθύτερη αίσθηση της ταυτότητάς του, για να μην γίνει θύμα αυτών των ορίων της πληροφορικής που αναφέρθηκαν παραπάνω. Εάν γίνει αυτή η προσπάθεια συμπληρωματικότηταςμεταξύ του τεχνο-επιστημονικού οράματος και των φιλοσοφικών, αισθητικών, συναισθηματικών, ενδοσκοπικών, θρησκευτικών και διαπροσωπικών επόψεων, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι ο εμπλουτισμός της σημασίας του ανθρώπου σε αυτή την πληροφορικοποιημένη κοινωνία.

Οι προηγούμενοι συλλογισμοί ενδέχεται να δώσουν την εντύπωση ότι οι τυχόν ανεπάρκειες του προγράμματος ΤΝ συνδέονται μόνο με την αδυναμία του να προσφέρει μια εύλογη «απομίμηση» της ηθικής εσωτερικότητας του ανθρώπου, αλλά ότι έχει επιτύχει τους στόχους του στον τομέα των γνωσιακών δραστηριοτήτων. Στην πραγματικότητα αυτό δεν ισχύει και θα προσπαθήσουμε να το δείξουμε συνοψίζοντας σε μερικές σκέψεις έναν συλλογισμό που θα αξίζει πολύ πιο λεπτομερείς διευκρινίσεις. Μεταξύ των ανθρώπινων πράξεων υπάρχει μια κατηγοριοποίηση, στην οποία κατά την παράδοση περιλαμβάνονται αυτές που ονομάζονται «μεταβατικές» δράσεις, που δηλαδή επιφέρουν μια ορισμένη αλλαγή στην «κατάσταση του εξωτερικού κόσμου» (όπως η κατασκευή ενός αντικειμένου, η μετακίνηση πραγμάτων, η γραφή σημείων σε ένα φύλλο), και άλλες που αποκαλούνται «εμμενείς» και συνίστανται στην τροποποίηση της ίδιας της «κατάστασης του υποκειμένου» που τις εκτελεί (όπως το να βλέπεις, να θυμάσαι, να χαίρεσαι, να επιθυμείς). Για να χρησιμοποιήσουμε πιο σύγχρονη ορολογία, θα ονομάσουμε τις πρώτες λειτουργίες (operations) και τις δεύτερες δραστηριότητες (actions).

Έτσι λοιπόν, οι λειτουργίες μπορούν να οριστούν με τρόπο μονοσήμαντο, επισημαίνοντας απλά την «κατάσταση του κόσμου» πριν και μετά την εκτέλεσή τους, και αυτό ανεξάρτητα από τον τρόπο μετάβασης και την εκτίμηση αυτού που τις θέτει σε εφαρμογή. Για παράδειγμα, η γραφή ορίζεται από το γεγονός (και μόνο) ότι ένα φύλλο χαρτί, πάνω στο οποίο προηγουμένως δεν υπήρχαν σημάδια, στην συνέχεια φέρει ίχνη σημείων, ανεξάρτητα από το αν αυτό πραγματοποιήθηκε από ένα άτομο, από μια γραφομηχανή ή από έναν ψηφιακό εκτυπωτή. Επομένως, το γεγονός ότι δύο οντότητες γνωρίζουν πώς να εκτελούν τις ίδιες λειτουργίες δεν λέει σχεδόν τίποτα για τη φύση τους. Ο καθένας το κάνει με τον δικό του τρόπο. Επιπλέον, ακόμη και μπροστά σε δύο «υπολογιστικές» μηχανές, εάν η μόνη πληροφορία που έχουμε είναι ότι ξέρουν πώς να αθροίσουν δύο αριθμούς, δεν γνωρίζουμε εάν είναι παλαιού τύπου μηχανικοί υπολογιστές (με μανιβέλα), ακόμη πιο πρωτόγονοι υπολογιστές θερμοϊονικών βαλβίδων ή οι πιο πρόσφατοι υπολογιστές με τρανζίστορ, δηλαδή δεν έχουμε πληροφορηθεί περί της φύσης τους.

Στην περίπτωση του ανθρώπου, ορισμένες εμμενείς δραστηριότητες μπορούν να οδηγήσουν σε αποτελέσματα που έχουν επίσης τα χαρακτηριστικά των λειτουργιών, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα με τον υπολογισμό, που ο άνθρωπος εκτελεί «εντός του εαυτού του» με το μυαλό, τον οποίο, από αιώνες, γνωρίζει επίσης να μεταφράζει, δηλαδή να αναπαριστά, μέσω λειτουργιών που εκτελούνται σε υλικά σύμβολα. Δεν είναι λοιπόν κάτι το αξιοπερίεργο ότι ο άνθρωπος κατάφερε να εφεύρει μηχανές ικανές να εκτελούν αυτές τις λειτουργίες σε υλικά σύμβολα και, στη συνέχεια, να κάνει υπολογισμούς. Παρομοίως, για χιλιετίες ο άνθρωπος ήταν σε θέση να «συλλογιστεί», δηλαδή να αντλήσει λογικά συμπεράσματα από δεδομένες συνθήκες και στοιχεία, με τρόπο αυθόρμητο και διαισθητικό, αλλά μόνον ο Αριστοτέλης έκανε το αποφασιστικό βήμα να ανακαλύψει μια σειρά τυπικών λειτουργιών οι οποίες, χωρίς κανένα «ξεπατίκωμα» των διαισθητικών διαδικασιών της τρέχουσας συλλογιστικής μας, είναι σε θέση να «αναπαριστάνουν» ή να μεταφράζουν τους «συλλογισμούς» σε μια σειρά κανόνων χειρισμού των συμβόλων με τα οποία αναπαριστάνουμε τις νοητικές μας λειτουργίες. Έχουμε ήδη δει πώς από αυτή τη θεμελιώδη αριστοτελική ανακάλυψη, πολύ αργότερα, συνειδητοποιήθηκε ότι και η λογική αφαίρεση μπορεί να αναπαρασταθεί ως υπολογισμός (Leibniz) – πράγμα που οδήγησε, τον 19ο αιώνα, στην κατασκευή των πρώτων λογικών αναλύσεων και στην ανάπτυξη της μαθηματικής λογικής. Από τη στιγμή εκείνη και μετά, είχε ήδη υπονοηθεί ότι, εφόσον μπορούσε να κατασκευαστεί μια μηχανή υπολογισμού (δηλαδή σε θέση να χειριστεί ορισμένα υλικά σύμβολα σύμφωνα με ρητούς κανόνες, τα οποία μπορεί να είναι τόσο γραφικά, όσο ηλεκτρικά ερεθίσματα ή άλλα), θα ήταν επίσης ικανή να εκτελέσει τις λειτουργίες της λογικής αφαίρεσης, δηλαδή ενός από τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης σκέψης και έτσι συνέβη στην πραγματικότητα. Σε αυτό το σημείο, όμως, πρέπει να κάνουμε μια παρατήρηση γενικής ισχύος: το γεγονός ότι δύο οντότητες μπορούν να εκτελέσουν τις ίδιες λειτουργίες δεν σημαίνει ότι είναι της ίδιας φύσης, καθώς η καθεμία τις εκτελεί με τον δικό της τρόπο. Επομένως, η ερώτηση «μπορούν να σκεφτούν οι μηχανές;» είναι διφορούμενη, γιατί αν με το «σκεφτόμαστε» εννοούμε μόνο ότι γνωρίζουμε πώς να εκτελούμε συγκεκριμένες λειτουργίες θα μπορούσαμε να πούμε (μετά από πολλές και πολύπλοκες διευκρινίσεις) ότι ίσως οι μηχανές μπορούν να σκεφτούν. Αλλά αν με τη σκέψη εννοούμε τη δραστηριότητα με την οποία έχουμε άμεση ανθρώπινη εμπειρία, οφείλουμε να πούμε ότι δεν μπορούν να σκεφτούν. Ωστόσο, κάποιοι μπορεί να ρωτήσουν: «Ποια είναι λοιπόν η διαφορά μεταξύ «σκέψης» της μηχανής και ανθρώπινης σκέψης; Η απάντηση είναι ότι η μηχανή δεν έχει επίγνωση των λειτουργιών που εκτελεί και όχι μόνο αυτό: είμαστε εμείς οι άνθρωποι που επινοούμε τα υλικά σύμβολα και ορισμένους χειρισμούς αυτών των συμβόλων καθώς και τις προκύπτουσες αλυσίδες συμβόλων, και μάλιστα τους δίνουμε ένα νόημα, για παράδειγμα, στην πρόσθεση των αριθμών, ή στην εξαγωγή ενός λογικού πορίσματος και πόσα ακόμη. Το μηχάνημα «δεν ξέρει» τι κάνει, ακριβώς όπως το μολύβι με το οποίο γράφουμε σε ένα φύλλο ή το αυτοκίνητο με το οποίο ταξιδεύουμε.
Εάν θελήσουμε να εμβαθύνουμε σ’αυτήν τη συζήτηση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό το επιπλέον χαρακτηριστικό (το οποίο ήδη απαντάται στα ζώα, αν και σε λιγότερο ισχυρές μορφές) είναι η σκοπιμότητα, δηλαδή, η ικανότητα εσωτερικοποίησης του κόσμου με τη μορφή αναπαραστάσεων που η άψυχη ύλη δεν κατέχει. Αυτή τη σκοπιμότητα δεν την διαθέτουν τα αντικείμενα (χειροτεχνήματα), όσο περίπλοκα κι αν είναι, που κατασκευάζουμε χρησιμοποιώντας αυτή την ύλη και τα συναρμολογούμε σύμφωνα με τους νόμους της. Εν ολίγοις, μπορούμε να πούμε ότι: «για να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε τι μπορούν να κάνουν αυτές οι υπέροχες μηχανές, δεν είναι απαραίτητη η παρουσία σκοπιμότητας, είναι επομένως δική σας ευθύνη να αποδείξετε ότι αυτή είναι παρούσα». Κανείς βέβαια δεν έδωσε ποτέ αυτή την απόδειξη, αλλά οι οπαδοί του αναγωγισμού περιορίστηκαν στην καλλιέργεια της ψευδαίσθησης για να μας πείσουν ότι η σκοπιμότητα, «δεν είναι τίποτα περισσότερο» από το αποτέλεσμα εξαιρετικά πολύπλοκων υλικών διαδικασιών, δηλαδή ότι η διαφορετική φύση της είναι μόνο φαινομενική. Πρόκειται για μια παλαιά και δογματική ιστορία που ακούγεται επανειλημμένα για αιώνες και δεν έπεισε ποτέ κανέναν[1].

Στις προηγούμενες ενότητες είδαμε πώς η σχέση και διασύνδεση μεταξύ κυβερνητικής, πληροφορικής, επιστήμης των υπολογιστών και βιολογικών επιστημών έχει γίνει πολύ στενή και έχει αποδειχθεί καρποφόρα, ειδικότερα, στον τομέα των νευροεπιστημών. Επομένως, είναι φυσικό να επεκταθεί η συζήτηση και στον τομέα της ΤΝ. Πέρα από την υπέροχη πρόοδο που σημειώθηκε στη διερεύνηση της λειτουργίας του νευρικού συστήματος και του εγκεφάλου, μας ενδιαφέρει η έρευνα και τα αποτελέσματά της κατά την περιγραφή και την κατανόηση των νευρωνικών φαινομένων που σχετίζονται με τις διαφορετικές νοητικές δραστηριότητες, από την αντίληψη και τις συναισθηματικές δραστηριότητες μέχρι την προσοχή, τη μνήμη, τη βούληση και ούτω καθεξής. Και σε αυτήν την περίπτωση, μια σωστή στάση οφείλει να αναγνωρίζει πλήρως την εγκυρότητα των ισχυρισμών, χωρίς να οδηγείται σε άρνηση όλων εκείνων των πραγμάτων που δεν περιλαμβάνονται στις παρεχόμενες επεξηγήσεις. Για παράδειγμα, μπορούμε αναμφίβολα να παραδεχτούμε ότι μια δεδομένη αντίληψη του χρώματος, συσχετίζεται πάντα με μια συγκεκριμένη νευρωνική διέγερση και ίσως μπορούμε να φτάσουμε στο βαθμό να πιστέψουμε ότι «προκαλείται» από αυτή, χωρίς να προσδιορίσουμε έτσι και τα δύο πράγματα, δηλαδή το φυσιολογικό φαινόμενο και το ψυχικό. Και εδώ ακριβώς προστίθεται η σκοπιμότητα ως ένα διαφορετικό χαρακτηριστικό από εκείνα που είναι αμιγώς βιολογικά φαινόμενα, και αυτό χωρίς να αγγίξει πολύ πιο προβληματικά πεδία όπως αυτό της συνείδησης, της αυτογνωσίας και της ελεύθερης επιλογής.

Συμπερασματικά: στην προσπάθεια καλύτερης κατανόησης του ανθρώπου, είναι ευπρόσδεκτες όλες οι συνεισφορές των φυσικών και «ανθρωπιστικών» επιστημών. Ας αφήσουμε καθεμία από αυτές τις επιστήμες να παρέμβουν με τους «μεθοδολογικούς αναγωγισμούς» και τους «προγραμματικούς ντετερμινισμούς» τους – των οποίων αναγνωρίσαμε τη νομιμότητα. Με αυτόν τον τρόπο, θα αποκτήσουμε όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική και ρητή γνώση για πολλές από τις πτυχές της σύνθετης ανθρώπινης πραγματικότητας. Ας έχουμε όμως υπόψη μας ότι αυτή είναι μια καθολική και πολύπλοκη πραγματικότητα και ότι ακριβώς για αυτόν τον λόγο οι διάφορες πτυχές της πρέπει να συσχετίζονται και να είναι μεταξύ τους συμβατές, ενώ θα πρέπει να ενσωματωθούν σε μια συστημική ενότητα στην οποία οι διαφορετικοί αναγωγικοί παράγοντες θα περιορίζονται μαζί με τις ποικίλες ντετερμινιστικές προσπάθειες. Έτσι ώστε ο άνθρωπος να μην είναι απολύτως «αναγνώσιμος», από οποιαδήποτε άποψη, αλλά καλύτερα κατανοητός, και αυτό με δυο προϋποθέσεις: α) ότι σε αυτό ή στο άλλο πρόβλημα που τον αφορά, γνωρίζουμε πώς να αναζητήσουμε όλες τις σχετικές συνεισφορές της γνώσης, β) ότι πέρα από τους διάφορους γενετικούς, νευροφυσιολογικούς, ψυχικούς και κοινωνικούς ντετερμινισμούς – που μπορούν να περιορίσουν την ελευθερία δράσης του – καταφέρνουμε να αναγνωρίσουμε αυτές τις υπαρξιακές συνθήκες εντός των οποίων ασκείται, άθικτη η ελευθερία επιλογής του.

Για να μην παραμείνει όλη αυτή η κουβέντα ασαφής, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι ο άνθρωπος, από τη φύση του, έχει αναπτύξει και καλλιεργήσει πολλούς άλλους σπουδαίους τρόπους για να συσχετίζεται με τον κόσμο, να προσπαθεί να καταλάβει τον εαυτό του, να δίνει νόημα και προσανατολισμό στη ζωή του: την τέχνη, τη φιλοσοφία, τη θρησκεία. H γνωσιακή συμβολή των επιστημών, στην ικανότητα του ανθρώπου να καταλαβαίνει τον εαυτό του, θα ήταν ριζικά απογοητευτική εάν αυτές τον εμπόδιζαν να αντλήσει όφελος καί από τις παραπάνω πηγές γνώσης και «εμπειρίας». Για μια ακόμη φορά διαπιστώνουμε ότι οι επιστήμες μπορούν να μας διαφωτίσουν μόνο υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υποπέσουμε σε επιστημονισμό. Δεν σκοπεύουμε να μιλήσουμε για αυτές τις άλλες «επόψεις» για τον άνθρωπο και τον κόσμο, καθώς θα πιεστούμε, με τρόπο ακαταμάχητο, να τις λάβουμε υπόψη προκειμένου να αντιμετωπίσουμε ορισμένα θεμελιώδη προβλήματα που συζητούνται σήμερα σχετικά με την ανάγκη «προσανατολισμού» της τεχνοεπιστήμης.

(απόσπασμα από το βιβλίο του Evandro Agazzi, Le rivoluzioni scientifiche e la civiltà dell’occidente,Fondazione Boroli, Milano, 2008, σελ. 241 – 247)


[1] Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με αυτό το σημαντικό θέμα, θα ήθελα να παραπέμψω στο δοκίμιο: E. Agazzi, “Operazionalità e intenzionalità: l’anello mancante dell’intelligenza artificiale”, S. Biolo (επιμέλεια), Intelligenza naturale e intelligenza artificiale, Marietti, Genova 1991, σελ. 1-13.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;