Σε αυτή την εργασία θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε ορισμένες μόνο από τις πολλές δυσχέρειες που σχετίζονται με την αντικειμενικότητα της πολιτικής ανάλυσης[1] (ειδικότερα) και της γνώσης των πολιτικών φαινομένων[2] (γενικότερα), ώστε αρχικά να περιγραφεί η λειτουργία των παραμορφωτικών προϊδεάσεων[3] και στη συνέχεια να διατυπωθούν ορισμένοι προβληματισμοί.
Καταρχάς είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι η αξιολογική ουδετερότητα είναι δύσκολη υπόθεση διότι: α) τίποτα δεν το προσλαμβάνουμε γυμνό και αμόλυντο από εμάς του ίδιους, β) καθένα πολιτικό φαινόμενο που ερευνούμε δεν επηρεάζεται μόνο από τη δική μας αντίδραση, αλλά και από τις σκέψεις, τους στοχασμούς και τις ανησυχίες άλλων στοχαστών[4], γ) πολλές από τις πλευρές των πολιτικών φαινομένων αδυνατούμε να τις δούμε στην ολότητά τους, δ) ακόμη κι όταν ερευνούμε πολιτικά φαινόμενα από το παρελθόν, αυτό δεν σημαίνει ότι βρισκόμαστε και «έξω από αυτά»[5].
Με άλλα λόγια δεν υπάρχει η συνθήκη του «άγραφου πίνακα» (tabula rasa)[6], αντιθέτως για όλα τα αντικείμενα έχουμε μια ιδέα και μια «εντύπωση» πριν ακόμη τα γνωρίσουμε.
Επομένως αντικειμενικότητα στη πολιτική σκέψη, πρώτα από όλα, σημαίνει απόσταση ανάμεσα στην ανάλυση (ως αναζήτηση της αλήθειας και ερμηνεία των φαινομένων) και στην πίστη (ως προϊδέαση της αλήθειας).
Η δυσκολία βρίσκεται στο ότι αυτός που εξετάζει και αναζητά, ως ερευνητής πολιτικός επιστήμονας, πριν ακόμη προσεγγίσει ένα πολιτικό ζήτημα το κοιτάζει, εκ των προτέρων, μέσα από υποκειμενικές παραμορφωτικές προϊδεάσεις.
Οι προϊδεάσεις, με τις οποίες θα καταπιαστούμε εδώ, ορίζονται ως παραμορφωτικές ερευνητικές στάσεις (attitudes) και νοούνται ως προσανατολισμοί που επειδή προκαλούν ένα αίσθημα ικανοποίησης οδηγούν τον ερευνητή να συλλαμβάνει το πολιτικό φαινόμενο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην εμποδίζεται η ικανοποίηση αυτή.
Δηλαδή θα μιλήσουμε για εκείνες τις ανάγκες που, επειδή πρέπει να πληρωθούν (ικανοποιηθούν) με τον τρόπο που τους αντιστοιχεί, εμποδίζουν την αποστασιοποίηση ανάμεσα στον πολιτικό αναλυτή και το πολιτικό αντικείμενο.
Αυτή η απόσταση όσο είναι μεγαλύτερη, τόσο ματαιώνει ή μειώνει την παραγωγή της διανοητικής ευφορίας.
Οι κυριότερες παραμορφωτικές προϊδεάσεις[7], που θα εξεταστούν εδώ με κριτήριο την ψυχολογική τους κατεύθυνση[8], είναι οι εξής: α) η «ανάγκη» γενικοποίησης, β) η «ανάγκη» του ειδικού ή της μοναδικότητας και γ) η ασφάλεια της αυθεντίας.
Ένα από τα εξωτερικά γνωρίσματα της επιστημονικής γνώσης είναι η στιγμή που η μελέτη του (α) ή (β) πολιτικού φαινομένου επιτρέπει στον πολιτικό επιστήμονα να το εντάξει σε μια γενική κατηγορία μαζί με άλλα φαινόμενα που διέπονται από τους ίδιους ή ανάλογους κανόνες.
Κάνοντας αυτό ο πολιτικός αναλυτής δημιουργεί, τροφοδοτεί υπάρχουσες γενικές κατηγορίες που έχουν μια λιγότερο ή περισσότερο τυπολογική λειτουργία[9].
Έτσι π.χ. συχνά διαβάζουμε ότι τα αγγλικά και αμερικανικά κόμματα λειτουργούν μέσα σ’ ένα σύστημα εκλογικού συσχετισμού που έχει τη δική του λογική: τη δικομματική.
Πρόκειται για ένα σύστημα μέσα στο οποίο δύο κατά κύριο λόγο πολιτικά κόμματα εναλλάσσονται με κάποια περιοδικότητα στην εξουσία.
Δημιουργείται έτσι η γενική έννοια του δικομματικού συστήματος που στη συνέχεια οδήγησε σε συμπληρωματικές κατηγορίες όπως «μονοκομματικά», «πολυκομματικά», «δικομματικά με κυριαρχικό κόμμα» συστήματα, κλπ.
Με βάση αυτές τις γενικές κατηγορίες πολλοί εντάσσουν στη συνέχεια τα διάφορα πολιτικά καθεστώτα σε ομογένειες, κάτι που από πρώτη άποψη δεν είναι διόλου επιλήψιμο.
Τα προβλήματα όμως αρχίζουν όταν αυτή την ανάγκη της ένταξης την έχουμε τόσο πολύ συνηθίσει, ώστε και ορισμένα συστήματα που δεν εντάσσονται σε καμιά από τις κατηγορίες αυτές να θέλουμε οπωσδήποτε να τα ταξινομήσουμε κάτω από ένα γενικό τίτλο π.χ. μονοκομματικά, δικομματικά κλπ.
Η αλήθεια είναι ότι μια τέτοια υπαγωγή υπακούει στην ανάγκη μας να ελέγξουμε το φαινόμενο υποτάσσοντάς το στους κανόνες της κατηγορίας που νομίζουμε ότι ανήκει.
Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί σε εμάς κάποια διανοητική ασφάλεια γιατί ξέρουμε ότι το φαινόμενο είναι πια ταξινομημένο[10].
Τέτοιες υπαγωγές όμως δεν είναι επαρκείς λόγοι για να μετατρέψουμε την ανάγκη μας για διανοητική ασφάλεια, σε γενικότερη ερευνητική επιστημονική στάση και νοοτροπία.
Γιατί υπάρχουν περιπτώσεις που ορισμένα κομματικά ή άλλα συστήματα εμφανίζουν τέτοιες ιδιοτυπίες ώστε να μην εντάσσονται σε καμιά κατηγορία από εκείνες τουλάχιστον που διαθέτουμε ορισμένη στιγμή.
Για παράδειγμα, ας λάβουμε υπόψη το ελληνικό πολιτικό σύστημα· την τελευταία δεκαετία, της κρίσης, μια σειρά από πολιτικά κόμματα έχουν βρεθεί εντός και στη συνέχεια εκτός του Κοινοβουλίου.
Το εύλογο ερώτημα που τίθεται αυτομάτως είναι το εξής: είναι αρκετή αυτή η δυναμική των τελευταίων ετών ώστε να μας επιτραπεί να χαρακτηρίσουμε το σημερινό πολιτικό μας σύστημα ως πολυκομματικό;
Στην πραγματικότητα, τα συστήματα αυτά, όπως και η ελληνική περίπτωση, θα πρέπει να ερευνηθούν προσωρινά ως αυτοτελείς περιπτώσεις γιατί ακριβώς εμφανίζουν μια δική τους λειτουργία.
Αν αντίθετα μας διακατέχει τόσο πολύ η λατρεία του γενικού, το πάθος της με κάθε τρόπο ένταξης, κινδυνεύουμε να υπερτονίσουμε, στο συγκεκριμένο φαινόμενο που ερευνούμε, όλα τα στοιχεία που διευκολύνουν την υπαγωγή του μια (α) ή (β) κατηγορία και να αγνοήσουμε τα χίλια στοιχεία που το διαφοροποιούν. Και αυτά τα δεύτερα είναι εκείνα ακριβώς που μας ενδιαφέρουν.
Όλα αυτά οδηγούν στην υπόθεση πως βρισκόμαστε κάτω από έναν διαρκή κίνδυνο, ασυνείδητο έστω, να απωθούμε όλα τα διαφοροποιητικά χαρακτηριστικά ενός φαινομένου, επειδή η αποκάλυψή τους θα διατάραζε την παραμορφωτική προθεώρηση που έχουμε για το φαινόμενο.
Πολλές φορές μάλιστα, μέσα από τη λατρεία του γενικού, φθάνουμε χωρίς να το συνειδητοποιούμε σε σκέψεις δεοντολογικές ώστε να θεωρούμε ότι επειδή ορισμένα π.χ. κομματικά συστήματα δεν είναι δικομματικά, αυτό είναι αρνητικό. Και αυτό a priori το θεωρούμε αντικανονικό[11].
Μια τέτοια κρίση όμως, ενώ μπορεί να είναι ορθή από μια ορισμένη άποψη πολιτικής ή επιστήμης της πολιτικής, δεν έχει καμία σχέση με την Πολιτική Επιστήμη.
Το πρώτο πράγμα που ενδιαφέρει την Πολιτική Επιστήμη, στη σειρά της έρευνας, δεν είναι το τί είναι ή δεν είναι αντικανονικό, αλλά το τί υπάρχει[12].
Ένα συχνό παράδειγμα που αφορά σε αδικαιολόγητες γενικοποιήσεις είναι όταν δημιουργούνται τυπικές κατηγορίες επαναστάσεων και αρχίζει αμέσως η διανομή συγκεκριμένων επαναστατικών γεγονότων μέσα στις «υποδοχές» που έχουν έτσι προκατασκευαστεί[13].
Όσο όμως και αν είναι χρήσιμη μια τέτοια δραστηριότητα για έναν ερευνητή και για τους επόμενους ερευνητές, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως είναι ενδεχόμενο μια ή δυο επαναστατικές εκδηλώσεις να πρέπει να μείνουν απ’ έξω γιατί δεν «ταιριάζουν» στις υπάρχουσες «υποδοχές»[14].
Θα πρέπει δηλαδή να παραμείνουν ως υλικό υπό διάσκεψη. Η τακτική αυτή είναι χρήσιμη από δύο απόψεις.
Πρώτα απ’ όλα δείχνει μη πίστη στο ψευδοεπιστημονικό ιδανικό «η ένταξη για την ένταξη».
Δεύτερο μπορεί η καθυστέρηση της υπαγωγής να υποψιάσει στο κατά πόσο οι «υποδοχές», οι τυπολογίες που διαθέτουμε είναι οι κατάλληλες, ή μήπως θα πρέπει να τις ανακατασκευάσουμε ή και να τις αντικαταστήσουμε.
Βέβαια, όλες αυτές οι ενστάσεις για τους κινδύνους που ενέχει η ένταξη για την ένταξη, δεν θα πρέπει να μετατρέπονται σε προσχήματα για να αναστέλλεται κάθε θεωρητική γενίκευση με τη δικαιολογία μάλιστα ότι το εμπειρικό υλικό που διαθέτουμε δεν είναι «ακόμα» επαρκές.
Γιατί τότε θα είναι αντικειμενικά αδύνατο να συμφωνήσουμε πότε το υλικό αυτό θα είναι επαρκές, πότε θα έχει έλθει η στιγμή για την ένταξη.
Το να εντάσσουμε ανάλογα εμπειρικά ποσά πολιτικής ύλης σε ανάλογες θεωρητικές «γενικοποιήσεις» δεν αποτελεί εκδήλωση παραμορφωτικής στάσης, αλλά νόμιμη χρήση ορισμένου επιπέδου ανάλυσης.
Αντίθετα εκείνο που θα πρέπει να αποφεύγουμε είναι να στηρίζουμε ένα ανώτερο επίπεδο ανάλυσης, μια ανώτερη θεωρητική γενίκευση, στο εμπειρικό υλικό που αντιστοιχεί σ’ ένα κατώτερο επίπεδο ανάλυσης[15].
Μια συχνή μορφή με την οποία εκδηλώνεται η ανάγκη για γενικοποίηση είναι οι λεγόμενες διχοτομικές ταξινομήσεις.
Η διχοτομική ταξινόμηση π.χ. φιλελεύθερα καθεστώτα/αυταρχικά καθεστώτα, έχει μια εξωτερική απλότητα που γοητεύει.
Το πλεονέκτημα όμως αυτό δεν είναι αρκετό για να μας κάνει να αγνοήσουμε, ότι κάθε διχοτομική ταξινόμηση έχει ένα χαρακτήρα λιγότερο ή περισσότερο απόλυτο και πολωτικό, ώστε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να πρέπει να υπαχθεί στη μια ή την άλλη κατηγορία.
Ο απόλυτος χαρακτήρας της αποκαλύπτεται από την έρευνα που κάνουμε στο εσωτερικό κάθε ακραίας κατηγορίας.
Διαπιστώνουμε εκεί ότι μερικά από τα καθεστώτα που είναι ταξινομημένα π.χ. ως φιλελεύθερα καθώς και μερικά άλλα ταξινομημένα ως αυταρχικά μοιάζουν σε μερικές από τις συγκλίνουσες πλευρές τους τόσο πολύ, ώστε η ανάγκη για μια τρίτη και τέταρτη ενδιάμεση ασυνεχή κατηγορία να είναι απολύτως απαραίτητη[16].
Πολλές φορές η επιστημονική υποχρέωση να επισημαίνουμε τις ιδιοτυπίες των πολιτικών φαινομένων, δημιουργώντας καινούργιες κατηγορίες, έστω και σε βάρος της τυπολογικής απλότητας, μπορεί να μας οδηγήσει σε μια εντελώς αντίθετη ψυχολογική κατεύθυνση από την προηγούμενη.
Εκεί είχαμε να αντιμετωπίσουμε τις παραμορφωτικές συνέπειες της γενικοποίησης, εδώ βρισκόμαστε μπροστά στην απειλή από την απόλαυση τις ειδικής περίπτωσης.
Η παραμορφωτική στάση της ειδικής περίπτωσης αποτελεί απάντηση-ικανοποίηση στην ανάγκη να θεωρούμε πολλά πολιτικά φαινόμενα ως «έκτακτα», ως «εξαιρετικά», ως απολύτως ειδικά και να αρνούμεθα κάθε υπαγωγή τους σε γενικότερες κατηγορίες.
Ορισμένοι πολιτικοί επιστήμονες βρίσκουν μια ιδιαίτερη ευχαρίστηση, όχι με το να σημειώνουν τις αποκλίσεις εκεί που υπάρχουν, αλλά με το να τις εφευρίσκουν και εκεί που δεν υπάρχουν.
Αποκλίσεις βέβαια υπάρχουν, άλλωστε αυτό ήταν το νόημα των προειδοποιήσεων που διατυπώσαμε στην προηγούμενη παράγραφο.
Εκείνο όμως που διαπιστώνουμε εδώ είναι ότι πολλές από τις λεγόμενες ειδικές ή εξαιρετικές περιπτώσεις δεν είναι παρά χαρακτηρισμοί, που αντί να δικαιολογούνται από μια πραγματική διαφορά δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ικανοποιούν ένα αίσθημα προσωπικής διαφοροποίησης του ερευνητή, που εξωτερικεύεται μέσα από τη διανοητική διαφοροποίηση του φαινομένου,
Ορισμένοι από εμάς, που θα θέλαμε να διατυπώσουμε κάτι το διαφορετικό, κατασκευάζουμε μια νέα θεωρία παραθέτοντας τα γεγονότα τόσο ιδιαίτερα ώστε να δικαιολογούμε τη νέα θεωρία[17].
Αυτές οι διευκρινίσεις δεν γίνονται εδώ με σκωπτική διάθεση. Μόνο σκοπό έχουν να συνειδητοποιήσουμε ότι πολλές φορές η ερευνητική προσπάθεια του πολιτικού επιστήμονα είναι ταυτόχρονα και έκφραση των προσωπικών του προβλημάτων.
Αυτό θα πρέπει να μας κάνει εξαιρετικά προσεκτικούς και να μας υποχρεώσει ίσως σε κάποια προερευνητική αυτογνωσία που στη γλώσσα μιας άλλης επιστήμης λέγεται και «αυτοανάλυση».
Ας μας επιτραπεί να θυμίσουμε εδώ μια εξήγηση για το φαινόμενο αυτό, που διατυπώθηκε από τον G. Βachelard κατά τρόπο γενικό και που δεν υπάρχει κανείς λόγος να μην ισχύει εξ ίσου και για την Πολιτική Επιστήμη.
Σύμφωνα με αυτή, η τάση του πολιτικού επιστήμονα αλλά και του οποιουδήποτε ερευνητή να ανακαλύπτει εξαιρέσεις και ειδικές περιπτώσεις οφείλεται σε ορισμένο μέτρο και σε μια βαθύτερη ανάγκη του, που προσδιορίζεται κατά μεγάλο ποσοστό από το είδος της πρώιμης διαπαιδαγώγησής του ειδικότερα από το βαθμό του «αποκρυφισμού» που ως νοοτροπία χαρακτήριζε το πρώτο οικογενειακό του περιβάλλον.
Χωρίς αυτό να σημαίνει, όπως είπαμε και στην προηγούμενη παράγραφο, ότι δεχόμαστε κάθε προκαθοριστική υπερβολή.
Όπως ξέρουμε, πολλοί γονείς κρύβουν από τα παιδιά τους το μυστικό της διαιώνισης του είδους και προωθούν «εξηγήσεις» που τις περισσότερες φορές είναι τόσο αφελείς, ώστε τα παιδιά να διευκολύνονται στο να αποκαλύπτουν μόνα τους την ειδική πραγματικότητα γρηγορότερα απ’ ότι θα ήθελαν, οι γονείς τους.
Αυτό όμως τα κάνει να υποψιάζονται και τελικά να συνειδητοποιούν ότι οι γονείς αποκρύβουν κάτι, για να τους αποκλείσουν την είσοδο σε μια ειδική ηδονική περιοχή (libidinale). Αλλά τότε κινείται ο εξής καταπληκτικός σε δύναμη αναστροφής μηχανισμός.
Κάθε τί που είναι libido και προβάλλεται από τους γονείς ως μυστήριο, κάνει ώστε στη συνέχεια κάθε τί άλλο που παραβάλλεται ως μυστήριο να θέτει σε κίνηση ένα γενικότερο libido, που χωρίς να είναι γενετικό, εκφράζεται και ικανοποιείται μέσα από την αναζήτηση του ειδικού.
Το υποκείμενο αρχίζει έτσι να έλκεται όχι μόνο από το