21.1 C
Athens
Τρίτη, 23 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΓιάννης Μαυρής: Η ιδεολογική απήχηση του Κομμουνισμού και του Αναρχισμού σήμερα στην...

Γιάννης Μαυρής: Η ιδεολογική απήχηση του Κομμουνισμού και του Αναρχισμού σήμερα στην Ελλάδα

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Πολιτικές αξίες & ιδεολογίες σήμερα στην Ελλάδα – 4 Κόκκινο και Μαύρο – Η ιδεολογική απήχηση του Κομμουνισμού και του Αναρχισμού σήμερα στην Ελλάδα
ΑΝΑΛΥΣΗ 

Του Γιάννη Μαυρή


Α. Η σημερινή απήχηση του Κομμουνισμού

Στην επέτειο των εκατό χρόνων από την Οκτωβριανή επανάσταση, η λέξη «Κομμουνισμός» είναι φορτισμένη αρνητικά, για το 77% των πολιτών στην Ελλάδα (σχεδόν 8 στους 10).


Στη συνολική κατάταξη της κοινωνικής αποδοχής των πολιτικών αξιών και ιδεολογιών, όπως διαμορφώνεται σήμερα, το συγκεκριμένο ιστορικό, ιδεολογικό-πολιτικό ρεύμα καταλαμβάνει μια από τις τελευταίες θέσεις.[1]

Παραμένει ωστόσο υπαρκτό: σχεδόν 1 στους 6 ενήλικες πολίτες (16%) δηλώνει θετική εντύπωση στο άκουσμα της λέξης «Κομμουνισμός» (Διάγραμμα 1).

Το ποσοστό θετικών κρίσεων για τον «Κομμουνισμό», αποτυπώνει την ευρύτερη κοινωνική απήχησή του, που είναι προφανώς αρκετά ευρύτερη από την καταγεγραμμένη εκλογική επιρροή του ΚΚΕ (5,55% στις τελευταίες εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015).

Ένα σημαντικό τμήμα της αποδοχής του συγκεκριμένου ιδεολογικού ρεύματος αφορά (μετά το 2012) και την εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ.

Διόλου τυχαία, η κοινωνική αποδοχή του «Κομμουνισμού» δεν φαίνεται να έχει μεταβληθεί ουσιαστικά σε βάθος χρόνο.


Το σημερινό ποσοστό της ιδεολογικής του απήχησης (16%) συμπίπτει επακριβώς, με εκείνο που είχε καταγραφεί, σε αντίστοιχη έρευνα κοινής γνώμης, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, δηλαδή και πριν από 2 δεκαετίες.[2]

Χωρίς  να παραγνωρίζει κανείς τις διακυμάνσεις, που έχουν υπάρξει σε ένα τόσο ευρύ χρονικό διάστημα – και μια σημαντική ένδειξη για αυτό αποτελεί η εκλογική επιρροή του ΚΚΕ, το βασικό συμπέρασμα δεν αναιρείται: Η ιδεολογική απήχηση του κομμουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα παραμένει περιορισμένη και διαχρονικά καθηλωμένη.

Οι ιστορικοί λόγοι για αυτό, αναλύονται στα επόμενα.


Α.1. Η κοινωνιολογία του κομμουνιστικού ρεύματος

Για να αποσαφηνισθεί η κοινωνιολογία του κομμουνιστικού ρεύματος είναι χρήσιμο να διερευνηθεί τόσο η διείσδυση(penetration) της επιρροής του, δηλαδή το ποσοστό (%) θετικών κρίσεων που καταγράφεται σε κάθε επιμέρους κοινωνική κατηγορία (Διαγράμματα 1 & 2), όσο και η κοινωνική σύνθεση (composition) αυτής της επιρροής, κατά κατηγορία δημογραφικής μεταβλητής, πχ. σε  ποιο ποσοστό (%), αυτή καθεαυτή η επιρροή, συντίθεται από άνδρες και σε ποιο από γυναίκες (Διαγράμματα 3 & 4).

Ηλικιακά, η μεγαλύτερη θετική αποδοχή (24%) παρατηρείται στην ηλικιακή κατηγορία 55-64 ετών. Είναι η γενιά που κοινωνικοποιείται πολιτικά στην περίοδο 1971-1980, δηλαδή στην εποχή της δικτατορίας και της πρώιμης μεταπολίτευσης.


Η επιρροή του ρεύματος στις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες είναι αισθητά χαμηλότερη, 14%-15%, στις ηλικίες 35-54 ετών και 13% στους νέους κάτω των 35 ετών, αλλά και στους ηλικιωμένους άνω των 65, λόγω της σταδιακής έκλειψης της γενιάς της κατοχής και του εμφυλίου (Διάγραμμα 1). 

Με βάση τη μόρφωση, η μεγαλύτερη επιρροή εμφανίζεται μεταξύ των αποφοίτων της ανώτερης εκπαίδευσης (20%, έναντι μόλις 12% μεταξύ των αποφοίτων της κατώτερης).


Μάλιστα, από τη σύνθεση της επιρροής, κατά κατηγορία εκπαίδευσης, προκύπτει ότι οι απόφοιτοι ανώτερης (Γ΄βάθμιας) εκπαίδευσης αποτελούν το 54% όσων εκφέρουν θετική γνώμη για τον «Κομμουνισμό» (Διάγραμμα 3).

Το γεγονός αυτό συμβαδίζει με  τη μεταπολιτευτική κυριαρχία των νεολαιίστικων οργανώσεων της κομμουνιστικής αριστεράς (ΚΝΕ, Ρήγας Φεραίος, ΠΠΣΠ, ΑΑΣΠΕ) στο φοιτητικό κίνημα της περιόδου.

Η υποχώρηση της αριστερής επιρροής στα πανεπιστήμια, από τη δεκαετία του ’80 και ύστερα, αντανακλάται ευθέως και στην μείωση της απήχησης του κομμουνιστικού ρεύματος, στις νεότερες ηλικιακές ομάδες (Διάγραμμα 1).

Το συμπέρασμα που προκύπτει σχετικά με την κοινωνική μορφολογία της κομμουνιστικής επιρροής, από την κατανομή του επιπέδου εκπαίδευσης, επιβεβαιώνεται και  με βάση, όχι μόνο την απασχόληση, αλλά και την αυτοτοποθέτηση σε κοινωνική τάξη, καθώς και την εκτίμηση του προσωπικού εισοδήματος (Διάγραμμα 2).


Η ανάλυση αυτών των δημογραφικών μεταβλητών υποδηλώνει, ότι η σημερινή ιδεολογική απήχηση του κομμουνιστικού ρεύματος εντοπίζεται μάλλον περισσότερο σε νέα μισθωτά ή παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα, του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, παρά σε κατεξοχήν εργατικά στρώματα (23% στους μισθωτούς του ΔΤ, 14% στους μισθωτούς του ΙΤ, 15% στους αυτοαπασχολούμενους, 16% στους ανέργους και 17% στους συνταξιούχους (Διάγραμμα 1).

Μάλιστα, είναι ενδεικτικό, ότι το 45% όσων εκφράζουν θετική κρίση για τον «Κομμουνισμό» (δηλαδή σχεδόν 1 στους 2) αυτοτοποθετούνται στη «μεσαία» κοινωνική τάξη, ενώ το 35% εξ αυτών δηλώνει ότι «δεν αντιμετωπίζει δυσκολία με το εισόδημα που διαθέτει» (Διάγραμμα 4).

Τέλος, από την ανάλυση της κοινωνικής σύνθεσης αυτής της απήχησης, προκύπτει ότι το ακροατήριο του κομμουνιστικού ρεύματος είναι κατά βάση ηλικιωμένο και οικονομικά μη-ενεργό.

Συγκεκριμένα, το 61% όσων εκφράζουν θετική γνώμη για την αξία του «Κομμουνισμού» είναι σήμερα άνω των 55 ετών και μόλις 17% κάτω των 34 ετών.

Επιπρόσθετα, αποτελείται κατά 50% από μη-ενεργό πληθυσμό και κατά 43% αφορά συνταξιούχους (4 στους 10).  (Διάγραμμα 3).



Α.2. Η ιστορική κοινωνική περιχαράκωση του κομμουνιστικού ρεύματος

Η απαρχή του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος ανάγεται στο Μεσοπόλεμο.

Η ενίσχυσή του θα βρει γόνιμο έδαφος στη ριζική ταξική αναδιάρθρωση, που προκαλείται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό με την έλευση των προσφυγικών μαζών και τη συγκρότηση της εργατικής τάξης, στις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν την Μικρασιατική καταστροφή.[3]

Ταυτόχρονα με την ανάδυση του ελληνικού κομμουνισμού και ως αντίδραση σε αυτή, θα κάνει την εμφάνισή του και ο ελληνικός αντικομμουνισμός που θα κλιμακωθεί στη βενιζελική περίοδο (Ιδιώνυμο) και κυρίως στην περίοδο του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.[4] 

Κυρίως, όμως, η ραγδαία ανάδυση του κομμουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα θα συντελεστεί στη δεκαετία του ’40. Το διαλυμένο από τη μεταξική δικτατορία ΚΚΕ, θα αναδειχθεί, κατά τη διάρκεια της κατοχής, σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη της χώρας, αριθμώντας στο τέλος της 450.000 μέλη, σε ένα πληθυσμό 7.000.000.

Το ΚΚΕ θα πρωτοστατήσει στην επαναστατική διαδικασία που γέννησε ο Β’ΠΠ στις κατεχόμενες χώρες· διαδικασία, η οποία στην Ελλάδα μορφοποιήθηκε στο πρωτοφανές ΕΑΜικό κίνημα πολύμορφης και μαζικής αντίστασης, τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο.

Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι κατά τη διάρκεια της κατοχής, η κυριαρχία του ΚΚΕ δεν επέτρεψε την ανάπτυξη άλλων σημαντικών ιδεολογικών τάσεων και ρευμάτων, μέσα στην αριστερά (σοσιαλιστικών, τροτσκιστικών, κλπ.).

Από την άλλη πλευρά, η πρωτοφανής κοινωνική απήχηση του κομμουνισμού, οδήγησε σε μια κάθετη πόλωση, με τη συγκρότηση και επιβολή του «αντικομμουνισμού», ως αντίπαλης ιδεολογικής μορφής, που τελικά θα κυριαρχήσει.[5]



Ο μετεμφυλιακός αντικομμουνισμός

Αφενός, η ψυχροπολεμική διαίρεση του μεταπολεμικού κόσμου (η Ελλάδα υπήρξε εξ αρχής επίκεντρο) και αφετέρου ο αποκλεισμός των δυνάμεων της αντίστασης από το μεταπολεμικό κράτος, μετά τη συντριβή τους στον εμφύλιο πόλεμο, θα έχει μακροχρόνιες συνέπειες στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και θα καθορίσει τον συσχετισμό των ιδεολογικών ρευμάτων, μέχρι τη μεταπολίτευση.


O κίνδυνος απώλειας της εξουσίας και ο εμφύλιος πόλεμος θα έχουν καθοριστική επίδραση, τόσο στη μορφή του κράτους («Κράτος των Εθνικοφρόνων»), όσο και στη διαμόρφωση της «αστικής ιδεολογικής παράδοσης».[6] 

Θα εγγράψουν σταθερά στην ιδεολογία του αστικού συνασπισμού τον «εσωστρεφή και κατασταλτικό εθνικισμό-αντικομμουνισμό» (Tσουκαλάς), ως το βασικό ιδεολογικό της στοιχείο, που ενσωματώνει και ανασυνθέτει τις προϋπάρχουσες, προπολεμικές μορφές του αντικομμουνισμού: «Xαλκεύτηκε, έτσι, ένας νέος εθνικισμός, φανατικός και αυτάρεσκος, που έμοιαζε πολύ με τον προηγούμενο, του 19ου αιώνα.

Aντίθετα από εκείνον, ωστόσο, ο νέος εθνικισμός δεν εντασσόταν σε ένα γενικό και σφαιρικό αλυτρωτικό πρόγραμμα, αλλά ήταν αμυντικός, οπισθοδρομικός και εσωστρεφής.

Mοιραία, αναβίωσε αδιάκριτα και ολόκληρο το αντιδραστικό οπλοστάσιο των ένδοξων εθνικιστικών θεμάτων.

Tα αξιώματα της δικτατορίας του Mεταξά πρόσφεραν ένα σύνολο καλοδοκιμασμένων συνθημάτων: οι όροι έθνος, στρατός, οικογένεια, θρησκεία, ελληνικότητα και παράδοση, γλώσσα και αγνότητα αποκαταστάθηκαν και αξιοποιήθηκαν» (Tσουκαλάς 1986, 36).

Μετά τον εμφύλιο, ο αντικομμουνισμός θα αποτελέσει επίσημη κρατική ιδεολογία, ενώ ο Στρατός αναλαμβάνει σημαντικά καθήκοντα ιδεολογικού μηχανισμού στην αναπαραγωγή του.

O νέος εσωστρεφής, αντικομμουνιστικός εθνικισμός θα συναρθρωθεί ακόμα με τον «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό».


Oι κυρίαρχες τάξεις, μετά την ιδεολογική κοσμογονία που επέφερε το EAM, αναζήτησαν καταφύγιο στο μόνο υπαρκτό –μετακατοχικά– «οπλοστάσιο» του θρησκευτικού ιδεαλισμού, ως αντίδοτο στον «κομμουνισμό» και τον «υλισμό».

Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την ανάδυση ενός πολιτικοποιημένου χριστιανικού ρεύματος, στρατευμένου ενεργά – ιδιαίτερα την περίοδο του εμφυλίου – στον αντικομμουνιστικό αγώνα, με φορείς τις μαζικές παραεκκλησιαστικές οργανώσεις («Zωή», «Σωτήρ» κ.λπ.) και κοινωνικο-πολιτικό «πρόγραμμα» τον «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό».

H ταξική και κοινωνική πόλωση της δεκαετίας 1940-1950, ενισχύει στο εσωτερικό της χριστιανικής ιδεολογίας αυτό το πολιτικοποιημένο ρεύμα, που αντλεί ως προς τη “μάχιμη” κοινωνική του θέση περισσότερο από τον δυτικό προτεσταντισμό, παρά την ελληνορθόδοξη παράδοση.[7]

H «παρέκκλιση» αυτή συνέβη αναπόφευκτα, καθότι έπρεπε αναγκαστικά να αποκτήσει περιεχόμενο οργανωμένης κοινωνικής δράσης, να ανταποκριθεί σε άμεσα κοινωνικά καθήκοντα, την απόκρουση του «κομμουνιστικού κινδύνου».[8]

H μορφή της κυρίαρχης μετεμφυλιακής αντικομμουνιστικής ιδεολογικής παράδοσης, ανίκανη να προσφέρει ένα θετικό («επιτευγματικό») ηγεμονικό λόγο, θα βρίσκεται πάντοτε αντιμέτωπη με κάθε απόπειρα εκσυγχρονισμού.


Aποτελέσματα αυτής αδυναμίας της εντοπίζονται σε μια σειρά από φαινόμενα ιδεολογικής και πολιτιστικής «παρακμής» ή «καθυστέρησης», όπως πχ. η μεταπολεμική υπανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών· ακόμη, στην ανεπάρκεια των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, ιδιαίτερα των εκπαιδευτικών, να ανταποκριθούν στο ρόλο της εγχάραξης της αστικής ιδεολογίας στις κυριαρχούμενες τάξεις.

Μετά τον εμφύλιο, το ελληνικό σχολείο, είναι ένα σχολείο ανοικτά αναχρονιστικό και πεπαλαιωμένο. 

Είναι χαρακτηριστικό, τέλος, ότι η γενιά των φιλελεύθερων διανοουμένων που είχε εισέλθει δυναμικά στην ιδεολογική σκηνή του μεσοπολέμου, μεταπολεμικά περιθωριοποιείται, για δεκαετίες, μαζί με τα φιλελεύθερα και ευρωπαϊκά «ιδεώδη».

H κατάρρευση της δικτατορίας θα επιφέρει και την κατάρρευση του μετεμφυλιακού ιδεολογικού οικοδομήματος.

H κρίση της αστικής ιδεολογίας θα εμφανισθεί στη μεταπολίτευση ως κρίση μετάβασης από το μετεμφυλιακό (ελληνοχριστιανικό) εθνικισμό-αντικομμουνισμό στον τεχνοκρατικό εκσυγχρονισμό και τον ευρωπαϊσμό.

O εσωστρεφής αντικομμουνισμός, όμως, ως στοιχείο της «αστικής ιδεολογικής παράδοσης», εξακολουθεί στην αρχική φάση της μεταπολίτευσης να υπάρχει, αν και με φθίνουσα βαρύτητα.[9]



«Κομμουνισμός» και «Σοσιαλισμός» στη μεταπολίτευση

Από την άλλη πλευρά, η μεταπολίτευση του 1974, θα βρεί το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα υπονομευμένο και περιθωριοποιημένο, τόσο λόγω και της ήττας που σηματοδότησε η επιβολή της δικτατορίας το 1967, όσο και της διάσπασής του, το 1968.[10]

 Η μετάβαση στο νέο καθεστώς της Γ’ ελληνικής Δημοκρατίας θα γίνει υπό την ασφυκτική ηγεμονία του Κ.Καραμανλή και με αποκλεισμό της Αριστεράς από την κυβέρνηση της Εθνικής Ενότητας.

Το εκλογικό αποτέλεσμα του 1974, θα σφραγίσει την περιθωριοποίησή του κομμουνιστικού ρεύματος: Η Ενωμένη Αριστερά θα λάβει, μόλις 9,5%.

Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης  (1974-1977), οι δύο πτέρυγες του κομμουνιστικού κινήματος (ΚΚΕ και ΚΚΕεσωτερικού) θα παραμείνουν εγκλωβισμένες στην ενδοαριστερή αντιπαράθεση και θα αφήσουν ελεύθερο  το έδαφος στο ανερχόμενο σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ, να συνδεθεί και να απορροφήσει τον μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό, κυρίως τον αγροτικό και εργατικό, περιορίζοντας την απήχηση της κομμουνιστικής αριστεράς στη νεολαία, βασικά στο ανερχόμενο φοιτητικό κίνημα.

Ο «Σοσιαλισμός» θα εκτοπίσει τον «Κομμουνισμό».

Η ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ στο εργατικό κίνημα, ιδίως στον εργοστασιακό συνδικαλισμό, θα εδραιωθεί περαιτέρω στην περίοδο της πρώτης διακυβέρνησης 1981-1985.

Με αφετηρία τον εκδημοκρατισμό των συνδικάτων (1982), σε όλη τη δεκαετία του ’80 (μέχρι το  1988-89), η κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ στους κατεξοχήν εργατικούς κοινωνικούς χώρους, εις βάρος της κομμουνιστικής αριστεράς, παραμένει αδιαμφισβήτητη και η συνδικαλιστική επιρροή του στη νέα βιομηχανική εργατική τάξη κυμαίνεται, κατά μέσο όρο στην περίοδο 1984-1987, σε ποσοστό 62%.[11]

Ούτε όμως η οξύτατη πολιτική κρίση του τέλους της δεκαετίας του ‘80, που θα αποδυναμώσει τον ελληνικό σοσιαλισμό και το ΠΑΣΟΚ, δεν θα οδηγήσει σε ιστορική ανάκαμψη του κομμουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα. Η απαξίωση τώρα του «Σοσιαλισμού», δεν έφερε την ανάταση του «Κομμουνισμού».

Οι συνέπειες από την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ το 1989, την παταγώδη αποτυχία της συγκυβέρνησης με τη Δεξιά και τη διάσπαση του ενιαίου Συνασπισμού το 1991, θα αποβούν καταλυτικές για την επιρροή του. Σημαντική ένδειξη για αυτό αποτελεί η κοινωνική επιρροή του ΚΚΕ, στο επίπεδο των βουλευτικών εκλογών.

Το ΚΚΕ θα υποστεί εκλογική συντριβή στις βουλευτικές του 1993 (4,54%).

Σε ολόκληρη τη δεκαετία του ’90, και του ’00, μέχρι το 2007, θα παραμείνει καθηλωμένη σε επίπεδα κάτω του 6%, ενώ στις δευτερεύουσας σημασίας εκλογές (Ευρωεκλογές, Νομαρχιακές) θα κυμανθεί από 7% έως 9,5%.


Α.3. Το κομμουνιστικό ρεύμα μετά την οικονομική κρίση

Το μεταπολιτευτικό κομματικό σύστημα θα καταρρεύσει το 2012.

Το Μνημόνιο θα πλήξει συνολικά το δικομματισμό, αλλά κυρίως θα καταστρέψει το ΠΑΣΟΚ.

Η κρίση εκπροσώπησης που εγγράφηκε στην ημερήσια διάταξη θα αποτελέσει, αντικειμενικά, τεράστια ιστορική πολιτική ευκαιρία. Ωστόσο, για άλλη μια φορά, με τη διαχωριστική πολιτική που ακολουθεί στον κύκλο των κοινωνικών αγώνων της περιόδου 2010-2012, το ΚΚΕ δεν θα κατορθώσει να συνδεθεί με τα κοινωνικά στρώματα, που αποδεσμεύονται ραγδαία και μαζικά από το ΠΑΣΟΚ, διαμορφώνοντας ένα νέο αντιμνημονιακό κοινωνικό μπλοκ.

Το κενό θα καλυφθεί, όπως είναι γνωστό, από το υβριδικό μόρφωμα του ΣΥΡΙΖΑ.

Στην πλέον σκληρή και κοινωνικά πολωμένη επαναληπτική εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου 2012, η εκλογική απήχηση του ΚΚΕ θα υποστεί κυριολεκτικά πανωλεθρία.

Μεταξύ Μαίου και Ιουνίου θα χάσει σχεδόν 260.000 ψηφοφόρους, από τους 536.000 του Μαίου – σχεδόν τη μισή εκλογική του βάση (48%) – που θα στηρίξουν τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα, που υπόσχεται τη σύγκρουση με το Μνημόνιο και την ανατροπή της

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;