18.7 C
Athens
Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΟ ομηρικός Αχιλλέας

Ο ομηρικός Αχιλλέας

 

Ο ομηρικός Αχιλλέας

Ένας από τους πιο γνωστούς χαρακτήρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι αυτός του Αχιλλέα. Ο βασικός του κορμός προέρχεται από τα ομηρικά έπη· κυρίως από την Ιλιάδα. Στη συντριπτική πλειοψηφία των βιβλίων ή άρθρων που πραγματεύονται τα ομηρικά έπη, αναπαράγονται τα ιδεολογήματα της αστικής «διανόησης» πάνω στο θέμα των αποκαλούμενων ομηρικών «ηρώων». Σε συζητήσεις μεταξύ αυτών που συμμετείχαμε στη συγγραφή του κειμένου αυτού, αλλά και με άλλους ανθρώπους, διαπιστώσαμε ότι υπάρχει μία δυσαναλογία μεταξύ του μεγάλου αριθμού αυτών που δεν συμφωνούν με αυτά τα ιδεολογήματα και των ελάχιστων δημοσιεύσεων στα οποία εκφράζεται μία διαφορετική άποψη για το θέμα αυτό. Δε φιλοδοξούμε, φυσικά, να καλύψουμε το κενό αυτό εδώ· απλά αναφέρουμε αυτή μας τη διαπίστωση για να οριοθετήσουμε τα πλαίσια στα οποία κινείται το κείμενο που διαβάζετε.

Εκτιμούμε ότι η μελέτη των χαρακτηριστικών του ομηρικού Αχιλλέα και όσων αυτός εκπροσωπεί θα είναι πιο εποικοδομητική, αν έχει προηγηθεί αυτής μία εξέταση της εποχής στην οποία τοποθετείται και του τρόπου με τον οποίο διαμορφώθηκαν τα χαρακτηριστικά της. Έτσι λοιπόν, πριν προσεγγίσουμε το ειδικό θέμα του ομηρικού Αχιλλέα, παραθέτουμε συνοπτικά ένα γενικό ιστορικό πλαίσιο της μετάβασης από τη μυκηναϊκή στην ομηρική εποχή, καθώς και μερικά στοιχεία γι’ αυτήν την τελευταία και για τον χαρακτήρα των επών. Για λόγους οικονομίας χώρου, στα κεφάλαια αυτά πολλές διαπιστώσεις αποδίδονται με συμπερασματικό τρόπο ή συνοδεύονται από μία πολύ συνοπτική αιτιολόγηση. Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι μερικές από αυτές αποκλίνουν από τις απόψεις που αναπαράγονται από τους καθεστωτικούς θεσμούς. Σε κάποια σημεία του κειμένου θα βρει μερικές ενδεικτικές αναφορές ή παραπομπές σε συγγράμματα στα οποία γίνεται μία εκτενέστερη τεκμηρίωση τους. Αν κάποιος τις κρίνει ανεπαρκείς ή ενδιαφέρεται για περαιτέρω μελέτη ή συζήτηση πάνω σε κάποιο από τα θέματα που θίγονται επιγραμματικά στα κεφάλαια αυτά, μπορούμε να του προτείνουμε επιπλέον βιβλιογραφία ή (και) να στηρίξουμε με πιο αναλυτικό τρόπο τα συμπεράσματα που παρουσιάζονται συνοπτικά στα αυτά.

Σύντομο ιστορικό πλαίσιο του τέλους της μυκηναϊκής εποχής

Το βασικό θέμα και η πλοκή της Ιλιάδας είναι βασισμένα στον Τρωικό Πόλεμο, ένα ιστορικό γεγονός που σύμφωνα με τα ως τώρα αρχαιολογικά στοιχεία πρέπει να έγινε προς το τέλος της λεγόμενης μυκηναϊκής εποχής, γύρω στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ. Ο πόλεμος αυτός ήταν η τελευταία από μία σειρά στρατιωτικών επιχειρήσεων που διεξήγαγε στην ανατολική Μεσόγειο η πολεμοχαρής άρχουσα τάξη του λεγόμενου μυκηναϊκού πολιτισμού, μετά την εδραίωση της κυριαρχίας της στον ελλαδικό χώρο γύρω στον 18ο π.Χ.

Λίγες δεκαετίες μετά τον πόλεμο αυτό θα επέλθει η κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού, με την καταστροφή των περισσοτέρων οχυρωμένων ανακτορικών του κέντρων. Οι καταστροφές τους δεν έγιναν ταυτόχρονα, και ως εκ τούτου δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιου φυσικού φαινομένου, ούτε ήταν μία αλληλουχία τυχαίων γεγονότων. Ήταν σκόπιμες και προμελετημένες. Το πιθανότερο είναι να ήταν το αποτέλεσμα μιας σειράς εξεγέρσεων ταξικού ή και τοπικού χαρακτήρα, με σκοπό την βίαιη ανατροπή του καθεστώτος της κυρίαρχης κοινωνικής ελίτ και την οριστική εξαφάνιση της από το χάρτη.

 

Το κέντρο της επικράτειας και η βάση των πολεμικών επιχειρήσεων της «μυκηναϊκής» άρχουσας τάξης τοποθετείται στη γεωγραφική περιοχή της κεντρικής και νότιας ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών του Αιγαίου και του Ιονίου. Οι εξεγέρσεις αυτές συνέβησαν σε μία ταραγμένη για την ανατολική Μεσόγειο εποχή, η οποία σημαδεύτηκε από αλλεπάλληλες μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών και κυρίως από την επανεμφάνιση των λεγόμενων «λαών της θάλασσας». Αυτοί οι τελευταίοι μπορεί να ήταν είτε οι ίδιοι οι λεγόμενοι Μυκηναίοι, είτε μία κοινοπραξία πειρατών με ή χωρίς τη συμμετοχή σε αυτήν όλων των Μυκηναίων ή κάποιων από αυτούς. Οι αναταραχές στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου έπληξαν και άλλους πολιτισμούς. Προκάλεσαν την εξασθένιση του καθεστώτος των Φαραώ στην Αίγυπτο και την κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Χετταίων και την καταστροφή πόλεων στην Κύπρο και στο γεωγραφικό χώρο της Μέσης Ανατολής.

Εκτός από τα λάφυρα των πολέμων, οι οικονομίες αυτών των υπερσυγκεντρωτικών ανακτορικών συστημάτων ήταν βασισμένες σε εξειδικευμένα εμπορικά δίκτυα που κάλυπταν πολύ μεγάλους γεωγραφικούς χώρους. Τέτοιου είδους επεκτατικά, συγκεντρωτικά συστήματα είναι ευάλωτα σε σοβαρές κρίσεις, ειδικά όταν οι οικονομίες τους είναι αλληλοεξαρτώμενες, όπως η περίπτωση αυτών που εξετάζουμε εδώ.. Η εξασθένιση ή η πτώση του ενός μπορεί εύκολα να κλονίσει τα υπόλοιπα. Εκτιμούμε ότι και οι συνεχείς και μακρές περίοδοι απουσίας των στρατευμάτων των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων από τις βάσεις τους, λόγω των συνεχόμενων πολεμικών τους επιχειρήσεων, ήταν ένας παράγοντας που συνέβαλλε στην εξασθένιση του επεκτατικού μυκηναϊκού συστήματος εξουσίας. Από αυτές, και γενικά από τη γενικότερη κατάσταση αναταραχής που επικράτησε στην περιοχή γύρω στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ με τις πειρατικού τύπου επιδρομές, φαίνεται ότι επωφελήθηκαν οι εξεγερθέντες πληθυσμοί που έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στα θεμέλια του και στην ηγεμονική του κάστα.

Η κάστα αυτή είχε εγκαθιδρύσει ένα συγκεντρωτικό εξουσιαστικό σύστημα, αποτελούμενο από πολλές γεωγραφικές επικράτειες, οι οποίες συχνά ονομάζονται με συμβατικό τρόπο «βασίλεια». Σε κάθε ένα από αυτά τα «βασίλεια» ο ανώτατος ηγεμόνας ήταν ο άναξ. Αυτός είχε την απόλυτη εξουσία σε όλους τους τομείς: Οικονομικό, πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, θρησκευτικό, στρατιωτικό. Την ασκούσε στον υποτελή πληθυσμό από το ανακτορικό του κέντρο, μέσω μίας πολύπλοκης οργανωτικής δομής γραφειοκρατικού χαρακτήρα, με αυστηρά καθορισμένη ιεραρχία, την οποία επάνδρωναν διάφοροι ανώτεροι αξιωματούχοι και άλλοι ακόλουθοι και λακέδες του. Αυτοί ήταν ο ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ του άνακτος και του υποτελή πληθυσμού. Βασικό ρόλο στην εδραίωση και διαιώνιση αυτού του συστήματος εξουσίας έπαιζε ο στρατιωτικός μηχανισμός του κάθε «βασιλείου». Γι’ αυτό το λόγο οι περισσότεροι αξιωματούχοι είχαν (και) στρατιωτικά καθήκοντα. Ο μυκηναϊκός πολιτισμός, εκτός από πατριαρχικό, έχει έντονο στρατιωτικό χαρακτήρα και προσανατολισμό. Η οσμή του θανάτου είναι έκδηλη σε όλες τις εκφάνσεις του.

Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα μέλη αυτής της κυρίαρχης κάστας και οι ακόλουθοί τους δεν ήταν κομμάτι του γηγενούς πληθυσμού, αλλά είχαν ξενική προέλευση. Κανένα αρχαιολογικό, γλωσσολογικό, φιλολογικό ή άλλο στοιχείο δεν τους συνδέει με το Βορρά. Αντίθετα, πληθώρα τέτοιων στοιχείων υποδηλώνουν – αν δεν αποδεικνύουν- την ανατολική και νότια προέλευση τους, από τη Μικρά Ασία, την Κρήτη και την Αίγυπτο. Αυτούς και τους απογόνους τους ονομάζουμε σήμερα Αχαιούς ή Μυκηναίους ηγεμόνες. Αυτοί ήταν για περίπου έξι αιώνες οι δυνάστες ενός γηγενούς πληθυσμού, τον οποίο απομυζούσαν ως παράσιτα, μέχρι τις αναταραχές-εξεγέρσεις που κατέστρεψαν τα ανάκτορά τους και έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στο συγκεντρωτικό και μιλιταριστικό τους καθεστώς. Με τα σημερινά δεδομένα, η κατάρρευση του καθεστώτος τους τοποθετείται χρονικά γύρω στα τέλη του 13ου αιώνα ή στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ.

 

Από τους μυκηναϊκούς άνακτες στους ομηρικούς βασιλείς

Στα ανακτορικά κέντρα της μυκηναϊκής εποχής ο ανώτατος ηγεμόνας ήταν ο άναξ (wa-nax). Αναφέρουμε την ονομασία του όπως αυτή προέκυψε από την αποκρυπτογράφηση των αρχείων των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων. Οι πινακίδες αυτές ήταν από ωμό πηλό. Η φωτιά των πυρκαγιών που κατέστρεψαν τα ανακτορικά κέντρα τις «έψησε». Έτσι, κάποιες από αυτές στερεοποιήθηκαν, διατηρήθηκαν στο χρόνο και ανακαλύφθηκαν σχεδόν άθικτες κατά τις ανασκαφές διαφόρων ανακτορικών κέντρων, κυρίως αυτού της Πύλου, από το οποίο προέρχεται η πλειοψηφία τους. Τόσο οι λέξεις άναξ-ανάκτορο, όσο και μερικές ονομασίες των αυλικών και ανωτέρων αξιωματούχων των μυκηναϊκών ανακτόρων που αναφέρονται στις πινακίδες αυτές, χρησιμοποιούνται αυτούσιες ή ελαφρά παραλλαγμένες μέχρι τις μέρες μας.

Στην πολυεπίπεδη διοικητική μυκηναϊκή ιεραρχία, κάτω από τον άνακτα βρίσκεται ο lawageta (λαγέτας). Παρότι δεν έχουμε πολλές και σαφείς πληροφορίες για το ρόλο του, ξέρουμε ότι η λέξη αυτή επιβίωσε στα δωρικά ως «λαγέτας» – λαού ηγέτης. Οι «ηγήτορες» αυτοί θα ήταν ανώτατοι στρατιωτικοί αξιωματούχοι – πολέμαρχοι, και ίσως και φοροεισπράκτορες και ανώτατοι δικαστές. Από την συγκριτική μελέτη των επιγραφών των πινακίδων πιθανολογείται ότι θα ήταν κάτι σαν αρχηγοί των στρατιωτικών σωμάτων της κάθε επικράτειας. Κάτω από αυτούς στην ιεραρχική κλίμακα, οι e-qe-ta (επέται) ήταν οι ακόλουθοι του άνακτος, κάτι σαν τα τσιράκια ή τους παρατρεχάμενους του. Και αυτό το επίλεκτο σώμα θα πρέπει να είχε κυρίως στρατιωτικό χαρακτήρα. Ιδιαίτερο ρόλο στην διοικητική δομή έπαιζε το «θρησκευτικό» ιερατείο. Αυτό αποτελούνταν από τους τελεστές (te-re-ta), οι οποίοι φαίνεται ότι ήταν ανώτεροι θρησκευτικοί λειτουργοί, και τους wo-ro-ki-j-ne-jo, οι οποίοι ήταν οι κατώτεροι τους αξιωματούχοι θρησκευτικών καθηκόντων. Η θέση των ανώτερων μελών του ιερατείου πρέπει να τοποθετηθεί κάτω από τον lawageta. Κάτω από αυτούς συναντάμε και άλλα σώματα γραφειοκρατών, όπως οι κουρήτες και πρωτοκουρήτες (ko-re-ta, po-ro-to-ko-re-ta) και οι ka-ma-eu, των οποίων ο ρόλος μέσα στο συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα παραμένει ακόμα απροσδιόριστος.

Κάτω και ίσως δίπλα από τους τελευταίους τοποθετούνται οι βασιλείς (qa-si-re-u). Η ιεραρχική τους θέση δεν παρουσιάζεται σταθερή. Αυτοί ήταν οι τοπάρχες, οι ανώτατοι τοπικοί άρχοντες των διοικητικών περιφερειών στις οποίες ήταν διαιρεμένες οι μυκηναϊκές επικράτειες των ανακτορικών κέντρων. Θα ήταν κάτι σαν τους σημερινούς νομάρχες, αλλά με ευρύτερα καθήκοντα και προνόμια σε σχέση με αυτούς. Η εξουσία τους περιοριζόταν σε τοπικό επίπεδο και ήταν λιγότερο διευρυμένη σε σχέση με σχέση με αυτήν των ανώτερων αξιωματούχων της ιεραρχικής πυραμίδας. Ήταν οι εκπρόσωποι του γηγενούς πληθυσμού έναντι του άνακτος και του καθεστώτος. Σε μία περίπτωση, ένας «βασιλέας» εμφανίζεται ως επικεφαλής μίας ομάδας χαλκουργών. Αυτό μας κάνει να υποθέτουμε ότι ίσως ο ρόλος κάποιων από αυτών ήταν προσανατολισμένος στην παραγωγή. Όπως και να’ χει, ήταν οι μόνοι άρχοντες που είχαν άμεση επαφή με τον πληθυσμό, και οι μόνοι των οποίων η εξουσία είχε τοπικό χαρακτήρα. Σημειώνουμε, επίσης, ότι αυτοί, τα μέλη του ιερατείου, ο lawageta και φυσικά ο άναξ, ήταν οι μόνοι αξιωματούχοι του καθεστώτος που ήταν κάτοχοι τεμενών (te-me-no), δηλαδή καλλιεργήσιμων εκτάσεων ή βοσκοτόπων.

 

Οι βασιλείς όριζαν τους da-mo-ko-ro. Η λέξη αυτή ίσως προέρχεται από τις λέξεις da-mo και ko-re-te. Αυτοί θα ήταν απλοί γραφειοκράτες με βοηθητικά ως προς τους βασιλείς καθήκοντα. Ο da-mo («δήμος») ήταν μία έννοια που δήλωνε τόσο τις υποδιαιρέσεις των επικρατειών (κάτι σαν τους σημερινούς νομούς ή επαρχίες) όσο και τον πληθυσμό τους. Σε μία μόνο πινακίδα εμφανίζεται η λέξη ke-ro-si-ja, η οποία παραπέμπει στη μεταγενέστερη γερουσία. Κατά τη μυκηναϊκή εποχή η γερουσία ίσως ήταν κάποιο τοπικό συμβούλιο, μικρότερης σημασίας από τη μεταγενέστερη γερουσία της ιστορικής αρχαιότητας. Ίσως πάλι να ήταν η σύναξη των πιο «ιερών ανθρώπων», δηλαδή των πιο τιμημένων. Επειδή δε αυτοί ήταν συνήθως οι πιο ηλικιωμένοι, σε μεταγενέστερες της μυκηναϊκής εποχές κατέληξε να σημαίνει η συνέλευση των γερόντων. Σε κάθε περίπτωση η γερουσία είχε αποκλειστικά συμβουλευτικό χαρακτήρα.

Ο Βαγγέλης Πανταζής, στο έργο του «Ομηρική γεωγραφία και ομηρική εποχή» σημειώνει τη διάκριση των «βασιλέων» από τις άλλες βαθμίδες της ιεραρχίας και εξηγεί γιατί στη μεταμυκηναϊκή εποχή μόνο αυτοί επιβίωσαν από όλα τα εξουσιαστικά παράσιτα της μυκηναϊκής ιεραρχικής πυραμίδας: “Οι βασιλείς πρέπει να ήταν οι πλούσιοι του γηγενούς και υποτελούς πληθυσμού, που μέσα στα όρια μιας αυτοτέλειας και πλαισιωμένοι από μία γερουσία, εισέπρατταν από τους υπηκόους φόρους για λογαριασμό των επικυρίαρχων, απένειμαν δικαιοσύνη στον υποτελή ιθαγενή πληθυσμό, τον εκπροσωπούσαν ενώπιον του άνακτα και απολάμβαναν τα οικονομικά ωφελήματα που συνεπάγονταν οι υπηρεσίες τους. Με μια λέξη, οι βασιλείς αυτοί των πινακίδων ήταν –τηρουμένων των αναλογιών- οι προεστοί της εποχής τους. Αυτό μπορεί να εξηγήσει όχι μόνο τη διφορούμενη θέση τους στα πλαίσια του μυκηναϊκού καθεστώτος (θέση που προφανώς εξαρτάται κατά περίπτωση από τον πλούτο και την ικανότητα τους), αλλά και το γιατί μετά τον αποκεφαλισμό της επικυρίαρχης πυραμίδας βρέθηκαν ανέπαφοι στην (αρκετά χαμηλότερη τώρα) κορυφή της κοινωνίας, με όλες τις «αρμοδιότητες» που είχαν κάποτε μεταμορφωμένες σε αυτοτελείς πλέον εξουσίες. Η υπόθεση αυτή μπορεί να εξηγήσει ένα ακόμη μυστήριο: την ταυτόχρονη με το τέλος των ανακτόρων εγκατάλειψη των θολωτών τάφων και της ταφής και την επιστροφή στην «προμυκηναϊκή» συνήθεια της καύσης των νεκρών. Τα ταφικά ήθη των επικυρίαρχων χάθηκαν μαζί τους, και στην επιφάνεια ήρθαν τα παλιά πατρογονικά ήθη”.

Στην μεταμυκηναϊκή εποχή αυτή ο τίτλος του άνακτος επιβιώνει μόνο ως απομεινάρι και απόηχος του μυκηναϊκού παρελθόντος. Είναι πρώτιστα μία τιμητική προσφώνηση του πρώτου των θεών, του Δία: όπως στη μυκηναϊκή εποχή ο άναξ ήταν ο απόλυτος αφέντης των ανθρώπων, έτσι και στη μεταμυκηναϊκή εποχή οι θεοί – κυρίως ο Δίας – είναι οι απόλυτοι κύριοι της μοίρας των θνητών. Κάποιες φορές η λέξη άναξ χρησιμοποιείται και για τους υπόλοιπους θεούς, υποδηλώνοντας την ανώτερη υποστασιακή τους ουσία σε σχέση με τους θνητούς.

Στο επίπεδο των θνητών, στα ομηρικά έπη ο τίτλος του άνακτος χρησιμοποιείται όταν απαιτείται να γίνει διαχωρισμός του «πρώτου» μεταξύ των βασιλέων από τους υπόλοιπους. Η απόλυτη εξουσία του μυκηναϊκού άνακτος επιβίωσε στη μεταμυκηναϊκή εποχή στο ρήμα «ανάσσω» που σημαίνει εξουσιάζω, διαφεντεύω. Όπως θα δούμε αναλυτικά πιο κάτω, οι βασιλείς της ομηρικής εποχής είναι περισσότερο κάτοχοι πλούτου και λιγότερο άρχοντες που ασκούν εξουσία. Με βάση αυτό το χαρακτηριστικό γίνεται η διάκριση βασιλέα και άνακτος στον Όμηρο. Ο άναξ είναι αυτός που κατεξοχήν ασκεί εξουσία. Όταν ο Όμηρος μιλά για άσκηση εξουσίας, ακόμα και σε χαμηλό ιδιοκτησιακό επίπεδο, προτιμά το ρήμα ανάσσω (διαφεντεύω) από το βασιλεύω. Το χρησιμοποιεί πολλές περισσότερες φορές από το βασιλεύω, ως ενεργητικό ρήμα που δηλώνει άσκηση εξουσίας. Για τους ανώτατους άρχοντες όμως (όπως ο Αγαμέμνονας, ο Αχιλλέας, ο Έκτορας, κλπ) ο Όμηρος δεν χρησιμοποιεί τον όρο «άναξ». Προτιμά τον διαδεδομένο στην εποχή του τίτλο «βασιλεύς». Είναι λογικό: Άλλο πράγμα ο μυκηναϊκός άναξ και άλλο ο ομηρικός βασιλεύς. Οι πρωταγωνιστές των επών είναι οι «βασιλείς». Αυτούς γνώρισε ο Όμηρος· για χάρη κάποιων από αυτούς συντέθηκαν τα έπη· η δική τους ζωή εξυμνείται σε αυτά .  

 

Οι ομηρικοί βασιλείς, λοιπόν, είναι κάτι σαν τους πολύ μεταγενέστερους από αυτούς προεστούς. Έχουν πολύ πιο περιορισμένες αρμοδιότητες από εκείνες του μυκηναϊκού άνακτος, ακόμα και με την ενσωμάτωση αυτών του la-wa-ge-ta στις δικές τους. Οι επικράτειες τους δεν έχουν ευδιάκριτα όρια. Με άλλα λόγια, δε μιλάμε για συμπαγή βασίλεια με αυστηρά καθορισμένα σύνορα όπως εκείνα της μυκηναϊκής εποχής, αλλά για περιοχές τις οποίες διαφεντεύουν περισσότεροι του ενός βασιλείς. Είναι κάτι σαν τα πολύ μεταγενέστερα καπετανάτα, στις περιοχές των οποίων υπήρχε μία συνύπαρξη περισσότερων του ενός τοπαρχών. Ο ανταγωνισμός μεταξύ τους ήταν συνεχής. Έτσι, η αναμεταξύ τους σχέση ήταν ρευστή και προσδιοριζόταν από την ισχύ που κατά καιρούς είχε ο κάθε βασιλικός «οίκος» (βλ. πιο κάτω περισσότερα για την έννοια αυτή) λόγω του πλούτου που αποκτούσε από τις επιτυχείς επιδρομές εναντίον κάποιων άλλων.

Οι «βασιλείς» ανήκουν στην ίδια φυλή και στο ίδιο γένος με τους υποτελείς τους. Είναι κάτοχοι μεγάλων κοπαδιών και καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Σε περιόδους ειρήνης είναι κυρίως μεγαλοκτηνοτρόφοι- ζωοκλέφτες, αλλά και γεωργοί. Ο ποιμενικός χαρακτήρας της των κοινωνιών της ομηρικής εποχής φαίνεται καθαρά στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, τόσο στα υλικά στοιχεία και στα ήθη τους, όσο και στις πάμπολλες εκφράσεις, μεταφορές και παρομοιώσεις που συνδέονται με την ποιμενική ζωή. Από τα ομηρικά κείμενα γνωρίζουμε, επίσης, ότι οι «βασιλείς» ήταν γνώστες και άλλων δεξιοτήτων. Ήξεραν να χτίζουν, να μαστορεύουν και να εκτελούν και άλλες χειρονακτικές εργασίες, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι κάτοικοι των χωριών από την αρχαιότητα μέχρι πριν από μερικά χρόνια.

Σε περιόδους πολέμου μετατρέπονται σε πολέμαρχους-πειρατές. Όταν συμμετέχουν σε πολεμικές επιχειρήσεις από κοινού, ο επικεφαλής τους είναι ο «σκηπτούχος βασιλεύς»: ο κάτοχος του σκήπτρου ή σκηπτροφόρος. Η φράση αυτή χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη ανώτερη θέση του στην αναμεταξύ τους κλίμακα ισχύος. Σκηπτούχοι μπορεί να είναι και οι απλοί βασιλείς έναντι των κατωτέρων τους αξιωματούχων και γενικά έναντι αυτών των οποίων ηγούνται. Το σκήπτρο είναι σύμβολο θεϊκής εξουσίας και της θεϊκής της τους προέλευσης. Στην Ιλιάδα το κατέχει είναι ο Αγαμέμνονας, επειδή τη χρονική στιγμή της εκστρατείας είχε τη μεγαλύτερη στρατιωτική ισχύ και το μεγαλύτερο πλούτο μεταξύ των ηγεμόνων της «συμμαχίας προθύμων» που πήρε μέρος σ’ αυτήν. Τα 100 του πλοία αποτελούν τον μεγαλύτερο από τους στόλους των Αχαιών βασιλέων που πήραν μέρος στον πόλεμο. Ας σε αυτά συνυπολογίσουμε και τα 60 πλοία που παραχώρησε στους Άρκαδες (Β 609-614), ο στόλος του είναι μακράν ο μεγαλύτερος από τους στόλους των Αχαιών. Ίσως στην κατοχή του σκήπτρου να έπαιξε και κάποιο δευτερεύοντα ρόλο το γεγονός ότι ο «οίκος» του ήταν ο αρχαιότερος μεταξύ των Αχαιών. Αρχικά το σκήπτρο του το είχε φτιάξει ο Ήφαιστος για το Δία. Ο Δίας το έδωσε στον Πέλοπα και μέσω αυτού και του Ατρέα έφτασε στον Αγαμέμνονα. Μοιάζει αρκετά με την ποιμενική ράβδο. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η κύρια ενασχόληση των ομηρικών βασιλέων ήταν η κτηνοτροφία. Σε συμβολικό – και εν μέρει πραγματικό – επίπεδο, όπως ο ποιμένας είναι αφέντης του ποιμνίου του, έτσι και ο σκηπτούχος είναι ο επικεφαλής των υπολοίπων. 44 φορές στην Ιλιάδα χαρακτηρίζονται ποιμένες λαών οι «βασιλείς».

 

Δραστηριότητες όπως η ζωοκλοπή, η πειρατεία και η λεηλασία, θεωρούνταν φυσιολογικές εκείνη την εποχή. Στην ασπίδα του Αχιλλέα υπάρχουν παραστάσεις ζωοκλοπών. Στην Οδύσσεια (Ι 252-255) ο Πολύφημος ρωτάει με φυσικότητα τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του αν είναι πειρατές που αρμενίζουν στις θάλασσες (“ληιστῆρες”). Ακριβώς το ίδιο και με την ίδια φυσικότητα ρωτάει ο Νέστορας τον Τηλέμαχο (Γ 71-74), χρησιμοποιώντας την ίδια λέξη (“ληιστῆρες”). Και οι δύο ερωτώμενοι δεν απορούν για την ερώτηση που δέχονται, ούτε αντιδρούν στον χαρακτηρισμό. Απαντούν με απόλυτη φυσικότητα. Σημειώνουμε ότι τα δύο παραπάνω χωρία είναι ακριβώς τα ίδια στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια.

Μεταξύ βασιλέων, ο «σκηπτούχος» είναι κάτι σαν πρώτος μεταξύ ίσων, σε μία ισορροπία του τρόμου, που μπορεί να αλλάξει από στιγμή σε στιγμή. Σε συνθήκες κοινής πολεμικής επιχείρησης, αυτή η ισορροπία συνήθως δεν διασαλευόταν, χάριν του κοινού σκοπού. Η αμφισβήτηση του σκηπτούχου- αρχιστράτηγου θα έθετε σε κίνδυνο την έκβαση της επιχείρησης και τα συμφέροντα τους. Η στάση του Αχιλλέα είναι μία εξαίρεση στον κανόνα, η οποία οφείλεται στην εξυπηρέτηση της εξέλιξης της πλοκής του έπους.

Όταν επρόκειτο για σχέσεις μεταξύ του σκηπτούχου και των μελών του «οίκου» του, η εξουσία που προσέδιδε το σκήπτρο ήταν απεριόριστη. Όταν όμως επρόκειτο για σχέσεις μεταξύ των «βασιλέων», η σχέση του σκηπτούχου με τους υπόλοιπους βασιλείς ήταν διαφορετική. Η εξουσία του πάνω τους δεν ήταν απεριόριστη· μεταξύ τους είχαν μία χαλαρή σχέση περιορισμένης εξάρτησης. Μερικά παραδείγματα: Ο Αγαμέμνονας παρακάλεσε τον Οδυσσέα να συμμετέχει στην Τρωική εκστρατεία, δεν τον υποχρέωσε με τη βία να τον ακολουθήσει. Οι Κυκλάδες είναι μία από τις περιοχές που δεν πήραν καθόλου μέρος σε αυτήν. Οι Κεφαλλήνες και οι Κύπριοι έστειλαν ελάχιστα πλοία σε σχέση με την έκταση της επικράτειας τους. Αν η σχέση του Αγαμέμνονα με τους υπόλοιπους ήταν σχέση απόλυτης εξουσίας, όλα αυτά τα φαινόμενα δε θα συνέβαιναν. Ως σκηπτούχος-αρχιστράτηγος, θα υποχρέωνε τους πάντες να τον ακολουθήσουν με τους δικούς του όρους.

Ούτε στο πεδίο της μάχης, όμως, ο σκηπτούχος έχει απόλυτη εξουσία πάνω στους υπόλοιπους βασιλείς. Τον πλαισιώνουν η συνέλευση των γερόντων και η συνέλευση των πολεμιστών, που μπορεί μεν να ήταν βοηθητικά όργανα και μην είχαν τη δικαιοδοσία να παίρνουν αποφάσεις, η γνώμη τους όμως ήταν ένα βαρόμετρο των διαθέσεων του σώματος τους και συνήθως λαμβάνονταν υπ’ όψιν από τον σκηπτούχο. Ένας άλλος περιοριστικός παράγοντας στην απόλυτη εξουσία του σκηπτούχου στις εκστρατείες ήταν οι βουλήσεις των υπολοίπων «βασιλέων», οι οποίες δεν συνέπιπταν πάντοτε με τη δική του. Εκτός από το κλασικό παράδειγμα του Αχιλλέα, στην Ιλιάδα έχουμε και άλλους βασιλείς που εναντιώνονται περιστασιακά στον Αγαμέμνονα, χωρίς όμως να φτάσουν να αμφισβητήσουν έμπρακτα την εξουσία του και τον τίτλο του, και χωρίς βέβαια να τον υποχρεώσουν να δεχτεί τη γνώμη τους. Ο Αγαμέμνονας παίρνει τις αποφάσεις, χωρίς να έχει την υποχρέωση να ακολουθήσει τις συμβουλές και να δεχτεί τη γνώμη κανενός.

Βέβαια, όλοι αυτοί οι θεσμοί είναι χαλαροί και συχνά καταλήγουν να είναι άτυποι. Σε πολλές περιπτώσεις στην Ιλιάδα οι «βασιλείς» διαφωνούν ανοιχτά μεταξύ τους, αλληλοκατηγορούνται και δε διστάζουν να βγάλουν ο ένας τα άπλυτα του άλλου στη φόρα. Αυτό είναι αναμενόμενο αφού πρόκειται για τυχοδιώκτες, για οπορτουνιστές, για ανθρώπους που το μόνο που τους ενώνει συγκυριακά είναι ο κοινός σκοπός: Η άλωση της Τροίας, η λαφυραγώγηση και λεηλασία της και η απόκτηση πλούτου. Αυτά περί κοινής γλώσσας, κοινής λατρείας και κοινής καταγωγής, όταν έρθει η ώρα της αρπαγής δεν τα λογαριάζουν και πολύ. Η Ιλιάδα βρίθει παραδειγμάτων που το αποδεικνύουν.

 

Και η εκλογή του βασιλέα είναι κάτι σχετικό. Αν κάποιος «οίκος» ξεμείνει από αρχηγό, εκλέγει κάποιον άλλον, από τον ίδιο ή κάποιο φιλικό ή συγγενικό «οίκο». Επίσης, σε αυτή τη ρευστή κατάσταση που χαρακτηρίζει τις εξουσιαστικές σχέσεις της ομηρικής εποχής, σε μία πολεμική επιχείρηση, μπορεί αυτός που είναι αρχηγός του στρατού του βασιλείου του να μην είναι ο αρχηγός του «οίκου» του. Για παράδειγμα, ούτε τα παιδιά του Πριάμου, ούτε ο Αχιλλέας, ούτε και ο Οδυσσέας είναι αρχηγοί των «οίκων» τους. Οι αρχηγοί είναι οι πατέρες τους, οι οποίοι λόγω ηλικίας, είτε δε συμμετέχουν καθόλου στον πόλεμο, είτε είναι παρατηρητές του.

Η πραγματική ισχύς του κάθε βασιλέα εξαρτάτο από το πόσο γερά θεμέλια είχε η στρατιωτική και πολιτική του εξουσία μέσα στην επικράτεια του. Αυτό διαφαίνεται και στη διαφορετική μοίρα που είχαν οι ιλιαδικοί βασιλείς που επιβίωσαν του Τρωικού Πολέμου, όταν επέστρεψαν στα βασίλεια τους. Δε βρήκαν όλοι την ίδια κατάσταση σε αυτά με το γυρισμό τους. Κάποιοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με σφετεριστές της εξουσίας τους, των οποίων η καταστολή υπήρξε από δύσκολη ως αδύνατη. Οι συχνές απουσίες αυτών και των στρατευμάτων τους από τη βάση τους, άφησε αφύλακτα τα «νώτα» πολλών από αυτών και τα εξέθεσε σε εσωτερικούς και εξωτερικούς «εχθρούς». Με άλλα λόγια, το καθεστώς τους έσκαψε μόνο του το λάκκο του και έπεσε μέσα σε αυτόν, μερικά χρόνια ή δεκαετίες μετά την Τρωική εκστρατεία.

Μερικά στοιχεία για την ομηρική εποχή

Μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού και την καταστροφή των ανακτορικών του κέντρων, εκλείπει η κεντρική-συγκεντρωτική εξουσία των παλιών ανακτών. Επίσης, μαζί με τα ανακτορικά κέντρα, εξαφανίζονται από τον ιστορικό χάρτη και τα μέλη της στρατιωτικής αριστοκρατίας που βρίσκονταν στην κορυφή της πυραμίδας της μυκηναϊκής κοινωνικής ιεραρχίας. Όπως είδαμε πιο πριν, αυτό μπορεί να εξηγηθεί με την παραδοχή της διαφορετικής φυλετικής τους προέλευσης σε σχέση με τον ιθαγενή πληθυσμό. Στη μεταμυκηναϊκή κατάσταση πραγμάτων, στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας (η οποία είναι πολύ λιγότερο πολύπλοκη από την προηγούμενη), μεταπηδούν οι λεγόμενοι «βασιλείς», οι τοπικοί άρχοντες-προύχοντες της μυκηναϊκής εποχής, οι οποίοι πιθανότατα ανήκαν φυλετικά στο γηγενή πληθυσμό· δεν ήταν επήλυδες, όπως φαίνεται ότι ήταν οι πάνω από αυτούς. Δύο αιώνες αργότερα, με τη συγγραφή των ομηρικών επών, θα γίνουν οι πρωταγωνιστές τους.

Η κοινωνία που προέκυψε μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού είναι αρκετά διαφορετική από αυτήν που διαδέχτηκε. Σε αυτήν δεν υπάρχει ο απόλυτος συγκεντρωτισμός και η αυστηρή ιεραρχική δομή της μυκηναϊκής κοινωνίας, ούτε και οι πολύπλοκοι γραφειοκρατικοί διοικητικοί μηχανισμοί των ανακτορικών της κέντρων, καθώς εξέλειψαν οι λόγοι που τους γέννησαν και τους γιγάντωσαν στη μυκηναϊκή εποχή.

Στη μεταμυκηναϊκή περίοδο οι πληθυσμοί δεν εξαϋλώθηκαν, ούτε εξαφανίστηκαν. Τις υποθέσεις για μετακινήσεις πληθυσμών προς διάφορες κατευθύνσεις και για δραματική μείωση τους, όσο παραμένουν αστήρικτες, θα τις αντιμετωπίζουμε ως τέτοιες, με όση σοβαροφάνεια και να διατυπώνονται. Μετά την εξαφάνιση των ανακτόρων και των κυρίων τους, η ζωή συνεχίστηκε, αν και με διαφορετικούς όρους. Για περίπου έναν αιώνα μετά την κατάρρευση του ανώτερου μέρους της «πυραμίδας» του μυκηναϊκού πολιτισμού, δεν κατασκευάζονταν οικοδομήματα από υλικά που αντέχουν στο χρόνο. Οι περισσότερες κατασκευές της εποχής αυτής ήταν από φθαρτά υλικά, γι’ αυτό και δεν άντεξαν στο χρόνο και δεν έφτασαν σε εμάς ως ερείπια. Επομένως, το να μιλά κανείς για ερήμωση, βασιζόμενος μόνο σε αυτό το στοιχείο είναι το λιγότερο παρακινδυνευμένο. Η έννοια του «μεσαίωνα», όπως αυτή δόθηκε αυθαίρετα στην εποχή αυτή από κάποιους αρχαιολόγους πριν από πολλές δεκαετίες, είναι τελείως πλασματική, τόσο για τον αρχαιοελληνικό, όσο και για τον χετιτικό και άλλους υποτιθέμενους «μεσαίωνες» της Ανατολής.

 

Την εποχή αυτή οι πληθυσμοί μετακινούνται προς την ενδοχώρα για μεγαλύτερη προστασία. Οχυρώνονται σε τειχισμένα υψώματα, σε απόκρημνες και δύσβατες περιοχές ή απλά μακριά από την ακτογραμμή. Διαμένουν κυρίως σε κώμες αλλά και σε μικρότερα πολίσματα και χωριά. Η εμπορική δραστηριότητα ελαττώνεται μόνο για έναν αιώνα (12ο). Η παραγωγή της μικρής βιοτεχνίας (εργαστήρια) μειώνεται κι αυτή στο ίδιο διάστημα, τώρα όμως προσανατολίζεται σε μικρότερο βαθμό στη ματαιόδοξη συσσώρευση πλούτου μίας κοινωνικής ελίτ, και σε μεγαλύτερο βαθμό στις πραγματικές υλικές ανάγκες των ανθρώπων.

Ο βασικός πυρήνας των ταξικών κοινωνιών των κωμών είναι ο «βασιλικός οίκος». Αυτός αποτελείται από τα μέλη της ευρείας οικογένειας που τον συνθέτουν (κάτι σαν το μεταγενέστερο σόι, στην ευρύτερη εκδοχή του), και από την περιουσία της: τα κοπάδια, τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις, τον οπλισμό, τα πολύτιμα μεταλλικά αντικείμενα, την οικοσκευή, το στρατό, τους πολυάριθμους δούλους και το υπηρετικό προσωπικό. Οι αρχηγοί των «οίκων» ήταν οι «βασιλείς», όπως είδαμε πιο πριν. Η προσωνυμία «ευγενής» τους προσδόθηκε όταν μέσω της προπαγάνδας της εποχής (επική ποίηση) ηρωοποιήθηκαν και παγιώθηκε σταδιακά στο συλλογικό ασυνείδητο η φενάκη ότι είχαν θεϊκή καταγωγή και επομένως το γένος τους ήταν ανώτερο και ευγενέστερο από αυτό των απλών θνητών (εὖ – γένος). Τα μέλη των «οίκων» διαμένουν μέσα στα όρια της τειχισμένης πόλης, η οποία τους παρέχει σχετική προστασία από τους εξωτερικούς εχθρούς. Μεταφορικά και κυριολεκτικά, οι κοινωνίες αυτές είναι σαφώς πιο «κλειστές» από τις μυκηναϊκές.

Ίσως την ίδια σημασία με τα κτηνοτροφικά προϊόντα θα πρέπει να είχαν για τις τοπικές οικονομίες τα λάφυρα που οι «οίκοι» αποκτούσαν από τις συχνές λεηλασίες που έπονταν των επιτυχών επιδρομών τους εναντίον άλλων «οίκων». Τα πολυτιμότερα από τα λάφυρα θα ήταν τα μεταλλικά αντικείμενα ή ο σίδηρος ως πρώτη ύλη. Βέβαια, ιδιαίτερα χρήσιμα για τους πορθητές των πόλεων θα ήταν και τα ανθρώπινα λάφυρα. Γενικά, τα λάφυρα, εκτός της χρηστικής και ανταλλακτικής τους αξίας, ήταν και σύμβολα κύρους για τους ισχυρούς που τα αποκτούσαν και τα ιδιοποιούνταν. Όταν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις ξεπερνούσαν τα όρια του απλού πλιάτσικου, σε αυτές συμμετείχαν πολλοί «οίκοι», που ένωναν τις δυνάμεις τους για τον κοινό σκοπό. Όταν, δε, αποφασιζόταν μία εκστρατεία μεγαλύτερης κλίμακας και υψηλότερου βαθμού δυσκολίας, τότε ένωναν τις δυνάμεις τους πολλοί «οίκοι» από διαφορετικές επικράτειες εναντίον κάποιου άλλου ή κάποιων άλλων σε μία μακρινή επικράτεια. Αυτή είναι η περίπτωση του Τρωικού Πολέμου.

Η ταξική και κοινωνική διαφοροποίηση μεταξύ των «βασιλέων» και των υποτελών τους είναι σαφής. Καθώς δεν παντρεύονταν με μέλη του υποτελούς πληθυσμού, αυτή η διαφοροποίηση παρέμεινε αδιασάλευτη για αιώνες. Όσο για τους «από κάτω», τα όρια μεταξύ «ελεύθερου» υπηκόου και δούλου ήταν ασαφή. Οι δούλοι ήταν οι αιχμάλωτοι που έπιαναν στους πολέμους και στις επιδρομές, καθώς και οι «ελεύθεροι» που έχαναν τον κλήρο τους. Για τις γυναίκες τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα: Στις συχνές επιδρομές που πραγματοποιούνταν, όταν οι επιτιθέμενοι κατακτούσαν μία πόλη, τη λεηλατούσαν και μετά συνήθως την έκαιγαν. Σκότωναν τους άντρες και άρπαζαν τις γυναίκες, ελεύθερες και δούλες. Τις βίαζαν, τις σκλάβωναν και τις χρησιμοποιούσαν ως δούλες και παλλακίδες στα δικά τους μέρη. Αυτό προαισθάνεται ο Έκτορας για την τύχη που θα είχε η γυναίκα του η Ανδρομάχη, αν αυτός σκοτωνόταν στη μάχη και έπεφ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;