16.4 C
Athens
Πέμπτη, 2 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣH Πανδημία, ο κεϋνσιανισμός και η Λερναία Ύδρα

H Πανδημία, ο κεϋνσιανισμός και η Λερναία Ύδρα

φωτο@Francisco de Zurbarán, Ηρακλής και Λερναία Ύδρα, 1634, Μαδρίτη, Μουσείο του Πράδο

Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γιώργος Κουτσαντώνης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης

respublica.gr

 

Βιώνουμε εποχές όπου η παρατεταμένη κρίση μοιάζει με Λερναία Ύδρα και κανείς δεν γνωρίζει πώς κι αν ο σύγχρονος άνθρωπος θα καταφέρει, ως άλλος τεχνοκράτης Ηρακλής, να θάψει το «αθάνατο κεφάλι» της, ώστε να σταματήσει την αναπαραγωγή της. H πανδημία του κορωνοϊού ήρθε να κάνει τον άθλο ακόμη πιο δύσκολο φέροντας δραματικές αλλαγές σε πλανητικό επίπεδο. Σε σχόλιό του Α. Παπαχελάς[1] γράφει πολύ εύστοχα: «Μπαίνουμε σε αχαρτογράφητα νερά εδώ και έξω […] με βάση ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλ. Γιατί, μην έχετε καμία αμφιβολία, κάτι τέτοιο θα χρειαστεί». Αυτή η διαπίστωση, περί της ανάγκης ενός Σχεδίου Μάρσαλ, κατά τη γνώμη μας λέει την αλήθεια, όμως χρειάζεται επεξηγήσεις, διότι σε σχέση με την μεταπολεμική εποχή τα δεδομένα σήμερα είναι πολύ διαφορετικά.

Το Σχέδιο Μάρσαλ

Η ιστορία[2] διδάσκει ότι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (Β’ΠΠ) -με γνώμονα την αποτροπή μιας ενδεχόμενης παγκόσμιας επικράτησης του σοβιετικού μοντέλου- η εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α υπήρξε καθοριστική. Η βασική επιδίωξη του Thomas Woodrow Wilson (κατά τη διάρκεια της δεύτερης δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα), να καταστήσει τις Η.Π.Α κυρίαρχη δύναμη στο παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό, έγινε πραγματικότητα αμέσως μετά τη λήξη του Β’ΠΠ, όπου ένα γιγάντιο πακέτο οικονομικής ενίσχυσης (Σχέδιο Μάρσαλ) των οικονομικά και κοινωνικά καταπονημένων κρατών της ευρωπαϊκής ηπείρου θα επέτρεπε, σύμφωνα με τον Αμερικανό διπλωμάτη Τζορτζ Κίναν, την αναχαίτιση των επεκτατικών ορέξεων του σοβιετικού καθεστώτος. Για τους νικητές του πολέμου, πλην ΕΣΣΔ, αυτό το σχέδιο ήταν μια ιστορία επιτυχίας: η ρεαλιστική γενναιοδωρία των Η.Π.Α όχι μόνο βοήθησε τα κράτη της Δύσης, αλλά και τα προστάτεψε από τον κομμουνισμό. Για τους αναθεωρητές αντιθέτως, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1970, το κολοσσιαίο αυτό πλάνο ήταν στην πραγματικότητα μια προσπάθεια οικονομικού ιμπεριαλισμού και ελέγχου της Δυτικής Ευρώπης, ως απάντηση στους Σοβιετικούς που είχαν υπό τον έλεγχό τους την Ανατολική. Πολύ αδρομερώς αυτά συνέβησαν τότε. Κατά τη γνώμη μας, εκείνα τα μέτρα οικονομικής ενίσχυσης, ενώ συνέβαλαν στην ήττα του κομμουνισμού, δεν ήταν αυτά που καθόρισαν τη μοίρα του σοβιετικού μοντέλου/πειράματος – το οποίο, εξαιτίας σοβαρών εγγενών αδυναμιών και στρεβλοτήτων (θεωρητικών και μη), ήταν καταδικασμένο να αποτύχει τραγικά και εκ των έσω -πράγμα που αποδείχτηκε στη συνέχεια περισσότερες από μια φορές καί σε άλλες χώρες. Το Σχέδιο Μάρσαλ ωστόσο διαμόρφωσε μια βάση για τον μεταπολεμικό δυτικοευρωπαϊκό κόσμο που, κυρίως μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, τοποθέτησε την Γερμανία στη θέση κεντρικού οικονομικού και αργότερα πολιτικού ρυθμιστή στην Ευρώπη. Θέση από την οποία η Γερμανία ακόμη συνεχίζει, έστω και πιο αδύναμα, να ηγεμονεύει στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).

Ένα σχέδιο Post-Covid

Στο σημείο αυτό θα συνδυάσουμε δύο επίπεδα ανάλυσης: ένα θεωρητικό (βουλητική κατεύθυνση) και ένα ενδεχομενικό (πιθανολογική κατεύθυνση υπό προϋποθέσεις). Με άλλα λόγια θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε ταυτοχρόνως όσα θα θέλαμε και νομίζουμε ωφέλιμα για τον μέσο άνθρωπο, με εκείνα που θεωρούμε ότι ενδέχεται να συμβούν αναζητώντας, όπου υπάρχουν, ταυτίσεις μεταξύ βούλησης και ενδεχόμενου.

Τη στιγμή που γράφεται αυτή η εργασία, ουδείς γνωρίζει πότε ακριβώς η ανθρωπότητα θα καταφέρει να περάσει και αυτή την τεράστια δοκιμασία. Άγνωστο πόσα θύματα θα αφήσει πίσω της η λοίμωξη και πόσο θα πληγούν οι διαφορετικές οικονομίες και οι κοινωνίες του κόσμου. Κάποιοι μιλούν για μια de facto παρακμή και οικονομικό αρμαγεδδώνα· όλοι συμφωνούν στο ότι τα πλήγματα θα είναι πολλαπλά και, επομένως, για να επουλωθούν θα πρέπει να ληφθούν δραστικά μέτρα. Για εμάς, με γνώμονα τη βουλητική κατεύθυνση, λήψη δραστικών μέτρων, σε ό,τι αφορά στην αναμενόμενη τεράστια Post-Covid οικονομική ύφεση, σημαίνει δύο πράγματα: α) ανατρέχω στον Τζων Μέυναρντ Κέυνς[3] (σχολή του Cambridge) και β) απορρίπτω νεοκλασικές και νεοφιλελεύθερες οικονομικές σχολές. Για τον Κέυνς σε περίοδο ύφεσης το αντίδοτο, έστω βραχυπρόθεσμα, είναι η άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, που θα περιλαμβάνει μεγάλες δημόσιες δαπάνες, οι οποίες θα τονώσουν τη ζήτηση και θα βοηθήσουν μια ασθμαίνουσα οικονομία να ανακάμψει.

Τα προηγούμενα προϋποθέτουν ένα παρεμβατικό και ρυθμιστικό κράτος, που θα θέτει τα όρια (με πολιτικές οικονομικού προστατευτισμού, εκτός των άλλων) στην απελευθερωμένη, απορρυθμισμένη και ανεξέλεγκτη οικονομία των αγορών. Βέβαια τα περισσότερα κράτη έχουν χρέος το οποίο κατά τα φαινόμενα θα διογκωθεί δεδομένης της επερχόμενης μεγάλης ύφεσης. Επομένως πιστεύουμε ότι σύντομα θα ανοίξουν συζητήσεις και για την ανάγκη κουρέματος χρεών. Κάτι τέτοιο δεν μοιάζει διόλου απίθανο εάν λ.χ. υπολογίσει κανείς το τεράστιο εξωτερικό χρέος της Ιταλίας, το οποίο για να καταστεί βιώσιμο έπειτα από μια περίοδο ολικής οικονομικής κατάρρευσης, θα χρειαστεί να κουρευτεί. Σε κάθε περίπτωση μετά την πανδημία καθετί (εταιρεία, τράπεζα, οργανισμός, βιομηχανία, κ.ο.κ.) που θα χρεοκοπεί θα πρέπει να περνάει άμεσα στο δημόσιο και οι ιδιοκτήτες του είτε να γίνονται, υπό όρους, διευθυντές και διοικητικά στελέχη, είτε να συνταξιοδοτούνται. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ιταλία ήδη ακούγονται φωνές για κρατικοποίηση της Alitalia[4], ενώ στην Βρετανία έχουν ήδη ξεκινήσει κρατικοποιήσεις των σιδηροδρόμων.

Η ιστορία διδάσκει ότι, αν κατά τη διάρκεια μεγάλων κοινωνικών μεταλλαγών, οι προνομιούχες οικονομικά και κοινωνικά τάξεις δεν επωμιστούν έγκαιρα και δίκαια το μερίδιο του κόστους που τους αναλογεί, σύντομα θα πληρώσουν ολόκληρο το κόστος κάτω από εξαιρετικά δυσάρεστες συνθήκες (A. Toffler, Το Τρίτο Κύμα 1982).

Σε γενικές γραμμές, όπως αναφέρει ο Κέυνς στο The Economic Consequence of the Peace, η ελεύθερη αγορά αποτελεί βασικό πυλώνα κοινωνικής ευημερίας, αλλά -σε αντίθεση με τους οικονομολόγους της Σχολής του Σικάγο- ο ίδιος αναγνωρίζει την ανάγκη στοχευμένου και σταθμισμένου οικονομικού παρεμβατισμού, ώστε να περιορίζονται οι τοξικές τάσεις του καπιταλισμού ο οποίος ρέπει στην ασυδοσία. Αναμφισβήτητα τη στιγμή που μιλάμε για δημοκρατική αναγέννηση θα θέλαμε τους όποιους περιορισμούς, σε συνεργασία με τους ειδικούς, να τους θέτουν οι ίδιοι οι πολίτες, με ρητή εντολή τους και με την διενέργεια δημοψηφισμάτων τα οποία θα καθορίζουν ποιά μέτρα και ποιές πολιτικές προστασίας θα πρέπει να υλοποιηθούν. Ωστόσο, για την ώρα, από τη σκέψη του Κέυνς, αποκομίζουμε την ιδέα ότι η ελεύθερη οικονομία δεν πρέπει να αφήνεται ανεξέλεγκτη. Παρότι ο Κέυνς δεν ήταν διόλου ενάντια στην ιδέα της προόδου, κάθε άλλο θα λέγαμε, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τις θετικές συνέπειες (κατά τον William James) του κεϋνσιανού έργου για αυτό που πασχίζουμε, δηλαδή την κατανόηση ότι τα όρια είναι αναγκαία, κοινώς υπάρχει ανάγκη χαλιναγώγησης της προόδου. Τα προηγούμενα συνεπάγονται και επιστροφή σε έναν πιο «συντηρητικό» τρόπο ζωής, στην επανεκτίμηση ορισμένων θεσμών, όπως η οικογένεια, το έθνος και οι παραδόσεις, που είναι απαραίτητοι για μια δημοκρατική αναγέννηση, διότι οι παραδόσεις δημιουργούν ένα πλέγμα ενότητας των ανθρώπων και ελαχιστοποιούν την αυθαιρεσία του κράτους Λεβιάθαν, όπως αναφέρει ο Patrick Deneen. Επίσης δίχως την έννοια του έθνους και χωρίς έναν αποφασιστικό περιορισμό των μεταναστευτικών ροών, βάσει ποσοστώσεων, είναι αδύνατο να συσταθεί και να λειτουργήσει μια κεϋνσιανού τύπου πρόνοια προς τους πολίτες. Αυτό γιατί υπό συνθήκες ανοιχτών συνόρων, οι φορείς διανομής και αναδιανομής καλούνται να συντηρούν όλο και περισσότερους νέους πληθυσμούς, με αποτέλεσμα οποιοδήποτε σύστημα πρόνοιας, ανεξάρτητα από την ευρωστία του, αργά ή γρήγορα να καταρρεύσει.

H κεϋνσιανή σκέψη δεν είναι μια έτοιμη συνταγή, γενικής ισχύος, όμοια για όλες τις χώρες, ωστόσο μπορεί να αποτελέσει σημαντική βάση για καθεμιά χώρα ανάλογα με τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητές της. Ας έχουμε κατά νου πως και στην περίπτωση όπου δεν επαληθευτούν οι πλέον δυσοίωνες οικονομικές προβλέψεις, τότε η επιστροφή σε αυστηρά εθνικές πολιτικές θα είναι μονόδρομος. Ακόμα και στο ενδεχόμενο ενός «καλού σεναρίου», οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ χωρών όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία και η Βρετανία, θα κληθούν να αντιμετωπίσουν μη διαχειρίσιμα επίπεδα ανεργίας, εφόσον οι θέσεις εργασίας που χάθηκαν από τις πρώτες μέρες που ξέσπασε η κρίση μέχρι και σήμερα ήδη ανέρχονται σε χιλιάδες, και πιθανότατα να ανέλθουν σε εκατομμύρια, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακραίες κοινωνικές ταραχές με τη μορφή εξεγέρσεων – ταραχές που οι ίδιες οι ελίτ δεν θα ήθελαν με τίποτα εφόσον θα βρεθούν στο στόχαστρο της κοινωνικής κατακραυγής, ενώ ταυτόχρονα οι κρατικοί μηχανισμοί δεν θα είναι σε θέση να περιορίσουν τα εξαγριωμένα πλήθη. Οπωσδήποτε μπροστά μας βρίσκεται μια παράταση της μη κανονικότητας· κανένα μοντέλο, καμία στατιστική μέθοδος και καμία θεωρία δε δύναται να προβλέψει το κοινωνικό μέλλον με ακρίβεια – ή έστω σε μεγάλο βαθμό. Μετά την επέλαση της επιδημίας, ακόμα και τα μικρά ποσοστά προβλεψιμότητας εκμηδενίζονται λόγω των νέων χαοτικών συνθηκών που επιφέρει η μη κανονικότητα, η καραντίνα και τα μέτρα έκτακτης ανάγκης.

Επιπλέον, η κανονικότητα σε πλανητικό επίπεδο -σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και ελεύθερων αγορών- στο παρελθόν ταυτιζόταν με μια pax americana, δηλαδή αμερικανική ηγεμονία στη Δύση. Ηγεμονία που όταν κρίνει ότι αυτό χρειάζεται -για την ομαλή λειτουργία του πλανητικού μοντέλου- επεμβαίνει, στηρίζει και ρυθμίζει, κάθε ζήτημα ανά το κόσμο. Όμως αυτού του είδους η «κανονικότητα» έχει παρέλθει εδώ και χρόνια και όχι φυσικά εξαιτίας της επιδημίας. Ο πάλαι ποτέ διπολικός κόσμος (USA – USSR) έχει δώσει τη θέση του σε έναν πολυπολικό που κινείται από τις αγορές, τους πολυεθνικούς κολοσσούς και τα τεράστια κεφάλαια των αραβικών εμιράτων, με τα οποία Άραβες αγοράζουν ακατάπαυστα ακίνητα και επιχειρήσεις στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Δύσης (στο Λονδίνο, στο Παρίσι και αλλού). Σήμερα έχουμε νέους πρωταγωνιστές, όπως η Κίνα, η Ρωσία, η Βραζιλία, η Ινδία, η Τουρκία κ.ά. Επιπλέον η Γερμανία, εδώ και καιρό, σε ρόλο ευρωπαίου «χωροδεσπότη» απομακρύνεται από την αμερικανική επιρροή (όπως και η Ιταλία), ενώ η Γαλλία παραμένει απλός κομπάρσος. Βέβαια πρέπει να αναφερθεί ότι η γαλλική στάση τον τελευταίο καιρό δείχνει να αλλάζει: πράγματι ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν, σε συντηρητική στροφή, έχει ήδη αρχίσει να μιλάει για μια κυρίαρχη Γαλλία που θα είναι υπεύθυνη για το πεπρωμένο της.

Με δεδομένα όλα τα προηγούμενα, κάποιοι σήμερα κατηγορούν τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ για την ανάλγητη στάση του απέναντι στην Ευρώπη και μάλιστα αντιπαραθέτουν την Κίνα και την Ρωσία που είναι πρόθυμες να βοηθήσουν, π.χ. την Ιταλία, με την προμήθεια ιατροτεχνολογικού υλικού -βοήθεια που αρνήθηκαν άλλες ευρωπαϊκές χώρες που είναι μάλιστα μέλη της ΕΕ. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Τραμπ εκλέχθηκε με το σύνθημα “America First” το οποίο σε επίπεδο πολιτικών μεταφράζεται ως εξής: η κυβέρνηση περιορίζει ή σταματάει να χώνει τη μύτη των Η.Π.Α αριστερά και δεξιά και αρχίζει να ασχολείται με εγχώρια ζητήματα, δηλαδή με τα προβλήματα των πολιτών, όπως η ανεργία. Με άλλα λόγια δείχνει να ακολουθεί την εντολή που της έχει δοθεί από το εκλογικό σώμα. Άλλωστε κάπως έτσι λειτουργούσε η Αμερική, των δημοκρατικών παραδόσεων, πριν τον Wilson. Διότι μια κυβέρνηση, όσο κι αν θεωρείται αντιπαθητικός ο επικεφαλής της, για να νομιμοποιείται δημοκρατικά να ασκεί την εξουσία της πρέπει να έχει μια εκλογική βάση. Η βούληση αυτής της εκλογικής βάσης είναι μια ουσιαστική συνθήκη και ο ρόλος της δεν μπορεί να είναι τυπικός. Προς επίρρωση αυτής της αλήθειας, είδαμε ότι οι πύρινοι λόγοι των πολύχρωμων φεστιβιστών, των πολιτευτών της ταυτότητας, των κοινωνικών οικολόγων, σύσσωμου σχεδόν του αμερικανικού star system και μιντιακού κόσμου, των δικαιωματιστών και των υπέρμαχων των ανοιχτών συνόρων (αλλά και των απανταχού στρατιωτικών επεμβάσεων), δεν άρκεσαν στους Δημοκρατικούς ώστε να νομιμοποιήσουν το «δικαίωμά» τους να ηγεμονεύουν την υφήλιο. Ασφαλώς όπως κάθε άλλος πολιτικός ηγέτης στον πλανήτη Γη, έτσι και ο Τραμπ, θα δοκιμαστεί από την πανδημία και τους συσχετισμούς ισχύος που αλλάζουν συθέμελα και τελικά θα κριθεί από τους Αμερικανούς πολίτες.

Δυσανάλογες συνέπειες και συνυπευθυνότητα

Σίγουρα δεν θα πληγούν στον ίδιο βαθμό όλες οι χώρες. Κάποιες ενδεχομένως θα κινδυνέψουν με ολική κατάρρευση. Μια από αυτές ίσως είναι η Ιταλία εφόσον η βαριά βιομηχανία της έχει ήδη πληγεί πολύ σοβαρά από την κρίση του 2009, κατάσταση που χειροτερεύει δραματικά με την πανδημία. Το ίδιο, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να ισχύσει και για την Ελλάδα, με τον ελληνικό τουρισμό που όπως όλα δείχνουν θα πληγεί ανεπανόρθωτα για το έτος 2020, ενδεχομένως και για το 2021. Ήδη οίκοι αξιολόγησης, όπως η Goldman Sachs, προβλέπουν σημαντική μείωση της κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών για την περίοδο 2021-2023. Για την ελληνική περίπτωση, γράφουμε υπό προϋποθέσεις διότι το βάθος της ύφεσης συνδέεται και με το πόσο αποτελεσματικά θα καταφέρουμε, στο μέτρο του εφικτού, να περιορίσουμε στη χώρα μας την εξάπλωση της πανδημίας. Στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό διότι όσο μεγαλύτερος είναι αυτός ο περιορισμός, τόσο περισσότερο θα αντέξει το ελληνικό Σύστημα Υγείας και τόσο λιγότερο θα πληγεί η μεταποίηση, το λιανεμπόριο και η εσωτερική εφοδιαστική αλυσίδα. Δυστυχώς σε αντίθεση με χώρες που διαθέτουν εύρωστη παραγωγή, και μπορούν να ασκήσουν δημοσιονομικές πολιτικές, πέρα από τον τουρισμό και κάποιες εξαγωγές αγροτικών κυρίως προϊόντων, η χώρα μας είναι παραγωγικά αδύναμη. Στην Ελλάδα εκτός από δημόσιες επενδύσεις, ισχυρές πολιτικές πρόνοιας και κρατικό παρεμβατισμό θα χρειαστεί να αλλάξουν άρδην και εκείνες οι λογικές της ιδιωτικής πρωτοβουλίας που επιθυμεί το μέγιστο δυνατό κέρδος στον ελάχιστο χρόνο και με το μικρότερο ρίσκο. Λογικές, κυρίως μεταπρατικές, που αποδείχτηκε ότι δεν ωφελούν εκείνους τους παραγωγικούς τομείς που κάνουν μια οικονομία εύρωστη και ανθεκτική στα χτυπήματα. Θα χρειαστεί μια παραγωγική μετάλλαξη – ένα όραμα – που για καταστεί δυνατή, όπως έχουμε τονίσει πολλές φορές, είναι απαραίτητη μια πνευματική και δημοκρατική αναγέννηση – ώστε η χώρα μας να ορθοποδήσει και να αντέχει στις κρίσεις που μοιάζει να μην έχουν τελειωμό.

Αντιθέτως κάποιες άλλες χώρες, όπως πιθανότατα η Κίνα, ίσως βρεθούν λιγότερο λαβωμένες. Ειδικότερα η Κίνα, της οποίας το μοντέλο είναι συγκεντρωτικό και αυταρχικά ελεγχόμενο -με περιορισμένη λογοδοσία και χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση, δηλαδή δεσποτικό – μπορεί ως κράτος να αποδειχθεί πιο έτοιμο και πιο ανθεκτικό στους παγκόσμιους κραδασμούς – το ίδιο βέβαια δεν είμαστε καθόλου σίγουροι πως θα ισχύσει και για τους Κινέζους. Σε κάθε περίπτωση, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά, τα νερά είναι πράγματι αχαρτογράφητα. Πολλά επίσης ίσως εξαρτηθούν από την στάση του υπόλοιπου κόσμου απέναντι στο κινεζικό καθεστώς. Κατά τα φαινόμενα η Κίνα φέρει ευθύνη για την μαζική απώλεια ανθρώπινων ζωών και επομένως για την παγκόσμια οικονομική ύφεση που θα προκύψει. Πέρα από την υπόθεση ότι ιός είναι προϊόν πειραματισμού[5], η κινεζική κυβέρνηση ενδέχεται να υπήρξε υπεύθυνη για την εξάπλωση του πρωτογενή ιικού πυρήνα και την εξέλιξη της επιδημίας σε πανδημία: δημοσιεύματα του ξένου τύπου υποστηρίζουν ότι α) συγκάλυψε το γεγονός της διασποράς της νόσου από τις πρώτες μάλιστα ημέρες, είτε κρύβοντας στοιχεία αναφορικά με τη σοβαρότητα της νόσου (ιδίως σε ό,τι αφορά στα πραγματικά στατιστικά νούμερα), είτε φιμώνοντας Κινέζους ιατρούς και μεμονωμένα άτομα που προσπάθησαν να καταγγείλουν τις πρακτικές του καθεστώτος[6]. Επιπλέον, μπορεί η Κινεζική κυβέρνηση να παραπλάνησε τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) με λανθασμένα στοιχεία που αφορούσαν στον αριθμό κρουσμάτων και θανάτων[7], ενώ δεν περιόρισε το πρόβλημα εντός της κινεζικής επικράτειας σφραγίζοντας άμεσα τα σύνορά της[8]. Τελευταία μάλιστα η κινεζική ηγεσία κατηγορεί τον υπόλοιπο κόσμο ότι «εξάγει» τον Covid 19 στην Κίνα[9]. Για κάποιους τα ρεπορτάζ και οι αναλύσεις, που στοχοποιούν την Κίνα ως βασικό υπεύθυνο, απλώς αναζητούν το εξιλαστήριο θύμα ή ενδέχεται να είναι κατευθυνόμενα. Επομένως όλο αυτό το κατηγορητήριο θα πρέπει στηριχθεί με αδιάσειστα στοιχεία, αν ποτέ αυτό καταστεί δυνατό. Η δική μας δεν είναι μια γενική «καταγγελία» κατά των αποφασισμένων και γενναίων Κινέζων (απλών ανθρώπων, ιατρών και λοιπών επιστημόνων) που αγωνίστηκαν για να αντιμετωπιστεί η πανδημία, αλλά μια μομφή κατά του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ) το οποίο δεν θεωρούμε καθόλου απίθανο -επιδεικνύοντας εγκληματική αμέλεια και ανευθυνότητα- να παραπλάνησε και να απέκρυψε στοιχεία στην προσπάθειά του να προστατέψει την κινεζική εξαγωγική υπερδύναμη, βλάπτοντας έτσι σοβαρά καί τον μέσο Κινέζο αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο.

Όσα προαναφέρθηκαν, δεν μειώνουν ποσώς τις ευθύνες των δυτικών ηγεσιών, ούτε δικαιολογούν τη στάση που κράτησαν τόσο οι ίδιες, όσο κι εμείς ως πολίτες, χάνοντας πολύτιμο χρόνο, ενώ θα έπρεπε να είχαν ληφθεί δραστικά μέτρα προστασίας ήδη από τις αρχές του Γενάρη, ακυρώνοντας πτήσεις από και προς την Κίνα (όπως πολύ σωστά έπραξε η Ρωσική κυβέρνηση[10]) και σφραγίζοντας τα σύνορα για τουλάχιστον τρεις μήνες. Μέσα σε όλα, η ψευδαίσθηση της «προόδου», της ιδέας ότι ο δυτικός κόσμος είναι παντοδύναμος και οι επιδημίες δεν τον πτοούν, καθώς «όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν» ή όπως υπαινίσσονται διάφορα ρατσιστικά στερεότυπα, «αυτά συμβαίνουν μόνο στον τρίτο κόσμο», έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην αφοβία και τον εφησυχασμό, πράγμα που στέρησε πολύτιμο χρόνο για δράση, όταν το φαινόμενο ήταν ήδη στην αρχική του μορφή[11]. Δίχως αμφιβολία οι δυτικές κοινωνίες έχουν ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων τους, ιδίως από το 1950 και έπειτα. Ο δυτικός κόσμος κατάφερε μια μεγάλη νίκη απέναντι σε τέτοιου είδους προκλήσεις (λοιμούς και μαζική εξαθλίωση). Κάτι τέτοιο όμως δεν τον καθιστά άτρωτο και παντοδύναμο. Θα χρειαστεί, συνεπώς, να αποβάλλουμε την αλαζονική λογική του οπτιμισμού, που μας οδηγεί σε εφησυχασμό και κυρίως πρέπει να βάλουμε την οικονομία στην θέση που της αξίζει. Διότι όπως το κινεζικό καθεστώς, στις απαρχές της επιδημίας, πιθανότατα για να προστατέψει την εξαγωγική οικονομία της Κίνας χειρίστηκε ανεύθυνα τη διασπορά του Covid 19 στο αρχικό στάδιο, έτσι και οι χώρες του δυτικού κόσμου για τους ίδιους, πάνω κάτω, λόγους επέδειξαν αυτοκαταστροφική ανωριμότητα και ατολμία, ακόμα και όταν το ίδιο το Κινεζικό καθεστώς -προφανώς όταν είδε ότι η κατάσταση τέθηκε εκτός ελέγχου και τίποτα πλέον δεν μπορούσε να συγκαλύψει το πρόβλημα- άρχισε να στέλνει σαφείς προειδοποιήσεις αναφορικά με την επικινδυνότητα της εξάπλωσης της νόσου[12]. Στάσεις, κατώτερες των περιστάσεων, που επέτρεψαν σε μια λοίμωξη η οποία αρχικά ήταν γεωγραφικά περιορισμένη να εξαπλωθεί σε όλο τον πλανήτη.

Γκρόσο μόντο, καλούμαστε επομένως να αναγνωρίσουμε την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και την ευαλωτότητα του ανθρώπου, την οποία ουδέποτε θα καταφέρουμε να υπερνικήσουμε απόλυτα. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα σύγχυσης και φόβου, αρκετοί συμπολίτες μας ενστερνίζονται αβάσιμες υποθέσεις, ότι δήθεν η διασπορά του ιού είναι αποτέλεσμα κάποιου βιολογικού πολέμου, πως όλα εξυπηρετούν κάποιο κρυφό σχέδιο εναντίον της ανθρωπότητας. Φρονούμε πως τέτοιου είδους προσεγγίσεις είναι επικίνδυνες καθώς το μόνο που καταφέρνουν είναι να μας οδηγούν σε εύπεπτα και μη αντικειμενικά συμπεράσματα που κατά βάση ικανοποιούν τον φόβο και την οργή μας, στην εύκολη αναζήτηση μιας απάντησης σε ένα τόσο πολύπλοκο και δυσεπίλυτο πρόβλημα. Πάνω από όλα, οι συνωμοσιολογικές εκτιμήσεις επισκιάζουν την ιδέα της ανθρώπινης ευαλωτότητας, το γεγονός ότι ο άνθρωπος συχνά είναι έρμαιο αρνητικών συνθηκών που δεν μπορούν να προβλεφθούν και να ελεγχθούν (συνθήκες που ο Μακιαβέλλι αποκαλούσε fortuna).Έτσι, αντί να πιστεύουμε ότι ο κόσμος είναι ένα καλοκουρδισμένο ρολόι, και ό,τι συμβαίνει γύρω μας είναι αποτέλεσμα κάποιου κρυφού σχεδίου μαζικής εξαπάτησης και ελέγχου, θα ήταν προτιμότερο να αποδεχτούμε -όσο δύσκολο και αν είναι αυτό- την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως μας διδάσκει τόσο η αρχαία ελληνική, όσο και τμήμα της χριστιανικής σκέψης.

Την ίδια στιγμή, δεν λείπουν και φωνές που κάνουν λόγο για καταστρατήγηση των ατομικών δικαιωμάτων, για καθεστώς εξαίρεσης, μικροαστισμό[13] και ολοκληρωτισμό. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, ως προς αυτό, ότι το κράτος έκτακτης ανάγκης, ιδίως αυτό που επιβάλλεται σήμερα λόγω της καραντίνας, δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον ολοκληρωτισμό, ούτε με την απολυταρχία. Αποτελεί βασικό πυλώνα κάθε φιλελεύθερου καθεστώτος να μπορεί, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, να περιορίζει κάποια ατομικά δικαιώματα ώστε να προστατεύσει τα συλλογικά. Από την άλλη, ο Ιταλός φιλόσοφος Giorgio Agamben έχει πολλές φορές μιλήσει για τον κίνδυνο ένα κράτος έκτακτης ανάγκης να μετατραπεί σε κράτος εξαίρεσης, οδηγώντας στον ολοκληρωτισμό. Φρονούμε πως μια τέτοια προσέγγιση, που βρίθει από νομικισμό, κρίνει δηλαδή την πιθανή έκβαση μιας κατάστασης βάσει του γράμματος του νόμου, δεν αναγνωρίζει καν τα ποιοτικά στοιχεία ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος που οφείλουμε να εκτιμήσουμε στην προσπάθειά μας να καταλάβουμε πώς λειτουργεί ο ολοκληρωτισμός. Όπως ορθά μας έχει διδάξει η Hannah Arendt, ένα ολοκληρωτικό καθεστώς δεν είναι απλά μια γραφειοκρατική υπόθεση. Προϋποθέτει δηλαδή τουλάχιστον τα εξής: α) πίστη σε μια ιδεολογία η οποία υπόσχεται μια νέα ανθρωπότητα και όχι απλά μια κοινωνική αλλαγή και β) απόλυτη παραβίαση σε σημείο κατάλυσης της ιδιωτικής σφαίρας από τη δημόσια/κοινωνική σφαίρα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συναντά κανείς καμία ιδεολογία πίσω από τα μέτρα, παρά μια σειρά από προσωρινές ρυθμίσεις που στόχο έχουν την προστασία της κοινωνίας από μια φονική πανδημία. Με άλλα λόγια, αντί να εισβάλει η δημόσια/κοινωνική σφαίρα στην ατομική σφαίρα -καταλύοντας έτσι κάθε ιδιωτικότητα- η προτροπή του «μένουμε σπίτι» αποσκοπεί ακριβώς στην απομάκρυνση των πολιτών, για ένα χρονικό διάστημα, από τη δημόσια σφαίρα, περιορίζοντάς μας στην ιδιωτική. Αναφέρουμε τα παραπάνω διότι είναι άλλη υπόθεση, επιστημονικού και δημοκρατικού διαλόγου, να αμφισβητούνται από κάποιους τα περιοριστικά μέτρα, ως υπερβολικά. λανθασμένα και βλαπτικά για την οικονομία, και άλλη να εγείρονται ανόητες υποθέσεις περί επερχόμενου ολοκληρωτισμού.

Ο φόβος του θανάτου και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης

Οι αναφορές μας στην πιθανή ευθύνη της Κίνας, αλλά και στην ανευθυνότητα των δυτικών φορέων άσκησης εξουσίας, δεν πρέπει να εκληφθούν ως αφορμή να σχηματιστούν κατηγορητήρια, ειδικά σε μια τόσο δύσκολη στιγμή. Όμως το μάθημα που παίρνουμε, σε εθνικό επίπεδο, από τα γεγονότα αυτά είναι ξεκάθαρο: θα χρειαστεί να επανεξετάσουμε τις χώρες με τις οποίες συνεργαζόμαστε και τους όρους με τους οποίους συνάπτουμε συμφωνίες. Να αναρωτηθούμε, επίσης, κατά πόσο μπορούμε να εμπιστευόμαστε απολυταρχικά και αδιαφανή καθεστώτα, που δεν λογοδοτούν ούτε καν στον ίδιο τον λαό που υποτίθεται αντιπροσωπεύουν. Επίσης καλούμαστε, σε ατομικό επίπεδο, να επανεκτιμήσουμε τη αξία της μικροαστικής προσκόλλησης στο εργασιακό ήθος, καθώς είναι η μόνη οδός για να πετύχουν τα έθνη-κράτη πραγματική επανεκκίνηση της παραγωγής σε εθνικό/τοπικό επίπεδο. Να επανακτήσουμε τη μεσαία παραγωγή και την κατασκευή -που είναι η ραχοκοκαλιά της οικονομικής αυτοδυναμίας και ανεξαρτησίας- που σήμερα αναλαμβάνουν άλλες χώρες, όπως η Κίνα και η Ινδία. Επιπλέον, θα το επαναλάβουμε: πρέπει να αποβάλλουμε τη νοοτροπία του οπτιμισμού, την επίμονη άρνησή μας να αναγνωρίσουμε την τραγικότητα και την ευαλωτότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και επομένως τη εφησυχασμού που καλλιεργεί η οπτιμιστική κοσμοαντίληψη. Τέλος καλούμαστε να δαμάσουμε τον ακραίο εγωκεντρισμό, την άρνησή μας, ήτοι, να θυσιάσουμε ατομικές επιδιώξεις προκειμένου να σωθούν ζωές. Ταυτόχρονα, θεωρούμε αναγκαία, αλλά και πιθανή τη στροφή των κοινωνιών προς έναν μετριοπαθή και ευπρεπή συντηρητισμό, διότι οι δυτικές κοινωνίες, μετά από αυτό το ξαφνικό χτύπημα του κορωνοϊού, κατά πάσα πιθανότητα, θα κληθούν από μόνες τους να επανακαθορίσουν τα όρια, να θέσουν μια κόκκινη γραμμή στις ελεύθερες μετακινήσεις κεφαλαίου και ανθρώπων, στην ασυδοσία των αγορών αλλά και στον μηδενιστικό πολιτισμό που συχνά πυκνά αποκαλούμε «μεταμοντέρνα πραγματικότητα». Ήδη σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, η εργαλειακή χρήση μεταναστών από τη μεριά της Τουρκίας, ως ανθρώπινες ασπίδες για εισβολή στον Έβρο, υπήρξε καθοριστική προκειμένου να καταρρεύσει σαν πύργος στην άμμο το αφήγημα των ανοιχτών συνόρων.

Οι πρωτόγνωρες και ακραίες συνθήκες που θα ζήσουν οι κοινωνίες την επόμενη περίοδο και κυρίως ο φόβος του θανάτου από τον ιό θα ξυπνήσει, αργά και σταθερά, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και του μέτρου. Και όπως ακριβώς ξυπνά το ένστικτο της βιολογικής αυτοσυντήρησης, έτσι ξυπνά και αυτό της πολιτισμικής ή ακόμα και της εθνικής στα κοινωνικά άτομα. Άλλωστε, μια οικονομία βασισμένη σε κεϋνσιανά πρότυπα είναι αδύνατο να λειτουργήσει εντός μιας αχαλιναγώγητης παγκοσμιοκρατίας, δίχως τη συντήρηση τοπικών, ή έστω εθνοκρατικών, θεσμών ικανών να ελέγχουν τη ρευστότητα με τέτοιο τρόπο ώστε η τοξικότητα των αγορών να μην πλήττει τις πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Ταυτόχρονα, ο ρόλος, και ίσως η ύπαρξη, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων υπερεθνικών οργανισμών θα καταστεί αντικείμενο μελλοντικών συζητήσεων. Η αντι-δημοκρατικότητα, η ανικανότητα και η αδιαφάνεια της ίδιας της ΕΕ είναι που δείχνει την ανάγκη επιστροφής σε ένα μοντέλο έθνους-κράτους. Στη δεδομένη στιγμή, ο φιλελευθερισμός, ως πρότυπο Διεθνών Σχέσεων, φαίνεται ανίκανος να δώσει απαντήσεις μέσα σε μια πραγματική ζούγκλα πολυπολικότητας, με τις ΗΠΑ και τη Γερμανία να έρχονται σε σύγκρουση, ενώ την ίδια στιγμή άλλες ισχυρές δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ρωσία μπαίνουν δυναμικά στο προσκήνιο, με τα μέτωπα τζιχαντισμού (πέμπτος πόλος) να συνεχίζουν την επέλασή τους και με πρωταγωνιστή τη Σαουδική Αραβία να ξεκινάει ένας νέος παγκόσμιος πετρελαϊκός πόλεμος. Κατά τη γνώμη μας, όσο περισσότερο το νεο-ρεαλιστικό μοντέλο διακυβέρνησης αναδύεται και όσο ο φιλελευθερισμός θα υποχωρεί, τόσο θα ξεκαθαρίζει το τοπίο των Διεθνών Σχέσεων.

Αυτό που προκαλεί τρόμο, όταν μας απειλεί άμεσα, προκαλεί δέος, όταν το ατενίζουμε εκ του ασφαλούς. (Immanuel Kant)

H Πανδημία, ο κεϋνσιανισμός και η Λερναία Ύδρα

Joseph Wright of Derby, Αn Experiment on a Bird in an Air Pump, 1768, Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου

Επίλογος

Επί του παρόντος είναι επιστημονικά άδηλος ο χρόνος ανάσχεσης της πανδημίας (φαρμακευτική θεραπεία, εμβολιασμός, εποχικότητα ίωσης, κλπ), κατά συνέπεια άγνωστη είναι και η διάρκεια των μέτρων αποκλεισμού, αλλά και ο βαθμός κατάρρευσης της παγκόσμιας οικονομίας. Πολλοί ειδικοί προειδοποιούν ότι ακόμα και οι πιο ισχυρές δυτικές οικονομίες δεν μπορούν να επιβιώσουν ενός τριμήνου lock-down. Επομένως, σε αυτή την περίπτωση, αναδύεται μια ακόμη, ιδιαίτερα σκληρή και απεχθής, «λύση»: συντεταγμένη επιστροφή

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;