κλέφτικα τραγούδια, ως τη λογοτεχνία του 21ου αιώνα η πορεία των ελληνικής πεζογραφίας και ποίησης είναι
μακρά. Οι τάσεις, τα λογοτεχνικά ρεύματα και οι αναζητήσεις των Ελλήνων λογοτεχνών παρακολουθούνε την
πολυκύμαντη ιστορία της Νεότερης Ελλάδας αλλά και τους προβληματισμούς, τις ευαισθησίες και τα αδιέξοδα
του μοντέρνου ανθρώπου.
Άλλοτε ως σύμβολο κι άλλοτε ως σκηνικό δράσης, άλλοτε ως μεταφορά μιας συναισθηματικής κατάστασης κι
άλλοτε ως φορέας υπέρτατων αξιών, η φύση έχει άπειρες αντανακλάσεις στην νεοελληνική λογοτεχνία.
καίρια στην γένεση μιας νέας επιστήμης, της λαογραφίας. Στην Ελλάδα την επιστήμη αυτή θεμελιώνει ο Ν.Γ.
Πολίτης (1852-1921). Τα δημοτικά τραγούδια, τα παραμύθια, οι ντοπιολαλιές, η λαϊκή τέχνη, όλος ο
παραδοσιακός βίος γίνεται αντικείμενο μελέτης και φορέας αξιών.
καλλιέργησαν αυτό που καλείται, συμβατικά «ηθογραφία». Στο έργο τους εμφανίζονται δυο αντίθετες τάσεις: η
παρουσίαση μιας εξιδανικευμένης ζωής της υπαίθρου με ανάδειξη των στοιχείου του λαϊκού πολιτισμού αλλά και
η απεικόνιση της σκληρής όψης της καθημερινής ζωής στην ελληνική ύπαιθρο. Εκπρόσωποι αυτής της πρώτης
τάσης είναι οι Γεώργιος Δροσίνης, Κώστας Κρυστάλλης, Χρήστος Χρηστοβασίλης και Αργύρης Εφταλιώτης.
Καρκαβίτσας, Κωνσταντίνος Χατζόπουλος και Κωνσταντίνος Θεοτόκης.
φυσιολατρία, η φύση εντάσσεται στον σκοπό της αφήγησης. Στοχασμός, συναίσθημα, ιστορικό και προσωπικό
βίωμα, σύνδεση με το αρχαιοελληνικό παρελθόν ή το Βυζάντιο, ο ταραχώδης πολιτικός βίος και οι περιπέτειες
του Ελληνισμού επηρεάζουν την πρόσληψη και την απόδοση του ελληνικού τοπίου. Το τοπίο αντηχεί το
εσωτερικό τοπίο, φόβους, ελπίδες, ενοράσεις, απογοητεύσεις.
μάτια της ψυχής τους. Μετά τη γενιά του 1880 και την «ηθογραφία»
είναι δύσκολο πια να καταγράψει κανείς μια γενική τάση στην
απόδοση της φύσης. Μας απομένει μια περιήγηση στα ίδια τα
κείμενα για να αντιληφθούμε το πολλαπλό είδωλο της φύσης στη
νεοελληνική λογοτεχνία.
αποκαλυπτικές και μυστικιστικές που επιδρούν καταλυτικά στα δρώντα πρόσωπα. Στο ομώνυμο ποίημα, ο
Κρητικός, ναυαγός πονεμένος, έχοντας χάσει μάνα, πατέρα κι αδέρφια από το χέρι του Αγαρηνού, παραδέρνει
στα κύματα κι αγωνίζεται να σώσει την αγαπημένη του. Η φύση, ως φεγγαρολουσμένη που αναδύεται από τη
θάλασσα, κι ως ένας γλυκύτατος ήχος, αποκαλύπτεται σε μια μαγευτική σκηνή και προσφέρει μια μυσταγωγική
εμπειρία στον Κρητικό. Μετά την εμφάνιση αυτή, ο Κρητικός αλλάζει. Γαληνεύει. Παύει να εχθρεύεται τους
Αγαρηνούς και γίνεται ένας ζητιάνος του κόσμου. Τίμημα, βέβαια, η απώλεια της αγαπημένης:
ενώ κολυμπούσε, η φύση πάλι δρα με τρόπο καταλυτικό στον ψυχισμό του νέου:
Κι η φύσις όλη του γελά και γένεται δική του.
Πριν πάψ’ η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει:
Άστραψε φως κι εγνώρισε ο νιος τον εαυτό του.
(Από τον Πόρφυρα, 1859)
κλίμα της ρομαντικής ποίησης συνθέτοντας εύθυμα τραγούδια της ζωής.
Είναι η εποχή που «η Αθήνα πλημμυρισμένη από την ασταμάτητη
νεροποντή της καθαρευουσιάνικης υστερορομαντικής απαισιοδοξίας
είχε ανάγκη από χάρη, δροσιά κι απλότητα», (Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος
1951). Ο Δροσίνης τραγουδά τον έρωτα, τη ζωή και την ειδυλλιακή
φύση με αίσθημα. Αν και συνήθως τον αντιμετωπίζουμε με μια
συγκατάβαση, φέροντας στο νου το «Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά…»,
έχει συνθέσει και πιο πολυδιάστατες εικόνες της φύσης όπως αυτή:
Του Γενάρη ηλιοβασίλεμα
γαλανό, καθάριο λάμπει,
στολισμένο με τα χρώματα
μιας μαγιάτικης αυγής.
Πρώϊμη Άνοιξη γιορτάζουνε
σ’ άλλους κόσμους άλλοι κάμποι:
τ’ ουρανού τα ρόδα ανθίσανε
πριν ανθίσουνε της γης.
(Από τα Φωτερά Σκοτάδια, 1915)
διάσταση
Ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943) είχε χαιρετήσει την «ειδυλλιακή
αφέλεια» του Δροσίνη ως ανανεωτική, ο ίδιος όμως καταπιάνεται με πολύ μεγαλύτερες ιδέες, την ιδέα της
πατρίδας, της ελληνικής ιστορίας και του πεπρωμένου της φυλής. Έχει όμως και στιγμές «ήσυχες», λιτές, που δεν
τον απασχολούν οι μεγάλες ιδέες αλλά η αλήθεια ενός τοπίου. Στους ακόλουθους στίχους το τοπίο υπαινίσσεται
το ανείπωτο και το ανέκφραστο, αυτό που απασχολεί κάθε καλλιτέχνη:
πρωταρχικά στοιχεία της φύσης: αέρα, γη, νερό, φωτιά, απηχώντας τη θεωρία του Εμπεδοκλή για τα τέσσερα
κοσμογονικά στοιχεία..
ρεματιές, οι χαράδρες, τα υψώματα, η βλάστηση, τα ακρογιάλια, οι απότομοι βράχοι, οι σπηλιές, οι αμμουδιές,
τα λιμανάκια και οι κάβοι δεν συνθέτουν απλώς ένα σκηνικό όπου εκτυλίσσονται τα πάθη των ανθρώπων.
Αλληλεπιδρά η φύση με τους ανθρώπους, συχνά ξυπνά τις αισθήσεις και λειτουργεί ως ένα μεγάλο αντηχείο της
ερωτικής αφύπνισης. Όπως στο Όνειρο στο Κύμα.
Η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωποςήτον το θέρος εκείνο του έτους 187… «Ήμην
ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ’ έβοσκα τας αίγας της Μονής του Ευαγγελισμού εις τα όρη
τα παραθαλάσσια, τα ανερχόμενα αποτόμως δια κρημνώδους ακτής, ύπερθεν του κράτους του Βορρά
και του πελάγους. Όλον το κατάμερον εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο, από τα πλοία τα οποία
κατέπλεον ξάρμενα ή ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας, ήτον ιδικόν μου.
Η πετρώδης, απότομος ακτή μου, η Πλατάνα, Ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς την Καικίαν,
και ητον αναπεπταμένη προς τον Βορράν. Εφαινόμην κ’ εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δυο
τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα εκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ’ αι
αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημά των, με το αιώνιον της πνοής των
φραγγέλιον.
άθελά του γίνεται μάρτυρας της σκηνής:
οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθή
άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως
ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει· έβλεπε κατά τύχην προς το μέρος όπου
ήμην εγώ, κ’ εκινείτο εδώ κ’ εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα. ηξευρε καλως να κολυμβά.
(Από το Όνειρο στο κύμα, 1900)
Ο Άγγελος Σικελιανός (1884-1951) «ζει σε μυστικούς δεσμούς με τον Πάνα», όπως είπε ο ίδιος. Στον
«Αλαφροΐσκιωτο» μια λυρική αυτοβιογραφία του έφηβου ποιητή, φύση και ποιητής έχουν μια μυστική
επικοινωνία.
Βουνά ξεσκάφτει το τσαπί,
χτυπάει το μελισσόχορτο,
αναπηδά το ευώδιασμα
στο λαγαρόν αιθέρα.
Παντού ο λαός και λάτρεψα
και στη λαχτάρα μου είπα:
Βάλε το αυτί στα χώματα.
Και φάνη μου πως η καρδιά
της γης βαριά αντιχτύπα.
Κι έβλεπα πάνω απ’ την κορφή
βαθιά τη πλάση πάσα
τον ουρανόν ανάσαινα
και δεν μου ακούγονταν η ανάσα.
(Από τον Αλαφροΐσκιωτο, 1907)
Άσ’ τη βάρκα…
Ασ’ τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχει,
ας ορίζει τ’ αγέρι, τιμόνι-πανί,
τα φτερά άπλωσε πλέρια, άκρη ο κόσμος δεν έχει,
είναι πιο όμορφοι οι άγνωστοι πάντα γιαλοί,
η ζωή μία δροσιά είναι, ένα κύμα, ας το φέρει
όπου θέλει τ’ αγέρι, όπου ξέρει τ’ αγέρι.
Ας αλλάζουν λιβάδια με βράχους και δάση,
γύρω ας φεύγουν που πύργοι, που καλύβας καπνός,
ειτ’ ειδύλλιο γελούμενο απλώνετ’ η πλάση,
ειτ’ αντάρτες και μπόρες σου κρεμά ο ουρανός,
μα θαρρεις το πανί σου μπορείς να βαστάξεις,
όπου θέλει το κύμα μαζί του θ’ αράξεις.
Τί γυρεύεις, τί θέλεις μη κι εσύ το γνωρίζεις;
έχεις πιάσει ποτέ σου το τί κυνηγάς;
Μή ‘που σπέρνεις καλο το κακό δε θερίζεις;
Δε σκοντάβεις σε ρώτημα σ’ ότι ρωτάς;
ότι σ’ έχει μαγέψει κι ότι σου ‘χει γελάσει,
τό ‘χεις μόνος κερδίσει, μοναχος ετοιμάσει;
Άσε τότε το κύμα όπου θέλει να σπάζει,
Άσε τις ζάλες να σέρνουν τυφλά τη καρδιά
κι αν τριγύρω βογγά κι αν ψηλά συννεφιάζει,
κάπου ο ήλιος σε κάποιο γιαλό θα γελά
κι αν πικρό τη ψυχή σου το δάκρυ τη ραίνει
πάντα κάπου κρυφή, μια χαρά τη προσμένει.
(Από τη συλλογή Απλοί τρόποι, 1920)
γενεαλογικής. Είναι αρχέγονη πηγή της ύπαρξης του ελληνισμού και πηγή της Ιστορίας και του Πολιτισμού. Ο
Τσαλέκος, ένας σύγχρονος Πάνας, βρίσκει την πηγή της ύπαρξής του στην άγρια φύση του νησιού:
Το χωριό ήταν ψηλά στο βουνό, όμως πιο ψηλά ήταν ακόμα το ρουμάνι με τα πουρνάρια, τους σκοίνους
και τις αγριοβελανιδιές. Καγκέλι τόλεγαν, απέραστο ήταν από την πύκνα των αγριόδεντρων και των
αρκουδόβατων, και όλοι το πρόφεραν με ένα φόβο στην καρδιά! Γιατί το Καγκέλι –αυτό το ξαίρουν
όλοι οι χωριανοί στη Μουριά- είναι το κατατόπι των δαιμονικών. Μπαίνεις μέσα στα δέντρα κι ύστερα
δε βρίσκεις πια το μονοπάτι να βγεις, ακούς γέλια και γαργαλητά ανάμεσ’ απ’ τις φυλλωσιές, ακούς
πνιγμένα μουρμουρητά, και δε βλέπεις κανέναν. Μπορείς να παιδεύεσαι ώρες μες στα μπλεγμένα κλαδιά.
Τα ξωτικά λημεριάζουν εκεί πάνω και κανένας γνωστικός δεν αποκοτά ν’ ανέβει για ξύλα. […..] Ο
Τσαλέκος του άρεσε ν’ ανεβαίνει κατάστηθα στο Καγκέλι. Εκεί ήξαιρε μονοπάτια που ατός του τάχε
ανοίξει με το βατοκόπο, έβρισκε κρύφτες και σπηλιές που μόνο οι αλεπούδες, οι νυφίτσες και τα παγανά
είχαν για μονιά τους. Όμως τον ξαίρανε τ΄ αγρίμια, τον ξαίραν και τα παγανά και δεν το πειράζαν. «Είναι
ήμερα τούτα τα κακαθρωπιάσματα, και με ξαίρουν. Μπορώ να τους κρεμάσω κουδούνι στο λαιμό» είπε
μια μέρα στις κοπέλες που τον ανερωτούσαν.
(Από τη νουβέλα Ο Πάνας, 1949)
Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι
και παραπάνω
το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει.
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη.
και παραπάνω ακόμη πολλές φορές
το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά
Ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό πού βασιλεύει.
Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό καί να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μίαν απέραντη γαλήνη.
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.
Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.
(Μποτίλια στο πέλαγος, 1935)
Διαβάζοντας την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη (1911-1996) «είναι σα να κοιτάς
αιγαιοπελαγίτικο τοίχο το καταμεσήμερο. Θαμπώνεσαι.»
(Ν.Δήμου 2011).
Ίσως κανένας άλλος ποιητής δεν έπαιξε τόσο καθοριστικό ρόλο στην πρόσληψη
του αιγαιοπελαγίτικου τοπίου όσο ο Ελύτης. Το φως, η κλίμακα του τοπίου, η
αρμονία δομημένου και φυσικού περιβάλλοντος ανάγονται σε ηθικές αξίες. Και
φυσικά ένα τέτοιο τοπίο ξυπνά τον έρωτα.
τ’ αλωνάκι,
τρελό τα μελισσόπουλα.
χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε.
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε.
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα»
(Από τη συλλογή Ήλιος ο Πρώτος, 1943)
Στη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου (1909-1990) ένα σκληρό τοπίο συμπυκνώνει τη μοίρα της Ρωμιοσύνης.
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολευονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο
Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια…
(Από τη Ρωμιοσύνη, 1966)
Από τα τοπία θανάτου του Τάκη Σινόπουλου (1917-1981) ως τα τοπία φθοράς, μοναξιάς, και απουσίας
νοήματος του Γιάννη Βαρβέρη (1955-2011) η υπαρξιακή εμπειρία μοιάζει να είναι το κυρίαρχο θέμα των
ποιητών. Αλλά και στην πεζογραφία συναντάμε μια φύση που αντηχεί, κυρίως, τον ψυχισμό του ανθρώπου, το
κοινωνικό περιβάλλον ή την Ιστορία. Στην Κάθοδο των Εννιά του Θανάση Βαλτινού (γεν. 1932) μια ομάδα
ανταρτών στην Πελοπόννησο προσπαθεί να διαφύγει τον ασφυκτικό κλοιό που έστησαν γύρω της οι αντίπαλες
δυνάμεις και να βγει στη θάλασσα. Όχι τόσο γιατί ελπίζουν στη σωτηρία όσο γιατί τους έλκει η απεραντοσύνη
της. Το φυσικό περιβάλλον, οι πυρακτωμένες πλαγιές των βουνών της Πελοποννήσου, είναι ανελέητο, αδιάφορο
για τη μοίρα των κατατρεγμένων, αλλά και όμορφο:
Ως το μεσημέρι ψάχναμε για νερό. Στο τέλος βρήκαμε κοντά σε κάτι αμπέλια. Ήταν ένας βράχος υγρός
γεμάτος μούσκλια κι από μια σκισμή έσταζε κάθε τόσο.
Ο Μπρατίτσας έβαλε το παγούρι του να γεμίσει κι όσο να πιάσει λίγο, παίρναμε μούσκλια και βρέχαμε
τα χείλια μας.
Σε λίγο ήπιαμε από μια γουλιά και ξαναβάλαμε το παγούρι. Φύσαγε λίβας. Ερχότανε καυτός απ’ τη
μεριά του και η γη μπροστά μας ασφυκτιούσε. Σα να ‘λιώναν οι αδένες της. Πέσαμε δίπλα δίπλα στη
ρίζα του βράχου και περιμέναμε να γεμίσει το παγούρι. Ξέραμε πως θα πεθάνουμε μέσα σε τούτο το
καλοκαίρι. Μπροστά μας τ’ αμπέλια και οι συκιές που τα παράστεκαν στις άκρες ωρίμαζαν μια γλύκα
αβάσταγη. Ο Μπρατίτσας σηκώθη πήρε το παγούρι. Το ‘δωσε πρώτα στον Νικήτα, ύστερα σε μένα.
Ήπιε και ο ίδιος.
(Από την Κάθοδο των Εννιά )
αποτυπώνει μια ελληνική επαρχία ασφυκτική που προσπαθεί να μοιάσει στο κέντρο χάνοντας την ταυτότητά της.
Στον Οβολό η το περιβάλλον είναι «εκσυγχρονισμένο» αλλά η φύση επιμένει και λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος
ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, τη ζωή και τον θάνατο.
Την ώρα που την αποχαιρετούσα στην εξώπορτα, έβαλε το χέρι στην τσέπη της ρόμπας της — ακριβώς
όπως παληά, όταν εξοικονομούσε λίγα χρήματα και μας έδινε για χαρτζηλίκι.
Ήταν τρία εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών. Κατάλαβα τη σημασία της προσφοράς: η μάνα μου μου
δήλωνε πως δεν μπορούσε, πλέον, να ανέβει σε λεωφορείο.
Πράγματι, την ίδια εκείνη άνοιξη αρρώστησε και, ξαφνικά, πέθανε τα ξημερώματα.
– Εγώ φεύγω, μου είχε πει την παραμονή το βράδυ στο νοσοκομείο.
ακολουθούσαμε εμείς.
ελαιώνων, δίπλα από τη σιδηροδρομική γραμμή, έβλεπα με έκπληξη κόκκινες ανεμώνες, που δεν
θυμόμουν να υπήρχαν, όταν παιδιά ζούσαμε στο κοντινό χτήμα.
καταντήσει ένας γύφτικος οικισμός, εντός σχεδίου πια. Μια μπουλντόζα άνοιγε έναν ακόμη δρόμο.
Προχώρησα προς το μέρος όπου βρισκόταν το πατρικό μου. Ήταν μεσημεράκι, και επικρατούσε μια
περίεργη ερημιά, ίσως γιατί όλοι κοιμόντουσαν, ή απουσίαζαν. Βρήκα το παληό μου σπίτι αγνώριστο, με
προσθήκες από τσιμεντόλιθους και αλουμινένιες πόρτες. Από τα δέντρα και τον κήπο δεν είχε μείνει
ούτε δείγμα.
σχεδόν αιωνόβια, με καταφαγωμένον τον κορμό και τα κλαδιά της χωρίς φύλλα, διατηρούσε ακόμη
αρκετούς καρπούς, κάτι πολύ μικρά μανταρίνια, ίδια με εκείνα που έκανε και τότε, όταν σκαρφάλωνα
επάνω της την άνοιξη κι έκοβα τα φρούτα της.
νερό, αλλά όταν μπορούσα της κουβαλούσα έναν δύο τενεκέδες να ξεδιψάσει.
Πλησίασα με συγκίνηση, ένιωθα σχεδόν τύψεις για τα χρόνια της δίψας της. Πώς επέζησε, έτσι
εγκαταλελειμμένη, τόσα καλοκαίρια; Είχα να την δω μισόν αιώνα ακριβώς και ουδέποτε την είχα
θυμηθεί.
νεκροταφείο, όπου ήδη χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα.
Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, παρατηρώντας το πρόσωπο της μητέρας μου, σκεφτόμουν όλα εκείνα
τα παρελθόντα. Αφαιρέθηκα, κι ήταν η γυναίκα μου που με προέτρεψε:
Πλησίασα. Της άφησα το ματσάκι με τις κόκκινες ανεμώνες, της γλίστρησα στα χέρια τα τρία εισιτήρια
του λεωφορείου και, χαϊδεύοντάς της το κρύο μάγουλο, της ψιθύρισα στο αυτί:- Μάνα, η μανταρινιά μας
ζει!
1967) και στη συλλογή διηγημάτων του Φυσικές Ιστορίες πλάθει μια φύση αλλόκοτη, παράδοξη, όπου
ανατρέπονται οι σχέσεις ζώων, φυτών και ανθρώπων. Στο πρώτο διήγημα, «Η μυστική ρίζα» μια μυθική γιαγιά
κληροδοτεί στον συνονόματο εγγονό της (τον φωνάζουνε Μάνθο αλλά τον έχουν βαφτίσει Ανθό, από το Ανθή) τη
συνήθειά της να θάβει αντικείμενα «για να ρουφάνε την ευλογία του εδάφους» κι όταν ξεθάβονται να έχουν γίνει
«καλύτερα». Το αποτέλεσμα, από ένα θαμμένο βιβλίο, ένα φυτό ουρανοκατέβατο. Η γιαγιά εμφανίζεται στο
όνειρο του εγγγονού και του λέει:
άξονά της. Δε σταματά ποτέ ο θόρυβος αυτός. Ακούει κι άλλα κανείς εδωκάτω. Κάνε ησυχία
ν’ακούσεις το τρίξιμο απ’ τις ρίζες που προχωρούν μες στο χώμα. Το κελάρυσμα των υπόγειων υδάτων
και το θόρυβο που κάνουν τα μερμήγκια καθώς σκάβουν σήραγγες και κουβαλούνε σπόρους. Κάποτε
άκουγα κι εκείνους απάνω, που σκάβανε να βρουν τα πράγματά μου. Τα πράγματα γίνονται καλύτερα
άμα τα χώνεις στη γη. Μαθαίνουν. Καταλαβαίνουν τον καιρό που αλλάζει τη βροχή, τη ζέστη, τα
χιόνια. Ρουφάνε την ευλογία του εδάφους. Και παίρνουν αξία. Ένα ρολόι που το ‘χεις θαμμένο, ας
πούμε, τρία χρόνια, είναι πολύ καλύτερο από οποιοδήποτε άλλο ρολόι. Ξέρει τη γη, κατάλαβες; Κι
όταν το ξεθάβεις δεν το ξεχνά αυτό. Έχεις πάντα ένα ρολόι που πέρασε τρία χρόνια στο χώμα. Πολύ
σπουδαίο ρολόι. Και τα μερμήγκια γι αυτό είναι θαυμαστά, γιατί ζουν στο χώμα. Μήπως οι άνθρωποι;
από το χώμα πλάστηκαν, στο χώμα καταλήγουν. Δεν πρέπει, λοιπόν, να ‘ναι δειλοί. Κι αν τ’ όνομά
τους είναι Ανθός, να μην τους λένε Μάνθους, ακούς; Ο Ανθός φυτρώνει και μοσχοβολά κι όλοι τον
καμαρώνουν.
(Από το Φυσικές Ιστορίες, 2006)
συμπέρασμα θα ήταν το ίδιο. Η φύση διαθλάται από το φακό του κάθε
λογοτέχνη και γίνεται Ιστορία, τόπος φυγής, σύμβολο ελπίδας, τόπος εξορίας,
σύμπαν, μήτρα του κόσμου, ύπαιθρος, επαρχία, έρωτας…Η λογοτεχνία μας
βοηθάει να συνειδητοποιήσουμε ότι προστατεύοντας την ελληνική φύση,
προστατεύουμε όχι μόνο είδη χλωρίδας και πανίδας και οικοσυστήματα, αλλά
όλον αυτόν τον πλούτο βιωμάτων. Τον ελληνικό πολιτισμό. Ένα σκιαθίτικο
ακρογιάλι είναι αδύνατο να το δεις χωρίς να θυμηθείς τον Παπαδιαμάντη κι
ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί ανακαλεί στίχους του Ελύτη. Φύση και
πολιτισμός είναι μια αδιάσπαστη ενότητα.
Γαραντούδης, Ε. (1998) Aνθολογία νεότερης ελληνικής ποίησης, Nεφέλη.