17.5 C
Athens
Σάββατο, 1 Απριλίου, 2023
ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣΜε αφορμή ένα ξαφνικό θάνατο | Του Γιώργου Σπύρου

Με αφορμή ένα ξαφνικό θάνατο | Του Γιώργου Σπύρου

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΕΝΑ ΞΑΦΝΙΚΟ ΘΑΝΑΤΟ

Του Γιώργου Σπύρου

Tο σκηνοθέτη Παναγιωτόπουλο τον γνώρισα, εντελώς τυχαία. Από τον πολυτάλαντο και αεικίνητο Γιάννη Σολδάτο, τον οποίο και αυτόν τον γνώρισα τυχαία, χάρη  στο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ της Χαλκίδας, το οποίο το οφείλει η πόλη μου στην «τρέλα» του σκηνοθέτη Σταύρου Ιωάννου που έτυχε να κατάγεται από τα μέρη μας.

Και τους τρεις έτυχε να τους έχω γνωρίσει πρώτα μέσα από το έργο τους, πολύ πριν τους γνωρίσω και  προσωπικά.

Η τυχαιότητα και το παράδοξο ως ένας από τους μηχανισμούς κίνησης και εξέλιξης της ζωής τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, ήταν μια από τις βασικές υποθέσεις του Νίκου του Παναγιωτόπουλου και μας παραδίδεται έτσι απλά  στο κύκνειο άσμα του, που κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν φύγει από κοντά μας με την μορφή ενός μονολόγου που φέρει τον τίτλο: «Τίποτα» (Εκδόσεις Τόπος).

Το «Τίποτα» είναι για τον Παναγιωτόπουλο, ότι η «Ασκητική» για τον Καζαντζάκη. Δηλαδή η επιτομή των πεποιθήσεων και στην περίπτωση του πρώτου, είναι και  η επιτομή των αναπάντητων υπαρξιακών ερωτημάτων.

Με αφορμή ένα ξαφνικό θάνατο | Του Γιώργου Σπύρου

Και οι δυο έτυχε να έχουν μια κοινή, ομολογημένη από αυτούς, φιλοσοφική επιρροή  που προέρχεται από την πλευρά του Νίτσε.

Αλλά όπως θα έλεγε ο ποιητής:  Ας αφήσωμε τον άλλο κατά μέρος για «κατάλληλο καιρό» και ας μιλήσουμε τώρα για τον Νίκο τον Παναγιωτόπουλο.

Ο Παναγιωτόπουλος υπήρξε μέγιστος, όχι τόσο γιατί ήταν ένας πολύ καλός σκηνοθέτης, ίσως ο καλύτερος της γενιάς του,  για τις ταινίες του και για άλλα τετριμμένα, «που δεν εμπνέουν», αλλά γιατί άντεξε μέχρι το τέλος, στάθηκε όρθιος  και δεν υπέκυψε σε καμία από τις σειρήνες  που αντάμωσε στην πορεία του.

Δεν πρόδωσε τις αξίες του. Πράγμα που φαίνεται στη συνέχεια και συνέπεια του έργου και της ζωής του.

Ο ναρκισσισμός δεν ηύρε μέρος για να σταθμεύσει στο δικό του σκαρί και να συνοδοιπορήσει μαζί του, αφού ο δημιουργός είχε σαν πανοπλία, τον αυτοσαρκασμό, την εργασιομανία και την ολιγομιλία.

Η ευκολία, η επανάληψη και η πνευματική ραστώνη, απουσιάζουν από  τη ζωή και το έργο του, αφού διαρκώς αναζητούσε νέα εκφραστικά μέσα και τεχνικές, που να αντιστοιχούν στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες και στα  νέα ερωτήματα, που ορίζουν το περιεχόμενο των παραδοτέων του.

Υπήρξε αντικομφορμιστής και κατ’ ανάγκη είχε τη δική του κοσμοθεωρία για τα πράγματα. Μια κοσμοθεωρία που δεν έμπαινε στα γνωστά πολιτικά καλούπια και συνταγές. Δήλωνε λοιπόν  πολιτικά «αριστεροδέξιος».  Όχι γιατί ήταν ερανιστής, ούτε γιατί αναζητούσε τη χρυσή τομή και τον μέσο όρο. Δεν ήταν άνθρωπος του μέσου όρου. Αντίθετα, με αυτή τη λέξη  χαρακτήριζε την  αντίληψη που είχε διαμορφώσει ο ίδιος  για τα πράγματα, την οποία σχεδόν άπαντες θα ήσαν πρόθυμοι να παρεξηγήσουν. Οι μεν αριστεροί να την θεωρήσουν κοσμοπολίτικη και δεξιόστροφη, οι δε δεξιοί αριστερίζουσα.

Ο δρόμος και ο τρόπος αυτός, της βασανιστικής αναζήτησης του Παναγιωτόπουλου, είναι και ο πιο κακοτράχαλος, ο πιο δύσβατος, γιατί είναι αντίθετος με τις πιο ενστικτώδεις όσο και πιο αρνητικές ανθρώπινες ροπές.

Είναι η ροπή για την ευκολία, είναι η ροπή για την ηδονή, είναι η ροπή για την κυριαρχία, είναι η ροπή για την φιλαυτία και τόσα άλλα εμπόδια που παρεμβάλλονται στο δρόμο του πραγματικού δημιουργού.

Έτσι βλέπουμε συχνά μεγάλους διανοητές, καλλιτέχνες, πολιτικούς, η επαναστάτες, να υποκύπτουν στην κούραση, στον ναρκισσισμό, στην εξουσία, ή όποια άλλα πάθη και να απογοητεύουν στο τέλος με τον χειρότερο τρόπο τον αποδέκτη.

Θα ‘λεγα μάλιστα ότι είναι αμέτρητοι αυτοί που έπεσαν και λίγοι εκείνοι που άντεξαν μέχρι το τέλος.

Βέβαια, αυτοί που άντεξαν έγιναν άσβεστοι φάροι.

Χαρτογράφησαν άγνωστα νερά και άφησαν παρακαταθήκη με το έργο τους.

Ο Παναγιωτόπουλος ως δημιουργός υπήρξε συνεχώς και αδιαλείπτως τοποθετημένος στο παρόν σαν ένας αδογμάτιστος και οξυδερκής παρατηρητής και αναλυτής της βαθύτερης ελληνικής κυρίως πραγματικότητας, δηλαδή αυτής που περνάει απαρατήρητη από τα δρώντα υποκείμενα του καιρού της, τα οποία στέκονται στα επιφαινόμενα προσπερνώντας ανοήτως την ουσία των πραγμάτων, ενοχλούμενοι μάλιστα από το δαιμόνιο που τους χαλάει το ραχάτι.

Για το λόγο αυτό οι δεκαεπτά μεγάλου μήκους ταινίες του, παρατιθέμενες  διαδοχικά, μοιάζουν με δεκαεπτά  διαφορετικές τομές μιας  αξονικής τομογραφίας της  εποχής που ξεκινάει με το τέλος της δικτατορίας  («Τα χρώματα της ίριδας» το 1974)  και φτάνει μέχρι το τέλος της μεταπολίτευσης  («Η κόρη του Ρέμπραντ» το 2015).  Μέσα από αυτές τις τομές ο δημιουργός χρησμοδοτεί αλληγορικά και με αινιγματική ειρωνεία, με τρόπο όμως που ο πρόσφορος και προσεκτικός  αποδέκτης μπορεί να μεταφράσει τους χρησμούς σε ξεκάθαρες διαγνώσεις για τις βαθύτερες αιτίες των δεινών που ταλανίζουν τη χώρα μας.

Μιλάμε συνεπώς για ένα διανοούμενο, ο οποίος υπήρξε γειωμένος στην εποχή του, στο χώρο του και το χρόνο του, έχοντας ταυτόχρονα και πλήρη επίγνωση του ιστορικού χρόνου και του ιστορικού κύκλου που διέρχεται στις μέρες του η ανθρωπότητα.

Υπό το πρίσμα αυτό, το έργο και η προσφορά του Νίκου του Παναγιωτόπουλου είναι πραγματικά πολύ μεγάλη, τόσο ηθικά, όσο και ουσιαστικά και το μεγαλείο αυτής της προσφοράς  εκτιμώ ότι  στο μέλλον θα αποκτήσει την δέουσα σημασία και προσοχή.

Χαλκίδα   14-1-2016

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1941 στη Μυτιλήνη. Η πρώτη του ταινία “Τα χρώματα της ‘Ιριδος” (1974) ήταν η πιο απρόσμενη δημιουργία του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου.

Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου στην Αθήνα και ξεκίνησε την καριέρα του ως βοηθός σκηνοθέτη σε ελληνικές αλλά και ξένες παραγωγές. Το 1960-1973 έζησε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στο ινστιτούτο Φιλμολογίας της Σορβόνης. Την ίδια περίοδο συνήθιζε να περνά τον χρόνο του στην en:Cinémathèque Française, γαλλική ταινιοθήκη όπου κατέχει ένα από τα μεγαλύτερα αρχεία ταινιών στον κόσμο.

Το 1973 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου έζησε και εργάστηκε έκτοτε. Πλάι του καθ’όλη την διάρκεια, η σύντροφός του Μαριάννα Σπανουδάκη, η οποία, ως ενδυματολόγος, συμμετείχε πιστά σε όλες του τις παραγωγές. Από το 1974 σκηνοθετούσε με ξεχωριστό αφηγηματικό στυλ, ταινίες που θεματικά προσεγγίζουν ζητήματα ερωτικής αυταπάτης και φθοράς των ανθρωπίνων σχέσεων. Ταινίες του έχουν συμμετάσχει σε διεθνή φεστιβάλ και έχουν τιμηθεί με σημαντικές διακρίσεις.(“Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας”, “Delivery”, “Αθήνα-Κωνσταντινούπολη”).

Με αφορμή ένα ξαφνικό θάνατο | Του Γιώργου Σπύρου
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

echo ‘’ ;