Εκμετάλλευση ετυμολογικά σημαίνει «βγάλσιμο του μετάλλου» (απ’ το μετάλλευμα που το περιέχει και που υπάρχει σε φυσική κατάσταση). Η συναρπαστική λογική της γλώσσας αποκαλύπτει όλο το εύρος και όλο το βάθος αυτής της τρομερής λέξης, γύρω από την οποία περιστρέφονται όλοι οι κοινωνικοί αγώνες από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας.
Αν μάλιστα πάρουμε υπόψη πως το πιο σπάνιο και συνεπώς πολύτιμο μέταλλο που υπάρχει στη φύση είναι ο χρυσός, τότε ο εκμεταλλευόμενος θα μπορούσε να είναι κάτι σαν… χρυσωρυχείο. Πράγματι, για να ‘χεις χρυσό σε ράβδους ή σε νόμισμα δεν είναι ανάγκη να ‘σαι χρυσορύχος, αρκεί να ’σαι εκμεταλλευτής.
Συνεπώς, πρέπει να ‘χεις γύρω σου ανθρώπους, έτοιμους να παίξουν το ρόλο του «μεταλλεύματος». Όμως, κανείς δεν θα δεχόταν να παίξει αυτό το φριχτό ρόλο, έτσι για πλάκα. Άλλωστε, ο κάθε λογικός άνθρωπος θα προτιμούσε να ’ναι εκμεταλλευτής, παρά εκμεταλλευόμενος, αν έμπαινε μπροστά στο δίλημμα. Η τεράστια γοητεία του καπιταλισμού (η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας, όπως λέει ο Μπουνιουέλ) συνίσταται στο ότι δίνει σε όλους την ελπίδα πως θα μπορούσαν κάποτε να περάσουν απ’ τη θέση του εκμεταλλευόμενου, στη θέση του εκμεταλλευτή.
Κι αυτό πράγματι μπορεί να γίνει. Παρά την αυστηρότητα του κληρονομικού δικαίου, οι πλούσιοι εναλλάσσουν τη θέση τους με τους λιγάτερο πλούσιους κάθε εκατό χρόνια περίπου, όπως λένε οι οικονομολόγο. Και επειδή τα εκατό χρόνια περιέχουν τρεις γενιές, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ικανοποιημένοι που, ο όποιος πλούτος τους, θα φτάσει μέχρι την τρίτη γενιά απογόνων κατά μέσον όρο, χωρίς όμως να αποκλείεται να σταματήσει στην πρώτη και σε σπανιότερες περιπτώσεις να φτάσει μέχρι τη δέκατη ή την εικοστή, αν βέβαια η αλυσίδα των κληρονόμων είναι γερή και δεν έχει πολλές διακλαδώσεις.
Τις γενιές τις μετρούμε ανά τριακονταετία ανθρώπινης ηλικίας, δίνοντας στην καθεμιά τ ’ όνομα μιας δεκαετίας. Έτσι, λέμε γενιά του ’30, του ’40, του ’50 κτλ. Βάζουμε τα τριάντα χρόνια σαν όριο της γενιάς, διότι στα τριάντα του ο μέσος άνθρωπος συνήθως έχει ήδη απογόνους.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε πως στην ίδια γενιά ανήκουν αυτοί που έγιναν τριάντα χρονών μέσα στην ίδια δεκαετία. Εμείς εδώ προσδιορίζουμε μια γενιά κι από ένα σημαντικό γεγονός που συνέβη μέσα στη δεκαετία. Έτσι λέμε γενιά του ’40 και εννοούμε τη γενιά που έκανε ή υπέστη τον πόλεμο του ’40, γενιά του 114 (γενιά του ’70).
Ο πατέρας και ο γιος ανήκουν σε δυο διαφορετικές αλλά συνεχόμενες γενιές, ενώ ο παππούς και ο εγγονός βνήκουν σε δυο διαφορετικές βέβαια, αλλά απομακρυσμένες γενιές, διότι τους χωρίζει η γενιά του πατέρα του γιου και γιου του παππού.
Εξυπακούεται πως αυτό το τριαδικό σύστημα άρθρωσης των γενεών είναι συμβατικό, αφού οι γενιές διαδέχονται αδιάκοπα η μια την άλλη, αρχίζοντας την αλυσίδα πολύ πριν από τότε που «Αβραάμ εγέννησε Ισαάκ…». Από την εποχή του Αδάμ. Έχουν δίκιο λοιπόν οι θρησκείες που θεωρούν όλους τους ανθρώπους αδέρφια. Όμως ο μύθος του Κάιν και του Άβελ, που κάτω από διάφορες μορφές διατηρεί τη σημασία του, δημιουργεί προσκόμματα στην αδερφοσύνη, εξαιτίας της εκμετάλλευσης.
Ο λαός, πάντως, διαφυλάσσει το κοινωνικό και ηθικό νόημα της λέξης στην προσφώνηση «αδερφέ μου», ενώ οι παπάδες μεταξύ τους καθώς και τα μέλη των θρησκευτικών συλλόγων αυτοαποκαλούνται «αδερφοί», δίνοντας συχνά μια πολύ κλειστή και στενή έννοια στο αδερφάτο τους, όπως περίπου και οι μασόνοι.
Πάντως,*η αδερφοσύνη έγινε πολιτική έννοια μόνο στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, όταν οι Γάλλοι την έβαλαν τρίτη στη σειρά στο βασικό τους σύνθημα «Ελευθερία, Ισότητα, Αδερφοσύνη)!). Έκτοτε όμως, ο καπιταλισμός τροποποίησε δολίως το εννοιολογικό περιεχόμενο και των τριών λέξεων. Έτσι, όταν η αστική σκέψη λέει ελευθερία εννοεί ελεύθερη επιλογή της κατάστασης του εκμεταλλευτή ή του εκμεταλλευόμενου με το σόφισμα πως όλοι έχουν την ευχέρεια να γίνουν εκμεταλλευτές.
‘Οταν λέει ισότητα εννοεί ισότητα απέναντι στους νόμους και ισότητα ευκαιριών, χωρίς να διευκρινίζει πως οι νόμοι του αστικού κράτους κατοχυρώνουν την ανισότητα και πως η ισότητα ευκαιριών είναι μόνο θεωρητική, αφού ο ήδη πλούσιος αυτομάτως δημιουργεί με τον πλούτο του περισσότερες ευκαιρίες και για τον εαυτό του και για τους κοντινούς του, μηδέ των προσωπικών φίλων, ή των πολιτικών φίλων εξαιρούμενων.
Κι όταν λέει αδερφοσύνη παραπέμπει στην Αγία Γραφή και καθαρίζει στα γρήγορα. Πρέπει λοιπόν, να ξαναδώσουμε το αρχικό νόημα στο μεγαλειώδες σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης «Ελευθερία, Ισότητα, Αδερφοσύνη». Αλλά δεν θα μπορέσουμε να το δώσουμε όσο υφίσταται εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και συχνά ανθρώπου από γαϊδουράνθρωπο.
Η εκμετάλλευση είναι μια πανάρχαια υπόθεση, που εμφανίστηκε ταυτόχρονα με το εμπόρευμα. ‘Οταν οι άνθρωποι έφτασαν να παράγουν προϊόντα όχι για να τα καταναλώνουν οι ίδιοι, αλλά να τα πουλούν με κέρδος, όταν δηλαδή οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες
επέτρεψαν την παραγωγή εμπορεύματος, έπρεπε να βρουν τρόπο να παράγουν όσο το δυνατόν περισσότερα εμπορεύματα στο μικρότερο δυνατό χρόνο. Και το βρήκαν βάζοντας τους άλλους να δουλεύουν γι’ αυτούς. Στην αρχή με το ζόρι (δουλοκτητικό σύστημα), στη συνέχεια με τη συγκέντρωση μεγάλων εκτάσεων καλλιεργήσιμης γης στα χέρια πολύ λίγων (φεουδαρχία) και τέλος με την ελεύθερη πώληση της εργατικής δύναμης στην αγορά εργασίας (καπιταλισμός).
Εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι υπάρχουν και στα τρία κοινωνικά συστήματα, που διαδέχτηκαν το ένα το άλλο, όμως στην περίπτωση του καπιταλισμού η εκμετάλλευση καλύπτεται από το σόφισμα πως, τώρα πια αν θέλεις δουλεύεις. Μόνο αν κρίνεις συμφέρον για σένα, λέει, πουλάς την εργατική σου δύναμη στον εργοδότη, λες και θα ήταν δυνατό να μη δουλέψεις, όταν δεν έχεις να φας απ’ τα έτοιμα, που τελειώνουν έτσι κι αλλιώς, έστω κι αν χρειαστούν μερικές γενιές κληρονόμων για να ροκανίσουν τον προγονικό πλούτο, που έτσι κι αλλιώς προήλθε από εκμετάλλευση, παρόλο που δεν έχουμε άμεση αντίληψη αυτού του θλιβερού γεγονότος, αφού είναι προγενέστερο της υπάρξεώς μας εν τω κόσμω.
Τα πρώτα εμπορεύματα ήταν γεωργικά προϊόντα, πράγμα πολύ φυσικό αφού το πρώτο πράγμα για το οποίο θα μεριμνήσει κανείς είναι η τροφή του, άνευ της οποίας «ουδέν έστι γενέσθαι». ‘Ομως, για να ’χεις περίσσευμα γεωργικών προϊόντων για πούλημα, πρέπει να ’χεις χωράφια περισσότερα από αυτά που σου χρειάζονται για να εξασφαλίσεις τη δική σου τροφή.
‘Οταν οι επί του πλανήτη άνθρωποι ήταν ακόμα λίγοι, κι όταν η γη ήταν ακόμα ξέφραγο αμπέλι, ο καθένας μπορούσε να οικειοποιηθεί τόση έκταση γης, όση μπορούσε να καλλιεργήσει στην αρχή μαζί με τα μέλη της οικογένειάς του και στη συνέχεια με τη «βοήθεια» των δούλων. Ούτως πως προέκυψε η ιδιοκτησία, δηλαδή η κτήση, (η απόκτηση), προς ίδιον όφελος. Και η μέχρι τότε ξέφραγη γη, που μέχρι τότε ήταν όλη… ιδιοκτησία του θεού, γέμισε παλούκια και φράχτες. Ως τις μέρες μας ο φράχτης παραμένει το υπέρτατο σύμβολο της ιδιοκτησίας. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο θλιβερό από το να βλέπεις τη γη παλουκωμένη.
Αν, λοιπόν, «αυτό το χώμα είναι δικό σας και δικό μας», ποιος διάολος αποφάσισε κάποτε να ’ναι δικό σας και δικό μας; Κανείς δεν το αποφάσισε. Απλώς, ο καθένας κάποτε άρπαζε ό,τι μπορούσε να αρπάξει, ή μάλλον άρπαζε όσο του επέτρεπαν οι δυνάμεις του.
Έτσι, ο νόμος του ισχυρότερου εγκαταστάθηκε μαζί με την ιδιοκτησία, τη μακρινή εκείνη εποχή που ο πρωτόγονος άνθρωπος έκρινε σκόπιμο και συμφέρον να περιφράξει ένα αδέσποτο μέχρι τότε (που δεν είχε δεσπότη, δηλαδή κυρίαρχο ιδιοκτήτη), κομμάτι γης, ώστε να μην το καταπατήσουν άλλοι, που θα ’θελαν και αυτοί να γίνουν ιδιοκτήτες ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που έγινε και ο προηγούμενος, που πρόλαβε και παλούκωσε την «έγγειο κτήση» του.
Και ούτως πως, οι κτητικές αντωνυμίες (μου, σου, του, μας, σας, των καθιερώθηκαν
στη γραμματική σαν βασικό μέρος του λόγου, πιο βασικό πλέον και από το ουσιαστικό που προσδιορίζει τις ουσίες και το ρήμα που προσδιορίζει τις πράξεις. Ό σο για το επίθετο (που επιτίθεται, μπαίνει πάνω απ’ το ουσιαστικό) αυτό παίζει πάντα ένα ρόλο κατά το μάλλον ή ήττον διακοσμητικό, ή βοηθητικό, όπως άλλωστε και το επίρρημα και ενδιαφέρει
μάλλον τους «τεχνίτες του λόγου» παρά τους κατεργάρηδες με το μακρύ χέρι.
Φυσικά, ο ρόλος της ατομικής ιδοκτησίας στην ιστορία είναι απολύτως θετικός. Η γη δεν θα μπορούσε παρά να παλουκωθεί και η κτητική αντωνυμία δεν θα μπο-__ φούαε παρά να υπερκαλύψει το ουσιαστικό. Στο βαθμό που η κοινωνική ζωή οργανωνόταν θα ήταν αδύνατο να μην προκύψει η ατομική ιδιοκτησία, που επιτάχυνε την παραγωγική διαδικασία. Δεν έχει σημασία που εκατομμύρια άνθρωποι έπεσαν θύματα σε άνιση μάχη και αγώνα. Η ιστορία δεν ηθικολογεί.
Κι όσο λιγότερο ηθικολογεί κανείς, τόσο καλύτερος ιδιοκτήτης είναι. Αν οι καπιταλιστές ήταν υπέρ το δέον ηθικοί άνθρωποι, θα έπρεπε να αυτοκτονήσουν ομαδικά. Περιορίζουν, λοιπόν, τους ηθικούς κανόνες στους απολύτως αναγκαίους, ώστε να κερδίσουν και την άλλη ζωή μαζί με τούτη και ησυχάζουν οι άνθρωποι. ‘Ο χι, θα κάτσουν να σκάσουν σαν μερικούς
μερικούς που νοιάζονται για την προκοπή όλων και υποστηρίζουν πως η ιδιοκτησία θα μπορούσε να ‘ναι και συλλογική.
Υπάρχουν τρεις μορφές ιδιοκτησίας: Η ατομική, η προσωπική και η συλλογική. Όμως, συχνά γίνεται ένα μπέρδεμα ανάμεσα στην ατομική και την προσωπική ιδιοκτησία. Η ατομική Ιδιοκτησία είναι έννοια νομική. Η προσωπική ιδιοκτησία είναι έννοια πρακτική, ηθική και ταυτόχρονα ψυχολογική.
Τα ρούχα μου, για παράδειγμα, κάτω anq οποιοδήποτε παραγωγικό σύστημα κι αν παραχτούν, εφόσον τα φοράω είναι προσωπική μου ιδιοκτησία. Όμως, είναι ατομική ιδιοκτησία του παραγωγού ή του εμπόρου εφόσον βρίσκονται ακόμα στις αποθήκες του παραγωγού ή στις προθήκες του εμπόρου.
Σε τελική ανάλυση, όλα τα εμπορεύματα καταλήγουν να ’ναι η προσωπική μας ιδιοκτησία. Η οποία δεν υπάρχει περίπτωση να καταργηθεί ποτέ. Όμως σε μια τέτοια περί ιδιοκτησίας αντίληψη είναι φανερό πως δεν δικαιούμαστε να κατέχουμε ό,τι μας είναι άχρηστο και που ενδεχομένως θα ήταν χρήσιμο σε κάποιον άλλο.
Ο μαρξισμός λοιπόν αναστρέφει τους όρους και δίνει έμφαση στην προσωπική ιδιοκτησία. Αλλά για να μπορεί κανείς να έχει προσωπική ιδιοκτησία πιο εύκολα και για να την έχουν όσο το δυνατόν περισσότεροι, πρέπει τα προϊόντα που έτσι κι αλλιώς παράγονται με τρόπο κοινωνικό, αφού στην παραγωγή τους μετέχουν πολλοί, να διανέμονται επίσης με τρόπο κοινωνικό, δηλαδή ελεγχόμενο απ’ το σύνολο της κοινωνίας, τουτέστιν το σύνολο των
αλληλεξαρτημένων παραγωγών.
Είμαστε λοιπόν αδέρφια, όχι μόνο γιατί έχουμε κοινό μακρινό γενάρχη, αλλά και διότι η ύπαρξή μας εξαρτάται οπωσδήποτε από την ύπαρξη των άλλων ανθρώπων. Δεν μπορώ συνεπώς να εξοντώσω τους άλλους ανθρώπους, όχι μόνο γιατί είναι απάνθρωπο ή
ανήθικο, αλλά διότι μου χρειάζονται. Ακόμα και για να τους… εκμεταλλεύομαι!
Καλό θα είναι λοιπόν οι «εκκαθαρίσεις», όπου χρειάζονται, να γίνονται από τις τάξεις των εκμεταλλευτών εκείνων που δεν θέλουν να παραδεχτούν πως είναι εκμεταλλευτές και θεωρούν τους εαυτούς τους ευεργέτες των εργαζομένων για λογαριασμό τους. Όμως ας
σταματήσουν οι εργαζόμενοι να δουλεύουν για λογαριασμό του εκμεταλλευτή και θα δεις για πότε θα τους φύγει ο τσαμπουκάς που λέμε.
Εδώ, μια απεργιούλα γίνεται και κακαρώνουν, σκέψου τι έχει να γίνει αν υπήρχε τρόπος να μη δουλεύουμε για τ* αφεντικά αλλά για τον εαυτό μας! Όμως, δεν υπάρχει τρόπος, θα
υπάρξει ωστόσο αν κάποτε η κοινωνία συσσωρεύσει τόσο πλούτο, που το εκμεταλλευτικό σύστημα να καταρρεύσει από μόνο του.
Διότι, ο καβγάς γίνεται πάντα για το πάπλωμα Κι όταν υπάρχει πάπλωμα που να σκεπάζει όλους, πράγμα που το θέλει και ο θεός άλλωστε, που αγαπάει, λέει, εξίσου όλα τα παιδιά του (εμένα μου λες!) ο καβγάς σταματάει Κι ερχόμαστε στο κρίσιμο σημείο: Υπάρχει εκμετάλλευση διότι υπάρχει σπανιότητα αγαθών.
Στις τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες όπου απλώνεις το χέρι και παίρνεις την τροφή σου από τη μάνα φύση, που αυτή όντως μας θεωρεί όλους παιδιά της, δεν μπαίνει πρόβλημα εκμετάλλευσης, διότι εκεί δεν μπαίνει πρόβλημα εργασίας για την παραγωγή καταρχήν της τροφής. Όμως, το δέκτη της τηλεόρασης π.χ. δεν μπορείς να τον πάρεις από το ανύπαρκτο
τηλεορασόδεντρο. Πολύ περισσότερο το αεροπλάνο. Όλ ’ αυτά δεν είναι φυσικά προϊόντα, είναι κοινωνικά προϊόντα που παρήχθησαν με την εργασία πάρα πολλών και όχι μόνο του ιδιοκτήτη.
Τα εκμεταλλευτικά συστήματα παραγωγής είχαν ένα σοβαρό νόημα ύπαρξης μόνο όταν ο καβγάς γινόταν αποκλειστικά για τη στοιχειώδη τροφή, οπότε το ζώο-άνθρωπος θυμόταν τον αρχαίο ζωώδη εαυτό του και ορμούσε όχι μόνο στην τροφή, αλλά και σ’ αυτούς που την ήθελαν για να κορέσουν τη δική τους πείνα. Πράγμα φυσικό, φυσικότατο.
Αλλά γιατί να είναι φυσική και η ανάγκη να ’χω αυτοκίνητο; Όταν λοιπόν, έχω μια τέτοια ανάγκη, αυτή είναι κοινωνική και όχι φυσική, δηλαδή καθορίζεται από τις ανάγκες που δημιούργησε η κοινότητα μέσα στην πορεία της ανάπτυξής της, πάντα με τη συμμετοχή
πολλών και όχι μόνο με τη συμβολή των ιδιοκτητών. Σίγουρα τους καβγάδες τους δημιουργεί η σπανιότητα των αγαθών. Όμως, μέχρις ότου η κοινωνία φτάσει να παράγει ένα., αεροπλάνο για τον καθένα, όσα αγαθά είναι ακόμα σπάνια πρέπει να μπουν υπό κοινωνικό έλεγχο.
Και θα μπουν μόνον όταν τα αγαθά περιέλθουν στην ιδιοκτησία ολόκληρης της κοινωνίας, γιατί ολόκληρη η κοινωνία πλέον παίρνει μέρος στην παραγωγή τους, είτε άμεσα είτε έμμεσα Ο μοναχικός χειροτέχνης μπήκε προ πολλού στο μουσείο της ιστορίας.
Βασίλης Ραφαηλίδης -Η κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας