Κύριε Πελεγρίνη είστε ένας άνθρωπος πολυπράγμων θα έλεγα, στιβαρό μέλος της φιλοσοφικής μας κοινότητας, που ασχολείστε εδώ και χρόνια και με το θέατρο. Ποια κατά τη γνώμη σας είναι η σχέση του θεάτρου με τη φιλοσοφία; Υπάρχει;
Η σχέση, η εγγενής συγγένεια, όπως θα έλεγε ο Γκαίτε, μεταξύ φιλοσοφίας και θεάτρου προσδιορίστηκε από τους Αρχαίους Έλληνες στο πλαίσιο της διαλεκτικής αντίληψής των για τα πράγματα.
Διαλεκτική, όπως είπε ο Πλάτων, είναι το δούναι και δέξασθαι τον λόγο, να λες κάτι δίνοντας το δικαίωμα στον άλλο να ισχυριστεί κάτι άλλο από σένα ή και αντίθετο προς εκείνο που λες ̶ ο διάλογος με δυο λέξεις. Ο κοινός τόπος λοιπόν μεταξύ θεάτρου και φιλοσοφίας είναι ο διάλογος.
Αναφορικά προς το θέατρο ο διάλογος διεξάγεται μεταξύ των ηρώων επί σκηνής. Ακόμη κι αν πρόκειται για μονόλογο, ο ηθοποιός διαλέγεται, έστω νοερά, με το κοινό.
Εν σχέσει προς την φιλοσοφία ο διάλογος διεξαγόταν από καταβολής της φιλοσοφίας στους κόλπους κάποιας σχολής, όπου μαθητές και δάσκαλος συζητούσαν για τα ζητήματα που τους απασχολούσαν προκειμένου να καταλήξουν ̶ αν κατέληγαν ̶ στις δέουσες απαντήσεις. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Πλάτων, που ορίζει την φιλοσοφία ως διαλεκτική, εξέφρασε τις ιδέες του υπό την μορφή διαλόγου.
Ενδεικτικό της σημασίας που απέδιδαν οι Έλληνες στον διάλογο είναι το γεγονός ότι οι αυστηρότεροι κριτές των μεγάλων φιλοσόφων ήταν οι μαθητές των – και όχι οι αντίπαλοί τους.
Σκεφτείτε να αφαιρεθεί από ένα έργο ο διάλογος και από ένα φιλοσόφημα ή ανταλλαγή επιχειρημάτων. Θα υπάρχει εν προκειμένω το θεατρικό έργο και το φιλοσόφημα; Προφανώς όχι. Αυτό για να δειχθεί η σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και θεάτρου εν ονόματι του διαλόγου.
Το «Τρύπιο Βαρέλι» βρίσκεται επί σκηνής κάθε Πέμπτη αυτό το διάστημα στο θέατρο Αλκμήνη. Είναι καινούρια σας συγγραφική δουλειά; Πείτε μας σας παρακαλώ δυο λόγια για το έργο αλλά και για τη διαδικασία εν γένει της συγγραφής.
Όπως έχω πει σε άλλη ευκαιρία η ιστορία του έργου είναι η εξής: Ο Μάκης και ο Λάκης, δυο μεσήλικες και παραπάνω ίσως, για τους οποίους δεν ξέρομε τίποτα (ποια είναι η σχέση τους, ποιο είναι το παρελθόν τους, ποιος είναι ο χαρακτήρας τους, ποια είναι η ταυτότητά τους), ζουν μόνοι τους στο σπίτι τους ήσυχα με την πλήξη να τους τριγυρίζει.
Δεν θέλουν να την σκέπτονται, αλλά είναι υποχρεωμένοι να την ζουν. “Οι μέρες περνάνε”, λέει κάποια στιγμή ο Μάκης, “κι εγώ μένω πίσω. Δεν έχω κίνητρο να τις ακολουθήσω. Δεν την φαντάστηκα έτσι την ζωή μου. Είμαι ένα βάρος που εξακολουθώ να το κουβαλάω”. “Είπαμε”, του απαντά ο Λάκης, “να δώσομε στην ζωή μας ενδιαφέρον”. Και ο ίδιος πράγματι επιδίδεται σε διάφορες ασχολίες προκειμένου να γεμίσει την ζωή του και να της δώσει περιεχόμενο, αλλά γρήγορα τις παρατάει την μια μετά την άλλη αναγκάζοντας τον Μάκη, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τον αποθαρρύνει στις αλλεπάλληλες προσπάθειές του, να του πει: “πώς γίνεται να τα παρατάς τόσο εύκολα, πώς γίνεται να καταπιάνεσαι αμέσως με κάτι άλλο”.
Ακόμη κι ένα ζευγάρι κιάλια, το τελευταίο απομεινάρι που τους έμεινε να σκοτώνουν την ώρα τους, παρακολουθώντας ή παριστάνοντας ότι παρακολουθούν τι γίνεται στο ρετιρέ της πολυκατοικίας απέναντι, τα πουλάνε. Μέχρι να τους καταπιεί το κενό της ζωής, που χάσκει μπροστά τους απειλητικό, έχουν δυο δυνατότητες: είτε να φλυαρούν ακατάσχετα είτε να παραμένουν εφιαλτικά σιωπηλοί.
Μιλήστε μας για τους συνεργάτες σας στο «Τρύπιο βαρέλι». Πως προκύπτουν αυτές οι συνεργασίες; Ποια είναι τα κριτήρια της επιλογής;
Σκηνοθέτις του έργου είναι η κυρία Άννα Σωτρίνη. Είναι η δεύτερη φορά που συνεργάζομαι μαζί της. Η πρώτη ήταν στην Αυτοβιογραγία που ανέβηκε στο Ίδρυμα Θεοχαράκη. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ της κας Σωτρίνη και εμένα.
Πρόκειται για ευαίσθητο άνθρωπο με ευρείς πνευματικούς ορίζοντες και βαθιά γνώση του θεάτρου και όσων το συνοδεύουν (φωτισμοί, σκηνικά κ.λπ) Ουσιαστικά έδωσε άλλη διάσταση στο έργο, εκείνη που χρειάζεται ένα κείμενο για να μετατραπεί σε κομμάτι της ζωής. Δεν είναι μόνο οι ικανότητές της, είναι και η ευγένεια, είναι και άλλα που παραπέμπουν σε έναν αξιόλογο άνθρωπο.
Ο Γιάννης Παπαθύμνιος είναι ο ηθοποιός με τον οποίο μοιράζομαι πί σκηνής την δράση του έργου. Εξαιρετικά ταλαντούχος ηθοποιός, εργατικότατος, σεμνός. Δεν ξέρω πολλούς ηθοποιούς με τα προτερήματα του Παπαθύμνιου. Βοηθός σκηνοθέτη είναι ένα νέο παιδί, μαθητής νομίζω της κας Σωτρίνη στην Σχολή Βεάκη, ο Φιλήμων Ορκόπουλος.
Το πάθος του για το θέατρο συγκινητικό. Ακούω επίσης ότι διαθέτει ξεχωριστές υποκριτικές ικανότητες. Η κα Παγια Βεάκη που, ανέλαβε τα σκηνικά και τα κοστούμια, είναι λόγω της μακρά εμπειρίας της και της γνώσης που διαθέτει, εγγύηση. Ο φέρελπις νέος Βαγγέλης Κάλλοου, γιός του εξαίρετου ηθοποιού Χρήστου Κάλλου, δημιούργησε τα εντυπωσιακά βίντεο, στα οπία πορισφέρθηκε να συμμετάσχει φιλικά ο πατέρας του.
Έχετε κατηγορηθεί κατά καιρούς για την ιδιαίτερη αγάπη και την ενασχόλησή σας με το θέατρο. Τι απαντάτε στους επικριτές σας;
Μπορεί ασφαλώς κανείς να με κρίνει για την επίδοσή μου στην υποκριτική. Έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει, και να είναι και αυστηρός κριτής. Αλλά να με επικρίνει για την ενασχόλησή μου με το θέατρο, χωρίς να με έχει δει, θεωρώντας το θέατρο μια φαιδρή έως αισχρή ενασχόληση, πάει πολύ, και τον χαρακτηρίζει ως ανόητο.
Υπάρχει κάποιος φιλόσοφος ή φιλοσοφική σχολή που σας γοητεύει ιδιαίτερα; Μπορεί μια φιλοσοφική ιδέα να έχει πρακτική αξία στην καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου;
Θα αρχίσω από το τελευταίο σκέλος της ερώτησής σας. Ασφαλώς και η φιλοσοφία έχει αξία στην καθημερινότητά μας. Φιλοσοφία σημαίνει, μεταξύ άλλων, να μην παίρνεις τίποτα σαν δεδομένο, να αμφισβητείς ακόμη και το αυτονόητο. Πόσες φορές δεν έχομε πέσει θύματα παγιωμένων αντιλήψεων και εκείνου που θεωρούμε αυτονόητο;
Η φιλοσοφία ακριβώς σε ωθεί να σκεφτείς πάλι τις παγιωμένες αντιλήψεις και το αυτονόητο μήπως και χρειάζεται να αναθεωρηθούν, για να μην πέσεις πάλι θύμα τους.
Έπειτα η φιλοσοφία, καθώς δεν αναλίσκεται στο να μας αποδείξει τι υπάρχει, αλλά επιχειρεί να μας υποδείξει τι άλλο θα μπορούσε ή θα έπρεπε να υπάρχει, δίνει άλλη, ευρύτερη προφανώς, διάσταση στο φαινόμενο της ζωής. Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος της ερώτησής σας, θα σας απαντούσα ανενδιάστως ότι ο κορυφαίος, κατά την γνώμη μου, φιλόσοφος είναι ο Γερμανός φιλόσοφος τους 18ου αιώνα Ιμάνουελ Καντ.
Είναι ο φιλόσοφος που μάζεψε τα κομμάτια της φιλοσοφίας που υπερασπίστηκαν οι φιλόσοφοι τους παρελθόντος και τα συνένωσε σε ενιαίο σώμα δίνοντας την ευκαιρία στους μεταγενεστέρους φιλοσόφους να κινηθούν με μεγαλύτερη ασφάλεια στα μονοπάτια της φιλοσοφίας.
Πρύτανης, υφυπουργός, καθηγητής φιλοσοφίας συγγραφέας ή ηθοποιός; Αν ήσασταν υποχρεωμένος να επιλέξετε ένα από όλα αυτά, ποιο θα ήταν και γιατί;
Πρώτα από όλα θα επέλεγα αφενός τον καθηγητή, διότι η φιλοσοφία είναι ο τομέας του πνεύματος στον οποίο αφιέρωσα ουσιαστικά την ζωή μου, και αφετέρου τον ηθοποιό, διότι μου δίνει την δυνατότητα να αντιληφθώ την πολυπλοκότητα ης ζωής, την οποία, ζώντας την, δεν εκτιμάμε ή δεν την αξιολογούμε όσο θα έπρεπε.
Έπειτα θα επέλεγα τον Πρύτανη, διότι μου έδωσε την ευκαιρία να υπερασπιστώ τον θεσμό του πανεπιστήμιου, το οποίο, παίζοντας μικροπολιτικά παιχνίδια, ορισμένοι πολιτικοί, αντίπαλοι κατά τα άλλα, θέλησαν να τον μετατρέψουν σε ΙΕΚ.
Και τέλος τον υφυπουργό, διότι, κακά τα ψέματα, μου έδωσε την ευκαιρία να ζήσω την εμπειρία της πολιτικής, με έναν τρόπο διαφορετικό από τον μοναχικό τρόπο που την χειρίστηκα ως τότε.
Πολιτική, όπως έχω ξαναπεί, είναι να κάνεις πράγματα για τους ανθρώπους. Στο χρέος μου αυτό επιχείρησα να ανταποκριθώ με βάση τις ιδέες μου τις δυνάμεις μου, ανεξάρτητα από κομματικούς ή άλλους συναφείς φορείς.
Το μόνο σωματείο στο οποίο θα δείτε, αν το αναζητήσετε, γραμμένο το όνομά μου είναι το ποδοσφαιρικό σωματείο όταν έπαιζα μπάλα.