Τηλεόραση
σπίτι μου δεν έχω – εσκεμμένα – εδώ και δέκα χρόνια περίπου, αλλά έτυχε αραχτός
κάπου σ’ ένα συγγενικό σπίτι μόνος, να παρακολουθήσω μια πολιτική συζήτηση.
αυτή… Δηλαδή στην πραγματικότητα, ήταν μόνο βοή κι όχι συζήτηση, έτσι
τουλάχιστον αισθανόμουν καθώς τους παρακολουθούσα αραχτός με το χέρι στην
τσέπη, να παίζω τα ψιλά που ξεχώριζαν απ’ τη βοή, απ’ το “γκλινγκ γκλονγκ” που
έκαναν και που ήταν τα τελευταία λεφτά που είχα….
Να ‘ταν 2,
40, ; (2, 50…;), δεν θυμάμαι, αλλά σκέφτηκα εκείνη την ώρα τον φίλο μου τον
περιπτερά το Στάθη, που θα μου ξανάδινε δυο Marlboro μαλακό βερεσέ, πάντα με
χαμόγελο… -σ.σ. – Άρχοντας ο Στάθης -, και συνέχιζα να παρακολουθώ τη βοή
αφήνονταν τα ψιλά να κουδουνίζουν στα δάχτυλα μου…
τη βοή και μάλιστα μου ‘κανε εντύπωση μια μαλακισμένη της Νέας Δημοκρατίας, που
κι όμως δεν έλεγε η πουτάνα ν’ αφήσει άνθρωπο να μιλήσει…
μιλήσει κάποιος, πεταγόταν αυτή, συνέχιζε ο άλλος, συνέχιζε κι αυτή, πεταγόταν
κι ο δημοσιογράφος, και τα ψιλά κουδούνιζαν όλο και λιγότερο…
(μια και μου στερούσε το δικαίωμα που είχα ν’ απολαμβάνω έστω κι αυτά τα
χρήματα που είχα), πως αυτό που θα ‘θελε ήταν ένα καλό γαμήσι απ’ τον κώλο έτσι
για να νιώσει γυναίκα, κι ένα σκαμπιλάκι μετά στη μούρη με την πρόταση :
“πήγαινε μωρό μου τώρα να μου φτιάξεις ένα καφέ”, αλλά η σκέψη αυτή μ’ έκανε ν’
αηδιάζω λιγότερο με τη μούρη της κι έτσι την παράτησα…
Παρατήρησα
μετά και τον άλλο, (του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ‘ταν αυτός), που ξανάρχιζε να μιλάει
και σκέφτηκα πως κι αυτός κι εκείνη που πηδούσα πριν νοερά κι άγρια, είχαν
σίγουρα ένα πολύ μεγάλο κοινό, οπότε κάλλιστα θα μπορούσαν να τα βρουν μεταξύ
τους, και πως το κοινό αυτό ήταν, πως ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, άκουγε, ή
μπορούσε ν’ ακούσει τα ψιλά στην τσέπη μου…
γκλονγκ…”
και το “100 Χρόνια Μοναξιάς του Marquez” που ένα πανέμορφο κορίτσι η “Ωραία
Ρεμέδιος”, που κουβαλούσε πάντα σ’ ένα τσαντάκι τα κόκαλα των προγόνων της, που
αυτά κάνανε “κλοκ κλοκ” και όχι “γκλινγκ γκλονγκ”, κάποια μέρα και λόγω της
ομορφιάς της που προφανώς δεν ήθελε να την χαλάσει κανείς, έτσι ξαφνικά
αναλήφθηκε στους ουρανούς πετώντας ψηλά αλλά τα ψιλά, με προσγείωσαν…
Θυμήθηκα το
Στάθη… Άρχοντας είπαμε ο Στάθης… Θυμήθηκα το χαμόγελο του κάθε φορά που μου
‘δίνε τσιγάρα βερεσέ… Θυμήθηκα που λέγαμε ότι όχι απλά δεν μπορούν, αλλά ότι
δεν θέλουν να ακούσουν τον κόσμο…
αυτά τα ψιλά στην τσέπη μου που κάνανε “γκλινγκ γκλονγκ…”