23.4 C
Athens
Πέμπτη, 18 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΠώς δόθηκε "άδεια έκτακτης ανάγκης" στο εμβόλιο της Pfizer στις ΗΠΑ –...

Πώς δόθηκε “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer στις ΗΠΑ – Μέρος Α΄: Οι διαδικασίες

 

Μέρος Α΄: Οι διαδικασίες
 
Πώς δόθηκε “άδεια έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο της Pfizer στις ΗΠΑ – Μέρος Α΄: Οι διαδικασίες

Τον Δεκέμβριο του 2020 το κράτος των ΗΠΑ έδωσε “άδεια (χρήσης) έκτακτης ανάγκης” στο εμβόλιο των Pfizer-BioNTech. Πριν εξετάσουμε τις διαδικασίες με τις οποίες δόθηκε η ειδική αυτή άδεια, ας δούμε πως λειτουργεί στη χώρα αυτή το κύκλωμα της διαπλοκής μεταξύ κρατικών υπηρεσιών και φαρμακευτικών εταιρειών.

Το περίγραμμα των σχέσεων διαπλοκής κράτους και φαρμακοβιομηχανίας

Ο ανώτερος κρατικός φορέας για την Υγεία στις ΗΠΑ είναι το Υπουργείο Υγείας (Department of Health and Human Services, HHS). Σε αυτό υπάγονται διάφορες υπηρεσίες. Αυτές που θα συναντήσουμε σε αυτό το άρθρο είναι τα Εθνικά Ινστιτούτο Υγείας (National Health Institute, ΝΙΗ), τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) και κυρίως ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), η ελεγκτική και ρυθμιστική Αρχή του Υπουργείου Υγείας. Είναι η αρμόδια κρατική υπηρεσία που εγκρίνει τα προϊόντα της φαρμακοβιομηχανίας.  Μετά την έγκριση ενός τέτοιου προϊόντος, π.χ. των εμβολίων, από τον FDA, η υπηρεσία που τα εντάσσει στα προγράμματα εμβολιασμού και που ασχολείται με την προώθηση τους στην αγορά είναι τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC).

Ο δημοσιογράφος Jeremy R. Hammond, στο φυλλάδιο με τίτλο «5 τρομακτικά γεγονότα σχετικά με τη διαδικασία έγκρισης εμβολίων του FDA» εξηγεί με συνοπτικό τρόπο πώς λειτουργεί το κύκλωμα της διαπλοκής κράτους-φαρμακοβιομηχανίας στις ΗΠΑ: “Υπάρχει η αντίληψη ότι υπηρεσίες όπως ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) και τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (ΝΙΗ) υπάρχουν για να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και για να λειτουργούν ως  υπηρεσίες επίβλεψης με σκοπό τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Ωστόσο, αυτή η αντίληψη είναι λανθασμένη. Δεν ισχύει τόσο το ότι η κυβέρνηση επιβλέπει τη βιομηχανία παραγωγής εμβολίων, όσο το ότι η κυβέρνηση είναι η βιομηχανία παραγωγής εμβολίων. Δεν υπάρχει μία σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ της φαρμακοβιομηχανίας και της κυβέρνησης. Οι κυβερνητικές υπηρεσίες λειτουργούν με αποτελεσματικό τρόπο σαν μία προέκταση των φαρμακευτικών εταιρειών. Το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (ΝΙΗ) ενεργεί σαν να ήταν ένα από τα τμήματα έρευνας και ανάπτυξης αυτών των εταιρειών. Ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) εμπλέκεται στο marketing. Και τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) ασχολούνται ταυτόχρονα με τη διανομή και την προώθηση των εμβολίων. Καθώς είναι ανίκανη να πείσει το κοινό για την αξία που έχουν τα εμβόλια της, η φαρμακοβιομηχανία (Big Pharma) καταφεύγει στον εξαναγκασμό της κυβέρνησης για να αποκομίσει κέρδη, για παράδειγμα, μέσω της νομοθεσίας που καθιστά υποχρεωτικό τον εμβολιασμό των παιδιών για να μπορέσουν να φοιτήσουν στα δημόσια σχολεία”.

Το κέρδος της φαρμακοβιομηχανίας προέρχεται από την παραγωγή και πώληση συνθετικών φαρμακευτικών και παραφαρμακευτικών προϊόντων. Αυτά θεωρούνται ανακαλύψεις από τη νομοθεσία, οπότε οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν τα αποκλειστικά δικαιώματα χρήσης τους. Επομένως, κατοχυρώνοντας τα αποκλειστικά αυτά δικαιώματα, οι φαρμακευτικές εταιρείες θησαυρίζουν από τις πωλήσεις τους. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η φαρμακοβιομηχανία δεν έχει ως προτεραιότητα της την παραγωγή και πώληση φυσικών προϊόντων για θεραπευτικούς σκοπούς. Αυτά δεν θεωρούνται ανακαλύψεις και επομένως δεν μπορούν να πατενταριστούν· ανήκουν (ακόμα…) στη μητέρα-φύση.

Το μεγαλύτερο και ευκολότερο κέρδος οι εταιρείες αυτές το αποκομίζουν από την πώληση εμβολίων. Σε αυτήν εμπλέκονται άμεσα οι κρατικοί φορείς, οι οποίοι διευκολύνουν το έργο των φαρμακευτικών εταιρειών, εξασφαλίζοντας τους μαζικές πωλήσεις, με τους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς (στα σχολεία, στον στρατό, κλπ) και τους εθελοντικά υποχρεωτικούς εμβολιασμούς, όπως αυτούς στη συνθήκη που ζούμε σήμερα.

 

Ο Hammond χρησιμοποιεί το παράδειγμα του εμβολίου της Merck για τις προ-καρκινικές αλλοιώσεις, προκειμένου να δείξει πως λειτουργεί το φαρμακευτικό κύκλωμα. Το 2005 μία κρατική υπηρεσία των ΗΠΑ, τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (ΝΙΗ), πούλησε την τεχνολογία παρασκευής και τα αποκλειστικά δικαιώματα παραγωγής του εμβολίου αυτού στον φαρμακευτικό κολοσσό Merck and GlaxoSmithKline (GSK). Βασιζόμενη σε αυτήν την τεχνολογία, η Μerck παρασκεύασε το εμβόλιο Gardasil. Μερικούς μήνες αργότερα, το 2006, μία άλλη κρατική υπηρεσία των ΗΠΑ, ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) του έδωσε έγκριση για να κυκλοφορήσει στην αγορά.

Εκείνη την περίοδο επικεφαλής των ΝΙΗ ήταν ο Elias Zerhouni, ο οποίος είχε δεχτεί πολλές αιτιάσεις για συγκάλυψη σύγκρουσης συμφερόντων κάποιων ερευνητών των ΝΙΗ. Δύο χρόνια μετά αποχώρησε από τα ΝΙΗ και πήγε στη Sanofi Pasteur, στο Ίδρυμα  Bill Melind Gates και στη Mayo Clinic (περισσότερα γι’ αυτήν στο δεύτερο μέρος του άρθρου). Επικεφαλής των CDC την ίδια χρονική περίοδο ήταν ο Julie Gerberding, ο οποίος τρία χρόνια αργότερα, το 2009, έγινε διευθυντής του Τμήματος Εμβολίων της Merck. Ο Hammond σχολιάζει την μετεγγραφή αυτή ως εξής: “συνέχισε να κάνει τη δουλειά που έκανε στα CDC αλλά με ακόμα μεγαλύτερο οικονομικό όφελος”…

Στο παραπάνω παράδειγμα φαίνονται καθαρά τόσο η διαπλοκή μεταξύ κεφαλαίου και κράτους όσο και ο τρόπος που το κεφάλαιο χρησιμοποιεί απροκάλυπτα το κράτος για να πετύχει τους σκοπούς του. Στην ουσία οι κρατικές υπηρεσίες λειτουργούν ως παραρτήματα των φαρμακευτικών εταιρειών.

Η κάλυψη της φαρμακοβιομηχανίας από το κράτος στο θέμα της ασφάλειας φαρμάκων και εμβολίων

Ωστόσο, η κάλυψη του κεφαλαίου από το κράτος δεν τελειώνει εδώ. Επεκτείνεται στον τομέα της ασφάλειας των φαρμάκων ή των εμβολίων. Στην περίπτωση του Gardasil, παρότι αυξάνονταν οι ενδείξεις και οι ανησυχίες για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του, οι κρατικές υπηρεσίες των ΗΠΑ συνέχισαν να συνιστούν τον εμβολιασμό με αυτό το εμβόλιο. Οι άνθρωποι που εμφάνισαν σοβαρές παθήσεις λόγω των παρενεργειών του εμβολίου αντιμετωπίστηκαν από το κράτος ως παράπλευρες απώλειες ή αγνοήθηκαν εντελώς.

Το 2012 δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Journal of Law, Medicine & Ethics μία μελέτη δύο επιστημόνων του Πανεπιστημίου της British Columbia στο Vancouver του Καναδά, στην οποία οι ενδείξεις της ακαταλληλότητας του εμβολίου έγιναν βεβαιότητα: “Το εμβόλιο Gardasil της Merck για το HPV δεν πληρούσε (και συνεχίζει να μην πληροί) κανένα από τα τέσσερα κριτήρια του FDA για τη χορήγηση άδειας μέσω ταχείας διαδικασίας (fast track). Το Gardasil, αποδεδειγμένα, δεν είναι ούτε πιο ασφαλές ούτε πιο αποτελεσματικό από το τεστ Παπανικολάου σε συνδυασμό με την αφαίρεση της ζώνης μετάπλασης με ηλεκτροχειρουργική αγκύλη, ούτε μπορεί να βελτιώσει τη διάγνωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Παρόλα αυτά συνεχίζεται η προώθηση του, σαν να είχαν ολοκληρωθεί οι κλινικές δοκιμές της φάσης 4, σαν να είχε πάρει έγκριση και σαν να είχε αποδειχτεί η αποτελεσματικότητα του κατά του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας”.

Tα ίδια ισχύουν βέβαια σε πολλές άλλες περιπτώσεις εμβολίων και γενικά φαρμακευτικών προϊόντων.

 

Μία επιπλέον βοήθεια του κράτους προς τις φαρμακευτικές εταιρείες στον ίδιο τομέα είναι η τακτική που ακολουθεί ο FDA στον έλεγχο της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας των εμβολίων. Για να δώσει έγκριση σε ένα εμβόλιο, ο FDA στηρίζεται στα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών της παρασκευάστριας εταιρείας. Αυτό συνέβη στην περίπτωση του εμβολίου της Pfizer, αυτό συνέβη στην περίπτωση του Gardasil της Μerck, αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις όλων των εμβολίων. 

Το 2017 η ιστοσελίδα Slate αφιέρωσε ένα εκτενές άρθρο στο Gardasil. Στο άρθρο αυτό αμφισβητείται άμεσα η εγκυρότητα των κλινικών δοκιμών της Merck. Σημειώνεται ότι “οι κλινικές δοκιμές δεν σχεδιάστηκαν για να εκτιμήσουν την ασφάλεια του με τον κατάλληλο (σωστό) τρόπο”.

Στην έρευνα των Καναδών επιστημόνων που αναφέραμε πιο πριν η τακτική της αξιολόγησης που ακολουθούν οι κρατικές υπηρεσίες των ΗΠΑ κρίνεται ευθέως ως αναξιόπιστη: “όλες οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες που είναι υπεύθυνες για τη διασφάλιση της ασφάλειας των φαρμάκων δεν θα πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στα δεδομένα που παρέχει η παρασκευάστρια εταιρεία, καθώς μία αναξιόπιστη έρευνα ( π.χ. η χρήση ενός αντιδραστικού και πιθανώς τοξικού εικονικού φαρμάκου) δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αξιόπιστη αξιολόγηση της ασφάλειας κανενός φαρμάκου”.

Στις ΗΠΑ, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, οι εταιρείες που διεξάγουν κλινικές δοκιμές για εμβόλια, μπορούν να πραγματοποιούν ταυτόχρονα περισσότερες από μία έρευνες πάνω στην ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων αυτών. Έχουν το δικαίωμα να μην δημοσιοποιήσουν όλες τις μελέτες. Στη διαδικασία έγκρισης στην οποία υποβάλλεται το εμβόλιο τους έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν να παρουσιάσουν μία από αυτές τις μελέτες, προφανώς αυτήν με τα ευνοϊκότερα για το σκοπό τους αποτελέσματα. Τις υπόλοιπες τις τρώει το μαύρο σκοτάδι.

Τα placebo που δεν είναι placebo

Στις κλινικές δοκιμές των εμβολίων οι κρατικοί φορείς επιτρέπουν στις φαρμακευτικές εταιρείες να χρησιμοποιούν άλλα εμβόλια αντί για εικονικά φάρμακα (placebo). Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι οι κλινικές δοκιμές που διεξήγαγε το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για ένα εμβόλιο κατά της COVID-19. Σε αυτές χρησιμοποιήθηκε ως placebo ένα εμβόλιο κατά της μηνιγγίτιδας.

 

Κάποιες φορές, το λεγόμενο εικονικό φάρμακο περιέχει αλουμίνιο ή υδράργυρο, ουσίες που είναι νευροτοξικές. Εκτός από το ότι η χρήση τέτοιων ουσιών είναι επικίνδυνη για την ανθρώπινη υγεία, η έρευνα που τις χρησιμοποιεί δεν μπορεί να είναι αξιόπιστη. Αυτό τονίζουν οι Καναδοί επιστήμονες στην έρευνα που αναφέραμε πιο πριν, αυτό λέει και η δική μας λογική. Ο Hammond εξηγεί το γιατί: “(στην περίπτωση που στις κλινικές δοκιμές χρησιμοποιείται ένα άλλο εμβόλιο αντί για εικονικό φάρμακο) δεν συγκρίνονται οι παρενέργειες που προκαλεί ένα εμβόλιο με αυτές που προκαλεί ένα εικονικό φάρμακο. Αντίθετα, στην πραγματικότητα, οι εταιρείες που παρασκευάζουν εμβόλια συγκρίνουν τις παρενέργειες ενός πειραματικού φαρμάκου με αυτές ενός άλλου πειραματικού εμβολίου. Αν ο δείκτης παρενεργειών στην ομάδα που κάνει το υπό έρευνα εμβόλιο δεν είναι πολύ υψηλότερος από αυτόν της ομάδας ελέγχου (Σ.τ.Μ. αυτής που κάνει το εμβόλιο που παίζει το ρόλο του εικονικού φαρμάκου), τότε το υπό έρευνα εμβόλιο αποκαλείται «ασφαλές». Αυτό, φυσικά, έχει ως αποτέλεσμα να έχει φαίνεται αυξημένος ο δείκτης παρενεργειών της ομάδας που λαμβάνει το υποτιθέμενο εικονικό φάρμακο ή ο δείκτης των παρενεργειών στον πληθυσμό από τη λήψη του, ενώ υποτίθεται ότι το εικονικό φάρμακο αυτό ακριβώς βοηθάει να καθοριστεί. Ουσιαστικά, οι κλινικές δοκιμές για τα εμβόλια είναι σχεδιασμένες για να αποκρύπτουν τον πραγματικό δείκτη παρενεργειών (που αυτά έχουν). Επίσης,οι εταιρείες που παρασκευάζουν εμβόλια κοιτούν μόνο τις βραχυπρόθεσμες παρενέργειες και όχι τις μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις που αυτά έχουν στην ανθρώπινη υγεία, αυτό όμως είναι μία άλλη μεγάλη ιστορία” (η υπογράμμιση δική μας).Με άλλα λόγια, όταν χρησιμοποιείται ένα δεύτερο εμβόλιο στις κλινικές δοκιμές, η διαφορά στις παρενέργειες μεταξύ του εξεταζόμενου εμβολίου και του δεύτερου εμβολίου είναι μικρή. Αν όμως είχε χρησιμοποιηθεί στις κλινικές δοκιμές ένα εικονικό φάρμακο, θα ήταν μεγαλύτερη. Με αυτό το (νόμιμο) κόλπο συγκαλύπτονται οι παρενέργειες του εμβολίου και οι μάζες κοιμούνται ήσυχες αφού τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες από τις αρμόδιες αρχές…

 

 

Σε πολλές περιπτώσεις δεν γνωρίζουμε ούτε καν τη σύνθεση αυτών των εικονικών φαρμάκων. Στις ΗΠΑ, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, η νομοθεσία δεν υποχρεώνει τις φαρμακευτικές εταιρείες να δημοσιοποιούν τα συστατικά του εικονικού φαρμάκου (placebo) που χρησιμοποιήθηκε στις κλινικές δοκιμές. Επίσης, είναι εξαιρετικά ασαφής ως προς το ποιες ουσίες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται σε αυτό.

 

Μία επιστημονική έρευνα που έγινε το 2010 και δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Annals of Internal Medicine, έδειξε ότι μόνο στο 8% των κλινικών δοκιμών φαρμάκων σε χάπι και στο 26% των κλινικών δοκιμών εμβολίων αποκαλύπτεται η χημική σύνθεση του εικονικού φαρμάκου που χρησιμοποιήθηκε σε αυτές.

 

Η διεξαγωγή κλινικών δοκιμών στις οποίες το εμβόλιο συγκρίνεται με ένα εικονικό φάρμακο που όμως δεν είναι καθόλου εικονικό, είναι απολύτως νόμιμη στις ΗΠΑ και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου. Όποιος πιστεύει ότι το κράτος θα άφηνε ακάλυπτο το κεφάλαιο, είναι τουλάχιστον αφελής. Εξίσου νόμιμη είναι η προαιρετική δημοσιοποίηση της χημικής σύνθεσης του «εικονικού φαρμάκου». Το εμβόλιο της Pfizer είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα αυτής της νόμιμης διαδικασίας.

Η ασυλία των φαρμακευτικών εταιρειών

 

Η σκανδαλώδης στήριξη του κεφαλαίου από το κράτος αποτυπώνεται ακόμη πιο ξεκάθαρα στην αστική και νομική ασυλία που έχουν οι φαρμακευτικές εταιρείες που παρασκευάζουν εμβόλια. Στις ΗΠΑ (αλλά και σε πολλές άλλες χώρες) αν κάποιος υποστεί βλάβη στην υγεία του από κάποιο εμβόλιο, δεν μπορεί να μηνύσει την παρασκευάστρια εταιρεία του εμβολίου. Το ίδιο συμβαίνει σε περίπτωση θανάτου από κάποια από τις παρενέργειες ενός εμβολίου. Όσο αφορά στις αγωγές, αυτές θεωρητικά επιτρέπονται, όμως στην πράξη σε λίγα από τα θύματα αναγνωρίζεται η αιτιώδης συνάφεια των εμβολίων με τις βλάβες που έχουν υποστεί, τα δε ποσά των αποζημιώσεων είναι πενιχρά.

Το 1986 η κυβέρνηση των ΗΠΑ νομοθέτησε την ασυλία των φαρμακευτικών εταιρειών που παρασκευάζουν εμβόλια για παιδιά, ψηφίζοντας τον “Εθνικό Νόμο για την Πρόκληση Βλάβης από Εμβόλια της Παιδικής Ηλικίας” (National Childhood Vaccine Injury Act, NCVIA). Με το νόμο αυτόν του 1986, που τέθηκε σε ισχύ το 1988, ιδρύθηκε το αποκαλούμενο “Εθνικό Πρόγραμμα Αποζημίωσης για Βλάβες από Εμβόλια” (National Vaccine Injury Compensation Program, VICP). Το πρόγραμμα αυτό ήταν ένα είδος «δικαστηρίου εμβολίων» του Υπουργείου Υγείας, που λάμβανε αποφάσεις για την καταβολή αποζημίωσης σε όσους είχαν υποστεί βλάβες στην υγεία τους από τα εμβόλια. Από την ίδρυση του μέχρι σήμερα, δηλαδή σε ένα χρονικό διάστημα περίπου 30 ετών, το «δικαστήριο εμβολίων» δικαίωσε μόνο το 31% των εναγόντων, δίνοντας τους συνολικά 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Σημειώνουμε ότι τις αποζημιώσεις αυτές δεν τις πλήρωσαν οι φαρμακευτικές εταιρείες, αλλά το κράτος των ΗΠΑ με τα χρήματα των φορολογουμένων-υπηκόων του.

Τα επόμενα χρόνια οι πωλήσεις εμβολίων στις ΗΠΑ άρχισαν να αυξάνονται κατακόρυφα, για να φτάσουν στο απόγειο τους την τελευταία δεκαπενταετία. Το 2020 τα έσοδα της φαρμακοβιομηχανίας των ΗΠΑ μόνο από την πώληση εμβολίων έφτασαν τα 60 δισεκατομμύρια, έχοντας σχεδόν διπλασιαστεί σε σχέση με το 2014.

 

 

To τηλεοπτικό δίκτυο CNBC χαρακτήρισε αυτήν την προστασία-ασυλία των φαρμακευτικών εταιρειών “χωρίς προηγούμενο” και ο Rogge Dunn, δικηγόρος εξειδικευμένος σε θέματα εργασίας, με μία δήλωση του στο δίκτυο, εξήγησε με σαφή τρόπο που οφείλεται αυτή: “Όταν η κυβέρνηση είπε: θέλουμε να το παρασκευάσετε τέσσερεις ή πέντε φορές γρηγορότερα απ’ ότι κάνετε συνήθως, πιθανότατα οι κατασκευαστές είπαν στην κυβέρνηση: θέλουμε εσείς, η κυβέρνηση, να μας προστατεύσετε από αγωγές πολλών εκατομμυρίων”.

 

Θυμίζουμε ότι παρόμοια είναι η ασυλία έχουν στην Ελλάδα και σε πολλές ακόμα χώρες όλες οι εταιρείες που έχουν παρασκευάσει εμβόλια κατά της COVID-19. Στην Ελλάδα για να κάνει κάποιος το συγκεκριμένο εμβόλιο υποχρεώνεται να δώσει προφορικά τη συγκατάθεση του ή να υπογράψει – μεταξύ άλλων- ότι “κατανοεί τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες του εμβολίου”.

 

Η AstraZeneca απαίτησε και πέτυχε να έχει ασυλία, δηλαδή στις χώρες στις οποίες κυκλοφόρησε το εμβόλιο της, οι κυβερνήσεις τους της έχουν παρέχει πλήρη νομική κάλυψη, δεχόμενες την απαίτηση της αν αποποιηθεί των ευθυνών για πιθανές παρενέργειες του εμβολίου της. Πρόσφατα ο Ruud Dobber, υψηλόβαθμο στέλεχος της εταιρείας δήλωσε ότι οι περισσότερες χώρες με τις οποίες είχε υπογράψει συμφωνίες προμηθειών είχαν ήδη αποδεχτεί το αίτημά τους, αλλά αρνήθηκε να κατονομάσει ποιες είναι αυτές οι χώρες. Ο Dobber δήλωσε ακόμη ότι η AstraZeneca “δεν μπορεί να αναλάβει το ρίσκο να έρθει αντιμέτωπη με τις όποιες ευθύνες, εάν σε τέσσερα χρόνια το εμβόλιο εμφανίζει παρενέργειες”.

 

Στις ΗΠΑ ανάλογη νομική ασυλία έχουν ο FDA, όλες οι κρατικές υπηρεσίες και φυσικά η κυβέρνηση. Όπως εξήγησε στο CNBC ο η Dorit Rubinstein Reiss, καθηγήτρια στη Νομική Σχολή Hastings του Πανεπιστημίου της California, αυτό οφείλεται στο ότι απολαμβάνουν των προνομίων της λεγόμενης κυρίαρχης ασυλίας ή ασυλίας του κυρίαρχου (“sovereign immunity”). Αυτή η έννοια είναι κατάλοιπο του βρετανικού δικαίου, το οποίο προστάτευε το βρετανό μονάρχη, και μετά την αμερικανική επανάσταση παρέμεινε στη νομοθεσία των ΗΠΑ για να παρέχει νομική προστασία στους διαδόχους του.

 

Όσο αφορά στους εργοδότες, στις ΗΠΑ ο νόμος του 2005 για τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης τους δίνει το δικαίωμα να απαιτήσουν τον εμβολιασμό ενός μισθωτού σκλάβου ως προϋπόθεση για να συνεχίσει να δουλεύει γι’ αυτούς.

Οι στενές οικονομικές σχέσεις της Big Pharma με το κράτος

Οι σχέσεις διαπλοκής κράτους-Big Pharma είναι ακόμα πιο στενές σε καθαρά οικονομικό επίπεδο. Ένα μεγάλο μέρος των εσόδων του FDA προέρχεται από τη φαρμακοβιομηχανία. Σύμφωνα με στοιχεία που προέρχονται από τον ίδιο τον FDA, το 2020 το 55% (3,2 δισεκατομμύρια δολάρια) του συνολικού προϋπολογισμού του Οργανισμού προερχόταν από κρατικά κονδύλια. Το υπόλοιπο 45% (2,7 δισεκατομμύρια δολάρια) προερχόταν από τις πληρωμές των φαρμακευτικών εταιρειών.

 

Όπως θα δούμε αναλυτικά στο δεύτερο μέρος του άρθρου που αναφέρεται στα πρόσωπα που συμμετείχαν στις διαδικασίες με τις οποίες δόθηκε πειραματική άδεια στο εμβόλιο της Pfizer, τα μέλη των συμβουλευτικών επιτροπών που θεωρητικά έχουν αναλάβει το έργο του ελέγχου της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας ενός φαρμακευτικού προϊόντος, έχουν στενότατες οικονομικές και άλλες σχέσεις με τις φαρμακευτικές εταιρείες.

 

 

Τα αποτελέσματα μίας πρόσφατης σχετικής έρευνας του επιστημονικού περιοδικού Science έδειξαν ότι κατά το χρονικό διάστημα 2013-2016 οι 40 από τους 107 επιστήμονες που συμμετείχαν σε επιτροπές του FDA, μετά την έγκριση των φαρμάκων ή των εμβολίων που εγκρίθηκαν από επιτροπές του Οργανισμού , έλαβαν έκαστος πάνω από 10.000 δολάρια από τις φαρμακευτικές εταιρείες παραγωγής τους ή από ανταγωνίστριες εταιρείες. Οι 26 από αυτούς έλαβαν από αυτές τις φαρμακευτικές εταιρείες πάνω από 100.000 έκαστος, ενώ οι 6 από αυτούς έλαβαν πάνω από 1 εκατομμύριο δολάρια έκαστος. Επίσης, 16 από τους καλύτερα αμειβόμενους ερευνητές μεταξύ των προαναφερομένων επιστημόνων έλαβαν από φαρμακευτικές εταιρείες περισσότερα από 24 εκατομμύρια δολάρια ως ερευνητική βοήθεια ή ως απ’ ευθείας πληρωμές (πάνω από 300.000 δολάρια έκαστος). Από το ποσό αυτό, το 93% προερχόταν από τις φαρμακευτικές εταιρείες των οποίων τα φάρμακα είχαν εγκριθεί οι επιτροπές στις οποίες συμμετείχαν οι κύριοι αυτοί, ή από ανταγωνίστριες εταιρείες. Στην πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα του Science σημειώνεται επίσης ότι “περισσότεροι από αυτούς τους υψηλά αμειβόμενους επιστήμονες – και πολλοί άλλοι- έλαβαν κι άλλες χρηματοδοτήσεις από τις ίδιες εταιρείες, το έτος που ήταν μέλη μίας επιτροπής ή πριν από αυτό. Οι χρηματοδοτήσεις αυτές αποκαλύφτηκαν από επιστημονικά περιοδικά, όχι όμως από τον FDA”.

 

Ίδια και ίσως ακόμα στενότερη είναι η διαπλοκή με την Big Pharma στα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC). Τα μέλη των συμβουλευτικών επιτροπών της Υπηρεσίας – ειδικά της λεγόμενης Συμβουλευτικής Επιτροπής για Ανοσολογικές Πρακτικές (Advisory Committee on Immunization Practices, ACIP) – έχουν διαφόρων ειδών οικονομικές δοσοληψίες με τις εταιρείες που παρασκευάζουν εμβόλια: κατοχή πατεντών για εμβόλια από κοινού με φαρμακευτικές εταιρείες, κατοχή μετοχών φαρμακευτικών εταιρειών, πληρωμές από φαρμακευτικές εταιρείες για ερευνητικούς σκοπούς ή για την επίβλεψη κλινικών δοκιμών εμβολίων, χρηματοδότηση από φαρμακευτικές εταιρείες διαφόρων πανεπιστημιακών τμημάτων στα οποία είναι καθηγητές μέλη αυτών των επιτροπών, κλπ.

 

Την ίδια στιγμή η κρατική αυτή υπηρεσία έχει υπογράψει με φαρμακευτικές εταιρείες και με πανεπιστήμια δεκάδες συμφωνίες για τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας σε εμβόλια ή προϊόντα που σχετίζονται με εμβόλια. Επίσης, συμμετέχει από κοινού με φαρμακευτικές εταιρείες σε προγράμματα παρασκευής εμβολίων. Όλα αυτά είναι νόμιμα στις ΗΠΑ, μετά την ψήφιση ενός σχετικού νόμου το 1980, ο οποίος συμπληρώθηκε από ανάλογους νόμους τα επόμενα χρόνια.

 

Τον Ιούνιο του 2000 συζητήθηκε στο αμερικανικό κογκρέσο το θέμα της σύγκρουσης συμφερόντων των μελών των επιτροπών του FDA και των CDC για τα εμβόλια. Ο γερουσιαστής Dan Burton, μιλώντας εκ μέρους της επιτροπής του κογκρέσου που εξέτασε το θέμα, είπε: “εξετάσαμε πολύ προσεκτικά τις συγκρούσεις συμφερόντων. Εξετάσαμε εξονυχιστικά αν η φαρμακοβιομηχανία έχει υπερβολικά μεγάλη επιρροή σε αυτές τις επιτροπές. Από τα στοιχεία που βρήκαμε η απάντηση είναι πως έχει”.

 

Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι “μέλη των συμβουλευτικών επιτροπών του FDA και των CDC –  συμπεριλαμβανομένου των προέδρων τους- που παίρνουν αυτές τις αποφάσεις, έχουν μετοχές σε φαρμακευτικές εταιρείες που παράγουν τα εμβόλια”, και ότι “μέλη των επιτροπών αυτών κατέχουν πατέντες για εμβόλια των οποίων η έγκριση εξετάζεται από τις επιτροπές αυτές ή επηρεάζεται από τις αποφάσεις τους”.

 

 

Για το θέμα των εξαιρέσεων που γίνονται σε κάποιες περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων μελών των επιτροπών, αναρωτήθηκε “πόσο εμπιστοσύνη μπορεί να έχει κανείς σε ένα σύστημα, όταν μία υπηρεσία φαίνεται να θεωρεί ότι ο αριθμός των ειδικών (σε ένα θέμα) είναι τόσο μικρός σε όλη την χώρα που όλοι τους έχουν κάποια σύγκρουση συμφερόντων και επομένως πρέπει να γίνει εξαίρεση για κάποιους από αυτούς και να τους επιτραπεί να συμμετέχουν;”.

 

Έκανε αναφορά, επίσης, στη σκανδαλώδη περίπτωση του Paul Offit (βλ. αναλυτικότερα γι’ αυτόν στο δεύτερο μέρος του άρθρου) και “του Neal Halsey, εκπροσώπου της Αμερικανικής Παιδιατρικής Εταιρείας σε επιτροπές των CDC για τα παιδικά εμβόλια και συμβούλου αντίστοιχων επιτροπών του FDA, o οποίος έχει εκτενείς δεσμούς με τη φαρμακοβιομηχανία· έφτασε μάλιστα στο σημείο να ζητήσει και να λάβει χρηματοδότηση από τη βιομηχανία αυτήν για την εκκίνηση της λειτουργίας του εμβολιαστικού του κέντρου”. Τόσο αυτός όσο και άλλοι γερο

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;