12 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΤο χέρι και η ομιλία στη σκέψη του Όσβαλντ Σπένγκλερ

Το χέρι και η ομιλία στη σκέψη του Όσβαλντ Σπένγκλερ

Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γιώργος Κουτσαντώνης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης

«Το πράττειν του σκεπτόμενου χεριού ονομάζεται πράξη. Δραστηριότητα αναπτύσσουν και τα ζώα· όμως μονάχα ο άνθρωπος πράττει. Τίποτα δεν αποκαλύπτει τόσο καθαρά αυτήν τη διαφορά, όσο το άναμμα της φωτιάς. Όπως και πολλά άλλα ζώα, ο άνθρωπος βλέπει πως γεννιέται η φωτιά: αιτία και αποτέλεσμα. Αλλά μόνον ο άνθρωπος επινοεί μια διαδικασία προκειμένου να την παραγάγει: σκοπός και μέσο. Καμία άλλη πράξη δεν δίνει τόσο έντονα την εντύπωση της δημιουργικότητας»[1]

Το χέρι και το εργαλείο

Στη σκέψη του Γερμανού στοχαστή, Ο. Σπένγκλερ, όπως μας αποκαλύπτεται στο magnum opus του[2] κεντρικό ρόλο διαδραματίζει ο προμηθεϊκός αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην Φύση. Πότε όμως ξεκινάει αυτός ο αγώνας; Για τον Σπένγκλερ ο αγώνας ξεκινάει ταυτόχρονα με την εμφάνιση του ανθρώπου, ως εφευρετικού αρπακτικού, στη γη. Η πρώτη περίοδος αυτού του μακρόχρονου αγώνα ταυτίζεται με το ανθρώπινο χέρι. Το χέρι είναι το υπέρτατο όπλο και το επίπεδο ταύτισής του με τον άνθρωπο είναι απόλυτο: άνθρωπος καθίσταται αυτό που είναι μέσω της γένεσης του χεριού.

Τι είναι όμως το χέρι; Το χέρι είναι ένα συναρπαστικό όργανο και αυτό μπορεί να το αντιληφθεί καθένας από εμάς, η γνώση δε της εκλεπτυσμένης ανατομίας του το κάνει ακόμη πιο εκπληκτικό. Διαθέτει εξαιρετικές ικανότητες ως αισθητήριο, καθώς είναι σε θέση να διακρίνει από ισχυρές δονήσεις μέχρι ένα ανεπαίσθητο αεράκι, το ψυχρό και το θερμό (και τις ενδιάμεσες καταστάσεις) το υγρό και το στερεό (και το ιξώδες των ρευστών), το βάρος, το σχήμα, την υφή, τη σύσταση και την πυκνότητα των πραγμάτων, τα μεγέθη κ.ά.

Μπορεί επίσης να αισθανθεί την πίεση (σε όλες τις ανθρωπίνως αντιληπτές βαθμίδες της), να αισθανθεί τον πόνο και να καλέσει την ενστικτώδη (αντανακλαστική) απώθηση από τον κίνδυνο και καθετί το βλαπτικό. Όμως το χέρι διαθέτει και μια «μηχανική», κινητική ιδιαιτερότητα, που σωστότερα θα έπρεπε να ονομαστεί μοναδικότητα στο ζωικό βασίλειο: διαθέτει τον αντίχειρα. Ο αντίχειρας και πιο συγκεκριμένα οι κινήσεις προσαγωγής και απαγωγής του σε σχέση με τον άξονα που ορίζει η παλάμη μας[3], είναι ικανότητες αποκλειστικές του ανθρώπου, διότι δεν εμφανίζονται σε κανένα άλλο, γνωστό σε εμάς, ζώντα οργανισμό επί της γης.

Πρέπει να εξηγηθεί αυτή η μοναδική ικανότητα, γιατί κάποιοι θα μπορούσαν να πουν ότι, έστω έναν υποτυπώδη αντίχειρα διαθέτει λ.χ. και ο χιμπαντζής. Στην πραγματικότητα ζώα όπως οι χιμπαντζήδες και οι πίθηκοι διαθέτουν δάκτυλο που όμως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αντίχειρας, για τουλάχιστον τρεις κατηγορίες εξηγήσεων: α) γιατί η κινητικότητα του δακτύλου αυτού είναι εξαιρετικά περιορισμένη σε σχέση με τον ανθρώπινο αντίχειρα β) γιατί ο έλεγχος του ανθρώπινου αντίχειρα από τον εγκέφαλο, δηλαδή η «σύζευξη»[4]των μυών που τον κινούν με λεγόμενα κινητικά κέντρα του εγκεφάλου είναι στο άνθρωπο μοναδική, σε επίπεδο λεπτότητας και ακρίβειας κινήσεων και κυρίως γ) γιατί υπάρχει ανάμεσα στο «όργανο» (χέρι) και τον εγκέφαλο ένας υψηλότατος βαθμός αλληλεπίδρασης.

Πράγματι, το χέρι, εκτός από ένα ραφινάτο αισθητήριο που παρέχει πληθώρα πληροφοριών στον εγκέφαλο, διαθέτει την μοναδική ικανότητα «εκμάθησης» μιας σχεδόν απεριόριστης αλληλουχίας κινήσεων και συνδυασμών κινήσεων – δεδομένου ότι τα χέρια είναι δυο. Είναι επομένως ικανό να εκτελεί εξαιρετικά σύνθετες εργασίες οι οποίες μπορούν να επαναληφθούν (κινητική μνήμη) και να «τυποποιηθούν» ώστε να κατασκευάσουν αντικείμενα, εργαλεία και όργανα μέτρησης, όπως π.χ. ένα αυτόματο ρολόι χειρός του οποίου η λεπτότατη μηχανολογία ακριβείας συνεχίζει να μας εκπλήσσει, ακόμη και σήμερα στην εποχή της ψηφιακή επικυριαρχίας.

Στο σημείο αυτό, προκύπτουν δυο ερωτήματα που δεν περιλαμβάνουν το αν είμαστε, ως προς το χέρι μας, μοναδικοί, αυτό είναι βέβαιο, τα ερωτήματα είναι άλλα: α) πότε εμφανίστηκε ο αντίχειρας στον άνθρωπο; Ή αλλιώς, κατά τον Σπένγκλερ, πότε εμφανίστηκε ο άνθρωπος και β) αυτό το ικανό χέρι όπλο εμφανίστηκε ταυτόχρονα (εξαίφνης) με τον άνθρωπο ή είναι προϊόν μιας, δαρβινικά νοούμενης, εξελικτικής (άρα σταδιακής) διαδικασίας;

Θα πρέπει να τονίσουμε εξ αρχής ότι πάνω σε αυτά τα ερωτήματα δεν γνωρίζουμε τις απαντήσεις, ούτε έχουμε επιλέξει κάποιο στρατόπεδο. Αντιθέτως θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τη θέση του Σπένγκλερ[5] που θεωρεί ότι όχι μόνο το χέρι, αλλά και η όρθια βάδιση, η στάση του κεφαλιού και ούτω καθεξής εμφανίζονται στον άνθρωπο μαζί και εξαίφνης, δεν είναι επομένως αποτελέσματα της εξέλιξης των ειδών όπως την περιέγραψε ο Δαρβίνος.

«[Σ]ε σύγκριση με τον ρυθμό των κοσμικών κινήσε­ων το χέρι πρέπει να γεννήθηκε εξαίφνης, απότομα όπως μια αστραπή, ένας σεισμός, όπως καθετί με αποφασιστική συμβολή στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, όπως καθετί που εγκαινιάζει μια κοσμοϊστορική εποχή με τη ριζικότερη σημασία του όρου. Πρέπει και εδώ να απαλλαγούμε από τις αντιλήψεις του προηγούμενου αιώνα, και πιο συγκεκριμένα από την έννοια της «εξέ­λιξης», όπως αυτή διαμορφώθηκε με βάση τις γεωλο­γικές έρευνες του Λάιελ (Charles Lyell).

Τούτη η αργή, φλεγματική μεταβολή αντιστοιχεί στην αγγλική ψυ­χοσύνθεση, όχι στη φύση. Δεδομένου ότι μια τέτοια μεταβολή δεν αντιστοιχούσε σε μετρήσιμα χρονικά διαστήματα, οι υποστηριχτές της θεωρίας της «εξέλι­ξης» έπρεπε να κάνουν λόγο για εκατομμύρια χρόνια. Ωστόσο δεν θα μπορούσαμε να διακρίνουμε κανένα γεωλογικό στρώμα, αν δεν χωρίζονταν μεταξύ τους μέσω καταστροφών άγνωστης μορφής και προέλευ­σης· κανένα είδος απολιθωμένου ζώου, αν δεν εμφα­νιζόταν εξαίφνης και δεν διατηρούνταν αμετάβλητο μέχρι την εξάλειψή του. Για τους «προγόνους» του ανθρώπου δεν γνωρίζουμε τίποτα, σε πείσμα όλων των ερευνών και των ανατομικών συγκρίσεων.

Αφό­του εμφανίζονται ανθρώπινοι σκελετοί, ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα. Άλλωστε μπορεί κα­νείς να διακρίνει τον «Νεάντερνταλ» σε κάθε συνάθροιση ατόμων. Είναι επίσης απολύτως αδύνατο να είχαν αναπτυχθεί διαδοχικά και χωριστά το χέρι, η όρθια βάδιση, η στάση του κεφαλιού και ούτω κα­θεξής. Όλα αυτά εμφανίζονται μαζί και εξαίφνης[6]. Η παγκόσμια ιστορία προχωρά από καταστροφή σε καταστροφή, είτε μπορούμε να τη συλλάβουμε και να τη θεμελιώσουμε, είτε όχι. Από τον Ούγκο ντε Βρις και μετά η διαδικασία αυτή ονομάζεται μετάλλαξη. Έχουμε να κάνουμε με μια εσωτερική αλλαγή που κα­ταλαμβάνει εξαίφνης όλους τους εκπροσώπους ενός είδους, και αυτό, όπως καθετί στην πραγματικότητα, συμβαίνει δίχως προφανή «αιτία». Πρόκειται για τον κρυφό ρυθμό του πραγματικού».

Επομένως τα δύο βασικά επιχειρήματα του Σπένγκλερ είναι πρώτον ότι οι ανθρώπινοι σκελετοί, που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα, στην ουσία δεν έχουν αλλάξει και δεύτερον ότι μόνο το ήδη διαμορφωμένο όπλο (χέρι) θα μπορούσε να συνιστά προτέρημα στον αγώνα για επιβίωση καθώς διαφορετικά η μακρόχρονη διαδικασία εξέλιξής του θα αποτελούσε ένα άχρηστο βάρος.

Η πρώτη θέση μπορεί να θεωρηθεί βάσιμη και αρκετά ισχυρή, νομίζουμε όμως ότι δεν ισχύει το ίδιο και για τη δεύτερη. Αυτό γιατί θα μπορούσε κανείς να πει ότι ακριβώς αυτή η συνεχής και μακρόχρονη διαδικασία προσαρμογής -στα πλαίσια του ενός αρχέγονου αγώνα για επιβίωση- είναι που άλλαξε το χέρι σταδιακά και το έκρινε ως νικηφόρο στην κούρσα.

Γιατί επομένως οι εκλεπτυσμένες λειτουργίες του ανθρώπινου χεριού να μην είναι αποτελέσματα αδιάκοπων δοκιμασιών, αποτυχιών και επιτυχιών στον αέναο ανταγωνισμό με τα άλλα είδη, αλλά και στην αναμέτρηση με τη Φύση; Κατά τη γνώμη μας η δαρβινική θεωρία ασφαλώς και πάσχει, ίσως ακόμη και από αντιεπιστημονισμό[7] -που στην εποχή του Δαρβίνου μπορεί να ήταν αποδεκτός- όμως και η αντίληψη του Σπένγκλερ – ειδικά αν τη δούμε σε ευθεία αντιπαράθεση (βιολογική/βιοχημική/μοριακή) με τη Δαρβινική θεωρία – παρουσιάζει και αυτή σοβαρές αδυναμίες. Επίσης η αναφορά του Γερμανού στοχαστή στη φλεγματική αγγλική ψυχοσύνθεση, ασφαλώς δεν αποτελεί επιστημονικό επιχείρημα, περισσότερο είναι μια λογοτεχνίζουσα «κακιούλα». Αντιθέτως η φιλοσοφική προσέγγιση του Γερμανού είναι ενδιαφέρουσα και σε αυτή θα επικεντρωθούμε στη συνέχεια.

Αυτό που διαχωρίζει το χέρι από το όπλο, λέει ο Σπένγκλερ, είναι η τεχνική διαδικασία: «[α]φενός στην παραγωγή του όπλου, αφετέρου στη χρήση του. Όπως υπάρχει μια τεχνική για την κατασκευή του βιολιού υπάρχει και μια τεχνική για το παίξιμο του βιολιού. Αυτή η ανωτερότητα του ανθρώπου να επιλέγει και να κατασκευάζει σύμφωνα με τα δικά του μέτρα και τις ανάγκες τα όπλα του και τα εργαλεία του, συνιστά την απελευθέρωση από τον καταναγκασμό του είδους. Με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος αρπακτικό αποκτά την «νόηση του χεριού» που είναι διαφορετική από τη «νόηση του ματιού». Διότι από το μάτι αναπτύχθηκε η θεωρητική, παρατηρούσα, ενατενιστική νόηση, ο «αναστοχασμός», η «σοφία», ενώ από το χέρι αναπτύσσεται η πρακτική, η δραστήρια νόηση, η πονηριά, η πραγματική «ευφυία».

Όμως ο Γερμανός προχωράει τη σκέψη του ακόμη και λέει ότι: «[κ]άπως έτσι γεννήθηκαν οι δύο πολύ διαφορετικοί τρόποι σκέψης: αφενός του ανθρώπου-της αλήθειας, δηλαδή του ιερέα, του λόγι­ου, του φιλοσόφου, αφετέρου του ανθρώπου των γε­γονότων, δηλαδή του πολιτικού, του στρατηγού, του εμπόρου. Έκτοτε το χέρι που διατάζει, που καθοδηγεί, που σφίγγεται σε γροθιά, αποτελεί έκφραση μια βούλησης.

Από εδώ προέρχονται η γραφολογία και η χειρομαντεία, οι γλωσσικές διατυπώσεις για το βαρύ χέρι του κατακτητή, το καλότυχο χέρι ενός επιχειρη­ματία, αλλά και τα ψυχικά γνωρίσματα του χεριού του εγκληματία και του καλλιτέχνη. Με τη συνδρομή του χεριού, του όπλου και της προσωπικής νόησης ο άνθρωπος καθίσταται πλέον ον δημιουργικό. Όλα όσα πράττουν τα ζώα παραμέ­νουν στο πλαίσιο της πράξης του είδους χωρίς να εμπλουτίζουν τη ζωή τους. Αντιθέτως ο άνθρωπος, ως δημιουργικό ον, έχει χτίσει πάνω στον κόσμο ένα βασίλειο εφευρετικής σκέψης και πράξης, το οποίο του δίνει το δικαίωμα να αποκαλεί τη δική του σύ­ντομη ιστορία «παγκόσμια ιστορία» και να αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του ως την «ανθρωπότητα» με όλη την υπόλοιπη φύση ως απλό υπόβαθρο, αντι­κείμενο και μέσο».

Η ομιλία και το εγχείρημα

Με βάση πάλι τον Spengler, «[κ]άθε ομιλία είναι πρακτικής φύσης και προέρχεται από τη «νόηση του χεριού»[8]. Η γλώσσα αποτελεί το κατεξοχήν εργαλείο για τη σχεδίαση «συλλογικών πράξεων», δηλαδή εγχειρημάτων[9]. Πιο συγκεκριμένα, ο κόσμος που αναδύεται μετά τη Λίθινή και Νεολιθική εποχή, χαρακτηρίζεται από «μπερδεμένες και πολύπλοκες συνάφειες», δηλαδή από υλικοτεχνικές κατασκευές[10]. Ο ψυχικός μετασχηματισμός που οδηγεί σε αυτά τα εγχειρήματα δεν είναι άλλος παρά ο έναρθρος λόγος. Με άλλα λόγια, για τον Spengler η ομιλία, ιδίως στην πρωταρχική της μορφή, αυτό το μέσο δηλαδή μετάδοσης πληροφοριών[11], δεν έχει παρά εργαλειακό χαρακτήρα. Επιπλέον, απώτερος στόχος της γλώσσας δεν είναι να εκφράσει κάποια κρίση, ή απόφανση, αλλά να επιβάλει διαταγές και να καθυποτάξει· οι αρχικές προτάσεις απευθύνονται σε άλλα άτομα στην προστακτική: ««Κάνε αυτό!», «Έτοιμος;», «Ναι», «Ξεκίνα!»[12].

Όπως φαίνεται η σκέψη του Spengler, στο πόνημά του για τη τεχνική, δεν επιθυμεί καν να εστιάσει την προσοχή της στην ομιλία ως μέσο πειθούς, πράγμα που αποτελεί δημιούργημα του δημοκρατικού κόσμου, δηλαδή του αρχαίου Ελληνικού και του Ρωμαϊκού (με βάση τις πηγές που μέχρι τώρα σώζονται). Ο εργαλειακός λόγος δεν είναι παρά η γλώσσα που αποσκοπεί σε αυτό που η Hannah Arendt[13] αποκαλούσε σχέση προσταγής, δηλαδή command/obedience. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι η σκέψη του Γερμανού στοχαστή δεν μπορεί να έχει καμία συμβολή σε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε δημοκρατική αναγέννηση, παρότι ο ίδιος υπήρξε αυστηρά ολιγαρχικός ως προς τις πολιτικές και φιλοσοφικές του προτιμήσεις.

Ποιες λοιπόν είναι οι «πρακτικές συνέπειες», όπως θα έλεγε ο William James[14] αυτής της φιλοσοφίας; Για τον Σπένγκλερ, ήταν ο εργαλειακός λόγος που οδήγησε στην ανάπτυξη της τεχνικής. Αν όμως η τεχνική αποτελεί βάση του σημερινού αναπτυγμένου κόσμου, και αν ο εργαλειακός λόγος (όπως είδαμε και παραπάνω) οδηγεί στην ανάπτυξη σχέσεων υποταγής και διαταγής (και όχι πειθούς ισοπολιτείας και διαβούλευσης), τότε ο σύγχρονος αναπτυγμένος τεχνολογικός κόσμος αδυνατεί να παράξει λόγο διαβουλευτικό και ισοπολιτικό. Προκειμένου να κατανοήσουμε τούτο το αξίωμα, ας στραφούμε ξανά στην Arendt και ιδίως στο The Life of The Mind.

Στο έργο αυτό η Arendt διαχωρίζει την σκέψη (thinking) από τη βούληση (willing) και την κρίση (judgment) (αλλιώς, δικαιοκρισία ή ορθοκρισία). Η σκέψη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δικαιοκρισία. Η σκέψη, πιο συγκεκριμένα, βασίζεται στη μνήμη, στην ικανότητα, δηλαδή, του ανθρώπινου εγκεφάλου να αποθηκεύει οπτικά ή ακουστικά αντικείμενα (objects) που εξαφανίζονται από την όραση ή την ακοή ή την όσφρησή μας.

Η σκέψη, για την ίδια, δεν είναι παρά αυτό που ο Πλάτωνας αποκαλούσε, ένας σιωπηλός διάλογος με τον εαυτό μας. Κατ‘ αυτόν τον τρόπο, η σκέψη καλλιεργεί τη νόηση, η οποία ανοίγει οδούς προς τη δικαιοκρισία. Ως εκ τούτου, η δικαιοκρισία δεν είναι παρά ένα υποπροϊόν της σκέψης (thnking). Με βάση την ερμηνεία που αποδίδει ο Robert Fine[15] στην Arendt, η βούληση (willing) εκφράζει και ταυτίζεται με τη Νιτσεϊκή βούληση για επιβολή. Ταυτίζεται με αυτό που ο Spegnler διαπιστώνει στον «αρπακτικό άνθρωπο» την τάση για «ανωτερότητα … πολύ πέρα από τα όρια της σωματικής δύναμης»[16], μια βούληση που επιτυγχάνεται μέσω της τεχνικής.

Η βούληση, με άλλα λόγια, παραπέμπει στην αλαζονεία αλλά και στα εργαλειακά μέσα με τα οποία επιδιώκει κανείς να την φέρει εις πέρας. Αντίθετα, στη σκέψη της Arendt η γλώσσα στο πολιτικό πεδίο είναι αντικείμενο διαβούλευσης, και αποσκοπεί όχι στην επιβολή δίχως όρια (παρότι μπορεί να οδηγήσει και σε τέτοια μέσα) αλλά κυρίως στην πειθώ[17] και πάνω απ’ όλα στην ποικιλομορφία (plurality) των γνωμών που εκφράζονται (Δόξα)· όσες περισσότερες γνώμες ακούγονται και συγκρούονται μεταξύ τους, τόσο περισσότερο αυξάνονται οι πιθανότητες να αποκαλυφθούν πτυχές μιας πραγματικότητας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο αγωνιστικός λόγος της Arendt βοηθά ένα πολιτικό σώμα να αναπτύξει νόηση και ορθοκρισία, παρότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση πως κάτι τέτοιο θα συμβεί σε κάθε περίπτωση.

Επίλογος

Η «νόηση του ματιού», η «νόηση του χεριού» και στην συνέχεια, όπως είδαμε, η ομιλία και το εγχείρημα είναι όλα καθοριστικά για την πορεία του ανθρώπου. Καθοριστικά για τη στάση του απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό και απέναντι στη φύση. Οι ξεχωριστές αυτές ικανότητες διαμορφώνουν και έναν ανθρώπινο χαρακτήρα ο οποίος, καί διαμέσου της τεχνικής, διακρίνεται από την τάση για επιβολή και κυριαρχία, αλλά και από βουλιμία και αλαζονεία. Ωστόσο τα ανθρώπινα αυτά διακριτικά στοιχεία, που ορισμένα συνάδουν με φύση αρπακτική, αν και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε καθ’ ολοκληρία και με σαφήνεια τα «πώς» και τα «γιατί» της διαμόρφωσής τους, είναι απολύτως βέβαιο πως δεν είναι τα μόνα.

Στη ρότα μέσα στο χρόνο φάνηκαν και άλλοι χαρακτήρες, άλλοι ανθρωπολογικοί τύποι, που υπάρχουν και πράττουν με τρόπους πολύ διαφορετικούς από εκείνους του αρπακτικού, βουλιμικού, κυριαρχικού ανθρώπου. Διότι το χέρι διαθέτει καί την «νόηση του χαδιού», η ομιλία τη «σοφία της πειθούς», τα μάτια τη «μνήμη της αλήθειας» – ο άνθρωπος διαθέτει την τεράστια ισχύ της κατανόησης, της συμπόνιας, της αυτοθυσίας και κυρίως της συγχώρεσης. Από την στιγμή όπου έχουν υπάρξει και υπάρχουν τόσο πολλές και διαφορετικές εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης είναι ζήτημα δευτερεύον, «τεχνικό» ή ακόμη και αδιάφορο, αν όλες τους καθορίζονται από (και σχετίζονται με) την αρπακτικότητα και τη δεινότητα του ανθρώπου ή με κάτι άλλο.

[1] Απόσπασμα από το Κεφ.5 του βιβλίου: Όσβαλντ Σπένγκλερ, Ο άνθρωπος και η τεχνική – Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ζωής, Αθήνα, εκδ. μάγμα, 2019.

[2] Oswald Spengler, Η Παρακμή της Δύσης, Περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας, 1ος Τόμος, Μορφή και πραγματικότητα, εκδ. Τυπωθήτω – Δαρδανός, Αθήνα 2004.

[3] Η κίνηση του αντίχειρα είναι η πλέον πολυαξονική κίνηση του ανθρώπινου σώματος, μάλιστα ο μ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;