22.9 C
Athens
Πέμπτη, 2 Μαΐου, 2024
ΑρχικήΒΙΒΛΙΑΒιβλίο - συνέντευξη | Ερωτήματα για το 1821: «Εική και ως έτυχε;»*...

Βιβλίο – συνέντευξη | Ερωτήματα για το 1821: «Εική και ως έτυχε;»* | Της Χαρί Λέκκα

 

ΒΙΒΛΙΟ – ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ 1821:  «Εική και ως έτυχε;»*

 

Της Χαρί Λέκκα

 

«Δεν ξέρω αν  υπάρχει στον κόσμο κάτι πιο σεβαστό από την πίστη για το μέλλον που αντλούσαν αυτοί οι άνθρωποι  από το ξεχείλισμα των συμφορών τους».

Οι δύο αυτές γραμμές που μυρίζουν πείνα, δυστυχία, αρρώστιες αλλά και μπαρούτι  μες τον χαλασμό και την αντάρα  που προκάλεσε η ανάγκη των Ελλήνων για ελευθερία,  συνδυασμένα με τη μεγαλοσύνη της περήφανης ψυχής που είναι αποφασισμένη να αγωνιστεί  με νύχια και με δόντια για τα ιδανικά της,  περιλαμβάνονται  στην περιγραφή του μέλους της γαλλικής επιστημονικής αποστολής στην Ελλάδα την περίοδο 1828-1830, Edgar Quinet, και συναντώνται  στο βιβλίο «1821: ερωτήσεις μόνο!» των Μαρίας  Αγγελίδου, Ειρήνης Βοκοτοπούλου και του εικονογράφου  Φοίβου Χαλκιόπουλου, που εκδόθηκε από τον «Ίκαρο» τον Μάϊο  του 2021.

Ακόμα ένα επετειακό θέμα στις προθήκες βιβλιοπωλείων θα αναρωτηθείτε.  Κατηγορηματικά όχι. Το βιβλίο αυτό που είναι γραμμένο ανεπιτήδευτα – με ευχαρίστηση διαβάζεται  από παιδιά-  και το χαρακτηρίζει η δράση, αναπτύχθηκε μέσα από ερωτήσεις που σε κάνουν να ΣΚΕΦΤΕΙΣ. Και όταν σκέφτεσαι , ( προβληματίζεσαι –επεξεργάζεσαι – κρίνεις -) αφομοιώνεις ό,τι διάβασες. Έτσι δεν ξεχνάς, δεν ξαναμπερδεύεις  την 25η Μαρτίου με την 28η Οκτωβρίου, ούτε με την επέτειο της 17ης Νοεμβρίου (έχει συμβεί και αυτό).

 Ρωτήσαμε την  Μαρία Αγγελίδου να μας προσδιορίσει σε τι ηλικιακό εύρος αναγνωστών απευθύνεται,- γιατί σ΄ εμάς απροσδιορίστου μοιάζει -και μας είπε :  «Καμία από τις δυο μας δεν πιστεύει στο “αποκλειστικά παιδικό” βιβλίο. Θέλαμε να είναι ένα βιβλίο ΚΑΙ για παιδιά, και μάλιστα με τρόπο που να το καθιστά εύχρηστο και λειτουργικό ακόμα και μέσα στην τάξη (τελευταίες τάξεις του δημοτικού, του γυμνασίου ή και του λυκείου). Με τον στόχο αυτό κατά νου εργάστηκε και ο εικονογράφος, μ’ αυτόν τον στόχο διαμορφώνεται και η δομή του βιβλίου , η σελιδοποίησή , τα χρώματά, το ύφος του. Το φτιάξιμο του βιβλίου μ’ αυτήν την ηλικιακή επιταγή δεν ήταν εύκολο, ήταν πιο δύσκολο από ένα ας πούμε ξεκάθαρα ενήλικο ή ξεκάθαρα  βιβλίο για παιδιά. Αλλά νομίζω πως άξιζε τον κόπο».  

Πως ξεκίνησε  και πως εκτυλίχθηκε η  συνεργασία με την κ. Βοκοτοπούλου και τον Φοίβο Χαλκιόπουλο για να φτάσει στα χέρια μας το βιβλίο που δεν είναι μόνο ερωτήσεις!          «Μη φανταστεί κανείς πως το  «1821: ερωτήσεις μόνο!» πυροβολεί τον αναγνώστη με ερωτήσεις κατά βούληση, «εική και ως έτυχε» δηλαδή, χωρίς σημάδι και χωρίς σκοπό, επεξηγεί  η κ. Αγγελίδου. » Δεν αραδιάσαμε σκόρπια κι ακατάστατα ερωτήματα, και μάλιστα κλειστού τύπου, απ’ αυτά που επιδέχονται μία μόνο ορθή απάντηση. Κάθε άλλο. (Αυτές τις ερωτήσεις μάλιστα  έχουμε βάλει εμείς στο σημάδι και έχουμε ανοίξει πυρ εναντίον τους).  Ένα μεγάλο κι επίσης απολαυστικό και χορταστικό μέρος της δουλειάς ήταν να οργανώσουμε τις απορίες μας και τις αμφιβολίες μας και τις ανοιχτές μας ερωτήσεις σε ενότητες, σε βήματα, σε θέματα, σε οπτικές. Σε δέκα ¨κεφάλαια”. Και καταλήξαμε στα δέκα αφαιρώντας κι αφήνοντας απ’ έξω τόσα κι άλλα τόσα. Επανάσταση,  Πατρίδα,  Γλώσσα, Και Ανατολή Και Δύση, Στρατός, Εχθροί, Ξένοι, Διπλωματία, Χρήματα, Πολίτευμα. Αυτά μόνο. Και τόσα μόνο. Αρκετά, όμως, για να κεντρίσουν απορίες, ν’ ανοίξουν δρόμους, να σπρώξουν σε αμφιβολίες, να συνοδοιπορήσουν σε νέες γραμμές σκέψης.                                                                   Κάθε κεφάλαιο αποτελείται από τρία μέρη: η Λίγη Ιστορία δίνει με τρομερή οικονομία το χώρο και το χρόνο, καδράρει το θέμα, βάζει το ιστορικό πλαίσιο˙ είναι γνώσεις με σεβασμό και φιλότιμο˙ είναι οι ανοιχτές ερωτήσεις. Η  Μία Ιστορία φωτίζει (κρυφές και αποκαλυπτικές συνάμα) στιγμές μεγάλων γεγονότων, φέρνει στο προσκήνιο πράγματα που έμειναν (σκόπιμα ή όχι) στα παρασκήνια, δείχνει έναν τρόπο απάντησης. Το τρίτο μέρος, Με τη Φωνή τους, δίνει το λόγο σ’ αυτούς που έζησαν ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, που τις είδαν ο καθένας από την πλευρά του και με τα δικά του μάτια. Γιατί αυτό είναι το συγκλονιστικό σ’ αυτήν και σε κάθε ιστορία, μικρή ή μεγάλη: ο καθένας, ακόμα κι αυτός που βρίσκεται στο επίκεντρο των γεγονότων, δεν βλέπει παρά μόνον ό,τι θέλει κι ό,τι μπορεί: ό,τι τον αφήνουν τα μάτια του να δει».  

Και όλα αυτά συμπτυγμένα σε μόνο 89 σελίδες! Προηγήθηκε ενδελεχής έρευνα τριών ετών για να καταλήξει στο τυπογραφείο το «αμάλγαμα» των εκατοντάδων σημειώσεων που είχαν συγκεντρωθεί. (στο τέλος του βιβλίου καταγράφεται η βιβλιογραφία ).  Στην συγκεκριμένη περίπτωση  οι  Μ. Αγγελίδου και Ει. Βοκοτοπούλου, άφησαν στην άκρη τις ογκώδεις σημειώσεις  και άρχισαν να αποτυπώνουν στο χαρτί ό,τι είχε εντυπωθεί στη μνήμη με τη μορφή ερωτήσεων. Οδηγός μόνο ένα μικρό χαρτάκι με ημερομηνίες και ονόματα.                                                                                                                          

 «Οι ερωτήσεις  διατρέχουν τόσο τις ενότητες «λίγη ιστορία» όσο και τις ενότητες «μια ιστορία». Είναι ερωτήσεις που οι απαντήσεις τους δεν υπάρχουν στο βιβλίο. Οι ερωτήσεις μας δεν μοιάζουν με τις ερωτήσεις στα σχολικά διαγωνίσματα. Είναι ερωτήσεις για να σκεφτείς.  Να δεις, κάθε φορά, πως για κάθε γεγονός υπάρχουν πολλές φωνές, πολλές αφηγήσεις, πολλές οπτικές και πως το σημαντικό δεν είναι γρήγορα να συμφωνήσεις με κάποια από αυτές, αλλά να ξεκινήσεις τη δικιά σου περιπέτεια της ερμηνείας, γιατί αυτό είναι Ιστορία: η διαδικασία, η περιπέτεια της έρευνας. Αυτή είναι που μας ωριμάζει», είπε στο enallaktikos gr. η Ειρήνη Βοκοτοπούλου, ενώ η προσέγγιση της Μαρίας Αγγελίδου  είναι η εξής:  «Διαβάζοντας, συζητώντας, διαφωνώντας, προχωρώντας. Θα ήταν φυσικά ακατόρθωτο (και λάθος) να προσπαθήσουμε να συμπεριλάβουμε, να “χωρέσουμε” σ’ ένα βιβλίο όλα όσα διαβάσαμε, συζητήσαμε, είπαμε και ξείπαμε, αναθεωρήσαμε, αποφασίσαμε, τολμήσαμε και απορρίψαμε όσο καιρό δουλεύαμε το βιβλίο. Ένα βιβλίο (και σ’ αυτό συμφωνούμε απόλυτα και οι δύο) δεν φτιάχνεται για να “χωράει” τον/την/τους/τις συγγραφείς του. Δεν εκδίδεται για να “αναδεικνύει” και να “προβάλει” τους δημιουργούς του. Ένα βιβλίο υπάρχει για να είναι ωραίο, ενδιαφέρον, καλοφτιαγμένο και να προσφέρει χαρά, ικανοποίηση, ανοιχτούς δρόμους και περιπέτεια στους αναγνώστες του.»

Όσο προχωρούσαμε, όσο άπλωνε το διάβασμα και βάθαινε η μελέτη και φούντωνε η συζήτηση, τόσο πλήθαιναν οι ερωτήσεις. Πολλές φορές “πέσαμε σε τοίχο” πασχίζοντας να συμφωνήσουμε σε μιαν απάντηση βέβαιη και στέρεη. Και νομίζω οτι η αποφασιστική στιγμή ήταν κυριολεκτικά όταν “το πήραμε απόφαση”: πως δηλαδή ήταν τόσες οι ερωτήσεις μας οι αναπάντητες, αυτές που ΕΠΡΕΠΕ να μείνουν ανοιχτές, ώστε η μόνη έντιμη επιλογή που είχαμε ήταν να το δηλώσουμε ευθαρσώς στο εξώφυλλο κιόλας. 

Κάναμε, λοιπόν, λύση αυτό που αρχικά μας φαινόταν πρόβλημα. Κάναμε θεμέλιο την περιέργεια και τις απορίες μας, και πάνω του χτίσαμε κάτι που προφανώς ξεπερνάει το λεγόμενο βιβλίο γνώσεων με την έννοια ότι δεν προτείνει και δεν υπόσχεται γνώσεις – προτείνει και υπόσχεται περιέργειες». 

Τα κείμενα των ανθρώπων της εποχής είναι συγκλονιστικά. Τεκμηριώνουν  την αρχομανία της εποχής –την διαθέτουμε στο μέγιστο διαχρονικά-, αναδεικνύουν  το ήθος των φιλελλήνων,  αποτυπώνουν  έχθρες μεταξύ των αγωνιζομένων ( Γώγου Μπακόλα με τους Κίτσο και Μάρκο Μπότσαρη), συγκινούν οι προσεγγίσεις Κολοκοτρώνη, Μακρυγιάννη,  Σπυρομήλιου, Φωτάκου και άλλων, η αναφορά στο ατμόπλοιο «Καρτερία»,  το «ο Θεός και η απελπισία μας στηρίζουν» του Κάλβου, το» θέλει το δώρο αντίδωρο;» του Ρήγα, οι  διδακτικές  ιστορίες Ριζαρόλ και της σπανιόλας  εθελόντριας  madame Toricelli, θέτουν  το καίριο ερώτημα «πόσο ανεξάρτητο είναι το ελληνικό κράτος που αναγνωρίζουν οι μεγάλες δυνάμεις», παρουσιάζουν την  πρώτη ελληνική φούσκα – τα κάλπικα νομίσματα,  τον μισθό του Κόχραν.

«Είναι αλήθεια πως τα κείμενα των ανθρώπων της εποχής είναι συγκλονιστικά. Είναι κρίμα που τα παιδιά δεν γνωρίζουν την επανάσταση του 1821 μέσα από τα ίδια τα κείμενα των πρωταγωνιστών της. Και αυτά που μαθαίνουν είναι μια επιλογή που αναπαράγεται διαρκώς χωρίς να εμπλουτίζεται και με άλλα κείμενα. Θελήσαμε εκτός από τα κείμενα του Κολοκοτρώνη ή του Μακρυγιάννη να υπάρχει και ο λόγος κι άλλων πρωταγωνιστών, λιγότερο γνωστών με διαφορετικές αφετηρίες: διανοούμενοι, έμποροι, φιλέλληνες. Ήταν πολύ σημαντική και η κυκλοφορία του βιβλίου «Όθωμανικές αφηγήσεις» από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών που μας επέτρεψε να συμπεριλάβουμε και τη φωνή των Όθωμανών ως άλλη φωνή», στοιχειοθετεί στα πιο πάνω η κ. Βοκοτοπούλου.

Πως το διεκπεραιώσατε και πως ήταν η συνεργασία σας με τον εικονογράφο του «1821: ερωτήσεις μόνο  ρωτήσαμε στην συνέχεια.    

«Με πολλές συζητήσεις,  έντονες, με πολλά διαβάσματα. Όλα αυτά κατέληγαν πάντα σε ερωτήσεις, διάθεση να διαβάσουμε την ιστορία όχι με τελικό τρόπο, αλλά με απορίες με διάθεση να μην κρίνουμε εκείνη την εποχή με τα κριτήρια της δικιάς μας, αλλά όσο μπορούμε να κατανοήσουμε τις σχέσεις, την κλίμακα, τους τόπους, τότε. Και με διάθεση να μην δώσουμε μια απάντηση αλλά περισσότερο να παρακινήσουμε τους αναγνώστες να αναρωτηθούν με τη σειρά τους, να ψάξουν και σε άλλα βιβλία και σε άλλες πηγές, να κρίνουν, να συγκρίνουν αλλά και να συγκινηθούν. Από τη γλώσσα, από τις λέξεις, από τα παράτολμα κατορθώματα, από έναν τόπο κλειστό που βρέθηκε σε μια δίνη γεγονότων ευρύτερη και επηρέασε όλη την ιστορία της εποχής. Η έρευνα δεν ήταν μόνο για τα κείμενα αλλά και για τις εικόνες, ποιες εικόνες θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν με το δικό τους τρόπο τα κείμενά μας; Μετά τις έπαιρνε ο εικονογράφος και τις ερμήνευε κι αυτός με το δικό του αισθητήριο. Είχαμε και συζητήσεις για τεχνοτροπίες και στυλ, μελέτησε άλλους εικονογράφους και μέσα από τα σχέδια του βρήκε τον προσωπικό του χαρακτήρα, μας απάντησε».

Για το ισοκράτημα της συζήτησης  μιλήσαμε και με τον εικονογράφο του, τον Φοίβο Χαλκιόπουλο, ( στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου εμφανίζονται τα πρωτότυπα ζωγραφικά έργα  έμπνευσης),  σπουδαστή του τμήματος αρχιτεκτόνων μηχανικών του Α.Π.Θ. και μελετητή εικαστικών έργων.

Το σκίτσο σε κέρδισε αποσπασματικά ή έβαλες πλώρη για το συγκεκριμένο είδος;                         

«Από μικρός είχα επαφή με το σχέδιο, είτε φτιάχνοντας δικά μου κόμικς ή απλά ζωγραφίζοντας. Είναι κάτι που ουσιαστικά δεν έχω σταματήσει ποτέ να κάνω, συνεχίζω να ψάχνω νέες τεχνικές με ψηφιακά και αναλογικά μέσα και τον τελευταίο καιρό πειραματίζομαι με διάφορες μορφές  animation.  Προς το παρόν, είναι ένα ενδιαφέρον  το οποίο ακολουθώ παράλληλα με την αρχιτεκτονική, αν και συχνά βρίσκω επιρροές ή ερεθίσματα από το ένα πεδίο στο άλλο».   

Το πενάκι σου Φοίβε Χαλκιόπουλε στόλισε αρκούντως τα κείμενα. Η συνεργασία σου με τις συγγραφείς πως ήταν;                                                                                                                                                          

«Καθώς η εικονογράφηση βασίστηκε σε προϋπάρχουσες εικόνες, οι οποίες είχαν ήδη αποφασιστεί, το ζητούμενο δεν ήταν τόσο η αντιστοίχιση των εικόνων μου με το κείμενο αλλά περισσότερο με το υπάρχον υλικό. Συχνά έπρεπε να βρω την ισορροπία ανάμεσα στην πιστότητα προς την αρχική εικόνα και την δική μου τεχνική, ή ανάμεσα στον ρεαλισμό της αναπαράστασης και την αφαίρεση. Σε γενικές γραμμές προσπάθησα να τονίσω  λεπτομέρειες που μου έκαναν εντύπωση στα ρούχα και τις χειρονομίες αφήνοντας έξω την πληροφορία που δεν εξυπηρετούσε την αφήγηση».

 

* Εική και ως έτυχε: Η λέξη εική είναι επίρρημα της Αρχαίας Ελληνικής και σημαίνει: χωρίς σχέδιο ή σκοπό, άσκοπα, τυχαία, κατ’ ευχαρίστηση. 

 

Βιβλίο - συνέντευξη | Ερωτήματα για το 1821: «Εική και ως έτυχε;»* | Της Χαρί Λέκκα

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;