Μια προσωπική επιλογή του Μάνου Ελευθερίου από παλαιότερα και νέα, ανέκδοτα γραπτά του συνθεμένα με την τεχνική της παραδοσιακής ρίμας. Συνθέσεις, ακριβώς, επί χάρτου. Ασκήσεις μετρικής. Μια πρόκληση, πάντα, για τους τεχνίτες του λόγου να συνθέσουν μέσ’ από μια μεγάλη ποικιλία μέτρων τη δική τους μουσική.
Επιπλέον, τα Ομοιοκατάληκτα, που δεν διαφέρουν θεματικά από το αναγνωρίσιμο ποιητικό σύμπαν του Μάνου Ελευθερίου, δείχνουν με τον πιο ανάγλυφο τρόπο την άρρηκτη ενότητα ποίησης και στιχουργικήςπου χαρακτηρίζει το έργο και την πορεία του.
ΠΑΡΑΠΟΝΑ ΓΕΡΟΥ ΕΡΗΜΙΚΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΣΤΑ 1988
Σαν φύλλο τριαντάφυλλου σέρνει το θάνατό του.
Πένθη και λάθη και χαμένες συναντήσεις.
Ο ίδιος φταίει για όλα -ξέρει πια τον εαυτό του-
δεν ξεχωρίζει την ψυχή απ’ τις αισθήσεις.
`
Τον έπνιξαν, τον βρόμισαν των άλλων τα σκουπίδια.
Δεν υπολόγισε, δεν είδε τις αιρέσεις,
πώς λέει κάποιος: «Με τα ψεύδη και με τα στολίδια
ακόμη και να γκρεμιστείς, αρκεί ν’ αρέσεις».
`
Δεν άκουσε τι του ‘λεγε μήτε η διαίσθησή του
και βγήκε παίζοντας μονάχος δύο ρόλους.
Με ανύποπτη την ερημιά σε τέτοιες παρορμήσεις
επόμενο ήταν να στραφεί στους μονολόγους.
`
*
ΓΕΥΜΑ ΜΕ ΤΟΝ ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ
Στο φίλο μου συγγραφέα
Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη
`
Με τους νεκρούς γονείς παρέα
Στην πρόσκλησή μου ήρθαν μαζί
Κι απ’ το Νταχάου οι αδελφές του
Που καίγονταν φωτιές του Ηφαίστου
ήρθαν κι αυτές εδώ πεζή.
`
Τη δόξα του ήθελα να ζήσω
κι ήταν το γεύμα μια αφoρμή
Μα ήρθε παρέα με τους άλλους
δεμένους, απ’ τους αστραγάλους
Και να τoυς διώξω ήταν ντροπή.
`
Ο Φραvτς και η µητέρα Κάφκα
καθίσανε στον καναπέ
Οι αδελφές και ο πατέρας
Σταθήκαν όρθιοι, σαν αέρας
σαν τρεις αµίλητες πουπέ.
`
‘Eσβησα αμέσως τρεις λαμπάδες
κι εφτά ασπρόμαυρα κεριά
Τις σκοτεινές μη δούν τις σκάλες
Πόσες μου υπόσχονταν κρεμάλες.
Και τα ‘παιξα όλα μια ζαριά.
`
Τα χέρια του ήταν παγωμένα
Και σαν χαρτιά μεταξωτά
καίω από λόγια σκουριασμένα
σε μαγαζιά βομβαρδισμένα
μας φωτογράφιζαν κλεφτά.
`
Ήτανε κόντρα ξυρισμένος
μύριζε αρώματα γλυκά
με ερέθιζε, σαν νικημένoς
Κι από παντού κυνηγημένος
Όλα σ’ αυτόν αιρετικά.
`
Στ’αυτί φορούσε σκουλαρίκι
και τατουάζ ως τον λαιμό
Μιλούσε για ένα στρατοδίκη
μπλεγμένο σε μια διαθήκη
κι έναν παλιό εξορκισμό.
`
Και στο μαντίλι κάθε λίγο
έφτυνε αίμα μια γουλιά
Με τακτ κρυφά και σκουπιζόταν
Σαν πύργος κατεδαφιζόταν
Λυσσούναν γύρω του σκυλιά.
`
Μου είπε πως πάει νεκροταφεία
και κλαίει γι’ άγνωστους νεκρούς
Που πέρασαν την κόλασή τoυς
Μ’ έξι καρφιά μες στην ψυχή τους
σε μαύρους, μoχθηρούς καιρούς.
`
Ψάχνονται λέξεις τοίχο-τοίχο
Για πάθη και για ηδονές
Μου λέει: «Άρχισα να βήχω,
κύριε Μάνο. θα πετύχω
τις αιμοπτύσεις για ποινές;»
`
Άρχισε να μας παίζει πιάνο
και οι αδελφές του τα βιολιά
Mα οι γονείς κλείσαν τ’αυτιά τους
μαζί με τ’ αμαρτήματα τους
λες πως ο γιος τους τρώει γυαλιά.
`
Ο Φραντς μου ζήτησε συγγνώμη
και μου μιλάει στα γαλλικά
να τον γλιτώσω απ’ την αγχόνη
κι από το Μαύρο που ζυγώνει
και που θα φθάσει ξαφνικά.
`
(Και πράγματι ήρθε. Τανκς και οβίδες.
Πουλιά από ατσάλι ο oυρανός
Κι οι άνθρωποι πια χωρίς ελπίδες,
Γέμισε n πλάση μ’ αλυσίδες
κι ο κόομος ο αυριανός.)
`
Το γεύμα έτοιμο. Στην τρίχα.
Παντού χρυσά και ασημικά
Πρωτοχρονιά θαρρείς, πως είχα.
Ο Φραντς ξανάρχισε το βήχα.
Δεν είχε φως στα σωθικά.
`
Παρήγγειλε, ψαράκι γλώσσα
κι εγώ χρυσάφι στον ατμό
Και συζητώντας για το πόσα
Και μπορείς να γράφεις τόσα
Χάσαμε τον λογαριασμό.
`
Ξάφνου ακούστηκε ο πατέρας,
σαν τον Ιβάν τον Τρομερό:
«Μην τρως» του λέει και «δεν κάνει»
Στην κοπριά βάζεις λιβάνι
Βούρδουλα θες κι όχι γιατρό.
`
Μην τρως σαλάτεs με τα ψάρια
Άχρηστος είσαι και μισός.
Οι Εβραίοι τρων μαργαριτάρια
Με τσάι, καφέ και με φεγγάρια
γι αυτό είμαι ολόκληρος χρυσός.
`
Ποτέ δε θα ‘χεις, αμνηστία
Κι αυτό γιατί το θέλω εγώ
Αυτά που γράφεις είναι αστεία
Και της κατάντιας σου η αιτία
Λεφτά να βρεις. Να σ’ ευλογώ.
`
Και πώς, γιατί να μας καλέσεις
Σ’ αυτό το σπίτι τ’ ορφανό;
Μόνο να κάνω υποθέσεις
Γι’ αυτές τις ύποπτες τις σχέσεις
Μπορώ-και δεν αυτοκτονώ».
`
Αυτό δεν ήτανε πια γεύμα
Αυτό ήταν Δείπνος Μυστικός
Που όλα θα τέλειωναν στo αίμα
και σαν αρρώστια σ’ ένα δέρμα
που είχε σειρά ο πανικός.
`
Κλαίγαν οι αδελφές στην άκρη
κι η μάνα τους με σπαραγμό
Η Πράγα φταίει, n Πράγα αγκάθι
σαν κόκαλο ψαριού μου εστάθη
στον χάρτινο μου τον λαιμό.
`
*
Η ΔΟΞΑ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ
`
Εκδόσεις: Μεταίχμιο