18.6 C
Athens
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΗ μάνα του λεγομένου αυτιστικού παιδιού συγκλονίζει | Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Η μάνα του λεγομένου αυτιστικού παιδιού συγκλονίζει | Του Κωνσταντίνου Μπούρα

Η μάνα του λεγομένου αυτιστικού παιδιού συγκλονίζει

Πραγματική ιστορία, καταγεγραμμένη και φιλοτεχνημένη από τον λογοτέχνη Κωνσταντίνο Μπούρα ειδικώς για το enallaktikos.gr

Η γιαγιά μου η Αγγελική, που ήταν «ανθηρόστομη» αλλά έλεγε κι ωραία πράγματα, ανεξάντλητη δεξαμενή σοφίας από τα κοιτάσματα της Συλλογικής Πανανθρώπινης Συνειδητότητας, επαναλάμβανε συχνά από τότε που καθηλώθηκε στην πολυθρόνα μετά από ένα εγκεφαλικό: «Όποιος περπατάει μοσχοβολάει κι όποιος κάθεται σκυλοβρωμάει». 

Χωρίς αυτό να σημαίνει πως ακολουθώ τις συμβουλές της κατά γράμμα, μπαινοβγαίνω στα λεωφορεία ακόμα κι όταν δεν έχω συγκεκριμένη δουλειά, εκτιμώντας ίσως ότι στα 56 μου (προς 57) έχω ακόμα την τύχη τής ευλυγισίας (κι ευκαμψίας) κάτι στο οποίο πολύ εξ αγχιστείας συγγενείς και φίλοι δεν ήταν τόσο τυχεροί αφού βλέπουν τα ραδίκια …ανάποδα ή είναι καθηλωμένοι στο αναπηρικό καροτσάκι για πάντα [τέλος της εισαγωγής – τόση αυτό-έκθεση πια δεν αντέχεται!!!].

Καθισμένος ήσυχα και όμορφα στο ένα από τα δύο γειτονικά καθίσματα μίας λεωφορειακής γραμμής που πήγαινε προς το μοναστήρι τής Καισαριανής, αφού είχα πεθυμήσει να δω το ηλιοβασίλεμα από τα ερείπια ενός αρχαίου ναού, πιο κάτω από την περίφημη «Σπηλιά της Αναλήψεως» όπου πήγαινε η Φρειδερίκη και διαλογιζόταν κάθε απόγευμα (εξ ου κι έβγαλε ο Παύλος το Βασιλικό τότε Διάταγμα, που απαγόρευε την είσοδο και παραμονή στον Υμηττό μετά την δύσιν του ηλίου – μην τύχει και πάρουν όμηρο τη γυναίκα του, οπότε ΔΕΝ θα τους έδινε τα λύτρα – με τίποτα σας λέω και σας διαβεβαιώ)…άκουσα όλως τυχαίως τη διπλανή μου που μιλούσε στο κινητό της και σιγόκλαιγε δίπλα μου… Απόρησα, συμπόνεσα, ταράχτηκα. Η έμφυτη ευγένεια κι η ενσυναίσθηση που βίωνα από παιδί, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, είχε οξυνθεί στα χρόνια της Κρίσης και μερικές φορές η πίεσή μου χτυπούσε κόκκινο, η γλυκόζη στον εγκέφαλο βούταγε στα Τάρταρα και τα μηνίγγια μου κουδούνιζαν, σα δαιμονισμένα. Τέτοια σωματοποίηση του πόνου των άλλων. 

Δεν μπορώ, δεν αντέχω και δεν δύναμαι να σας μεταφέρω τον πόνο της που εκμυστηρεύτηκε στην καλύτερή της φίλη ίσως μέσω τηλεφώνου (χάρη στα πακέτα με απεριόριστο χρόνο ομιλίας – όχι, δεν κάνω διαφήμιση εδώ). Είχε ένα αυτιστικό παιδί κι ένα άλλο με νοητική καθυστέρηση. Τα είχε και τα δύο σε ένα δημόσιο σχολείο (ειδικό για ΑΜΕΑ) αλλά δεν ήταν ευχαριστημένη κι είχε γράψει ένα γράμμα στη «δασκάλια» που το διάβαζε πριν πάει να της το παραδώσει. Κατηγορούσε τη «δασκάλια» πως ασχολιόταν με τα άλλα «κανονικά» και «υγιή» παιδιά στην τάξη και παραμελούσε τα δικά της, που ποιος ξέρει πόσες τάξεις είχε χάσει το καθένα, αν σκεφτείς πως μοιράζονταν το ίδιο θρανίο, ενώ είχαν περίπου τρία χρόνια διαφορά (απ’ ό,τι έλεγε η δεινοπαθούσα). Έλεγε διάφορα στο παραλήρημά της για κακοποίηση τών βλασταριών της από τα άλλα τερατάκια, πως η «δασκάλια» έκανε τα στραβά μάτια και δικαίωνε τα θηρία εκείνα που βασάνιζαν, δάγκωναν, χτυπούσαν, τσίμπαγαν τη «σάρκα από τη σάρκα της» κι η ξενοδουλεύτρα μάνα μάτωνε κάπου βαθιά μέσα της, εκεί που δεν φτάνει γάζα μήτε ιώδιο μήτε οινόπνευμα. 

Άρχισα να πονάω στο στήθος μου κι εγώ. Τόση ήτανε η ένταση κι η βουβή απελπισία τής απαρηγόρητης. Διάβαζε και διάβαζε κλαίγοντας κι έβρεχε τον δυσανάγνωστο γραφικό της χαρακτήρα με δάκρυα καυτά. Ο λυγμός ανέβαινε από κάτω, μέσα από τη γη θαρρείς, τίναζε τα πόδια της και ταρακουνούσε ολόκληρο το κορμί της, σαν σεισμός ιδιωτικός, τσουνάμι και καταιγίδα ατομική, που άφηνε τους άλλους γύρω της αδιάφορους, τους πάντες εκτός από έναν… Τον Αίροντα τις αμηχανίες και τις αμαρτίες τού κόσμου όλου (και που χαμογελούσε τώρα από το εικονισματάκι πάνω από το κεφάλι τού οδηγού).

Και είπε, είπε, είπε ο στόμας της, αφηγήθηκε μικρά περιστατικά, ασήμαντα ίσως αν τα εξετάσεις μεμονωμένα, που όλα μαζί όμως έμοιαζαν με πυρκαγιά σε δάσος με ξερά κουκουνάρια και ξεριζωμένα έλατα.

Στο τέλος σώπασε και φαινόταν σα ν’ ακούει τις συμβουλές της άλλης, της αόρατης, που θα ήταν μάλλον κι αυτή κάποια ομοιοπαθής κι όχι σίγουρα μία επαγγελματίας που μετράει το σαρανταπεντάλεπτο με πενηντάευρα…

Μαρμάρωσα στη θέση μου και δεν ανάσαινα. Ματαίως προσπαθούσα να υποκλέψω κάποια από τα λεγόμενα («έπεα πτερόεντα» ηλεκτρονικά). Είχε τόσο σφιχτά κολλήσει στο αυτί της το κινητό η δικιά μου που νόμιζες πως θα γίνει ένα με το πτερύγιό της.

Μέχρι που την άκουσα λέει: «Πρέπει να κλείσω τώρα. Κατεβαίνω. Πω πω, έχασα τη στάση!».

Την παρακολούθησα διακριτικά να κατεβαίνει χωρίς να σπρώχνει και χωρίς να στριμώχνεται, απέφυγε τεχνηέντως έναν κλεφτο-πορτοφολά (το ένστικτο τού ζώου, η επιβίωση τού αγριμιού, δύναμη τού κυνηγημένου). Θα ήθελα να είχε ξεχάσει εκείνο το γράμμα δίπλα μου, να το αντιγράψω, να σας μεταφέρω τον παλμό κι όχι τον απόηχό του.

Αντ’ αυτού την είδα να σκίζει το δακρυβρεγμένο (αλλά όχι το δακρύβρεχτο πια) χαρτί, να το κάνει χιλιάδες κομματάκια με μικρές αποφασιστικές κινήσεις και να το ρίχνει σε έναν κάδο σκουπιδιών (όχι ανακύκλωσης, τον απλό) έτσι που να μη το βρει ποτέ κανείς πια και να μη μπορεί να το διαβάσει ανασυνθέτοντάς το. Μα τι είχε συμβεί; Είχε δειλιάσει μπροστά στην εξουσία τής «δασκάλιας»; Είχε εκτονωθεί μιλώντας με την φίλη της; Ή απλώς συνειδητοποίησε πως δεν είχε πια το χρόνο για τέτοιες πολυτέλειες και κίνησε να βγάλει το μεροκάματο της μέρας; Ποιος ξέρει; Κανείς δεν θα μάθει. Εκτός ίσως από εκείνον που χαμογελάει συμπονετικά από το αυστηρό εικόνισμά Του.

Αχ, βρε γιαγιά Αγγελική σε τι μπελάδες με βάζεις με τις αρχαίες συμβουλές σου!!!

Κωνσταντίνος Μπούρας

www.konstantinosbouras.gr

Η μάνα του λεγομένου αυτιστικού παιδιού συγκλονίζει | Του Κωνσταντίνου Μπούρα

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;