20.9 C
Athens
Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024
ΑρχικήΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗZygmunt Bauman – Πόλη των Φόβων, Πόλη των Ελπίδων

Zygmunt Bauman – Πόλη των Φόβων, Πόλη των Ελπίδων

κατεβάστε το pdf εδώ

βρείτε το πρωτότυπο εδώ

αναδημοσίευση: kompreser.espivblogs.net

Ο ρώσος ποιητής Vladimir Mayakovsky είχε προειδοποιήσει του σύγχρονούς του για την όχι απλά μάταια και ανόητη, αλλά και ενδεχομένως επικίνδυνη συνήθεια του να βγάζεις συμπεράσματα για την κατάσταση του κόσμου και την κατεύθυνση που αυτή παίρνει: «μη ζωγραφίζετε επικούς πίνακες κατά την διάρκεια επαναστάσεων, θα σκίσουν τους καμβάδες σε κομμάτια». Ο Mayakovsky ήξερε καλά τι έλεγε. Όπως και τόσοι άλλοι ταλαντούχοι σοβιετικοί συγγραφείς, γευόταν ως την τελευταία σταγόνα την ευθραυστότητα της μοίρας και την πονηριά των φαρσών της. Το να ζωγραφίζεις επικούς πίνακες στη δική μας εποχή, ίσως να είναι μια ασφαλέστερη απασχόληση για τους ζωγράφους απ’ ότι ήταν την εποχή του Mayakovsky, αλλά αυτό δεν καθιστά πιο ασφαλές και το μέλλον που έχουν αυτοί οι πίνακες. Οι επικοί πίνακες ακόμα σκίζονται σε κομμάτια και πετιούνται σε σακούλες σκουπιδιών.

Η καινοτομία της εποχής μας είναι ότι τα διαστήματα συμπυκνωμένης και επιταχυνόμενης αλλαγής που ονομάζονται «επαναστάσεις», δεν είναι πια «διαλείμματα από τη ρουτίνα», όπως μπορεί να θεωρούσε ο Mayakovsky και οι σύγχρονοι του. Δεν είναι πια σύντομα χρονικά διαστήματα τα οποία διαχωρίζουν τις περιόδους που χαρακτηρίζονται από σταθερότητα, επαναλαμβανόμενες καταστάσεις της καθημερινής ζωής, μακροπρόθεσμες προβλέψεις, σχέδια για το μέλλον, και τη σύνθεση σημαντικών «έργων ζωής». Σήμερα ζούμε σε μία συνθήκη μόνιμης επανάστασης. Σήμερα η επανάσταση είναι ο τρόπος με τον οποίο ζει η κοινωνία. Η επανάσταση έχει γίνει η τροφή της σύγχρονης κοινωνίας. Και έτσι στην εποχή μας, περισσότερο απ’ ότι σε άλλες χρονικές στιγμές, οι επικοί πίνακες ρισκάρουν ότι θα σκιστούν σε κομματάκια, ίσως πριν προλάβει καν να στεγνώσει το χρώμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σήμερα οι καλλιτέχνες προτιμούν τις εγκαταστάσεις (installations) που προορίζονται για την περιορισμένη διάρκεια μιας έκθεσης, σε αντίθεση με τη μονιμότητα των έργων που συντηρούνται στα μουσεία έτσι ώστε μελλοντικά να φωτίσουν τις επόμενες γενιές, αλλά και να κριθούν από αυτές…

Ό,τι έχουμε πει μέχρι τώρα θα ήταν ίσως αιτία για ένα μικρό δισταγμό κάθε φορά που προσπαθούμε να προβλέψουμε το μέλλον –το οποίο όπως μας εφιστά την προσοχή ο Emmanuel Levinas είναι το «απόλυτο άλλο» – άγνωστο και απροσπέλαστο, όπως τείνει να είναι το «απόλυτο άλλο»[1]. Ακόμα και αυτές οι, χωρίς αμφιβολία, μικρές εκτιμήσεις φαίνονται αδύναμες όταν πρόκειται να προβλέψει κανείς τη μελλοντική μεταμόρφωση του χώρου και της ζωής της πόλης.

Ομολογουμένως, οι πόλεις μέσα στην ιστορία τους υπήρξαν τόποι αδιάκοπων και γρήγορων αλλαγών. Και εφόσον από τις πόλεις προήλθε η αλλαγή που μοιραία απλώθηκε και στην υπόλοιπη κοινωνία, η γεννημένη στις πόλεις αλλαγή έπιασε τη ζωή απροετοίμαστη. Αλλά όπως παρατηρεί ο Edward W. Soja,[i] ένας από τους πιο οξυδερκείς και πρωτότυπους αναλυτές της πόλης, η ικανότητα των πόλεων να εκπλήσσουν τους σύγχρονούς τους έχει φτάσει σε επίπεδα ίσως και πρωτόγνωρα. Τις τελευταίες τρεις-τέσσερεις δεκαετίες «σχεδόν όλα τα μεγάλα (και τα μικρά) μητροπολιτικά κέντρα έχουν υποστεί θεαματικές αλλαγές, σε κάποιες περιπτώσεις τόσο έντονες που ό,τι υπήρξε πριν τριάντα χρόνια, σήμερα δεν είναι καν αναγνωρίσιμο». Η αλλαγή είναι τόσο προφανής και ο ρυθμός της τόσο ασύλληπτα γρήγορος, που με δυσκολία μπορούμε να πιστέψουμε στα μάτια μας και να εντοπίσουμε αυτό που κάποτε ήταν οικείο. Εμπιστευόμαστε έτσι, ακόμα λιγότερο την κρίση μας ως προς όλη αυτή την αλλαγή και το πού θα οδηγήσει τις πόλεις που κατοικούμε και επισκεπτόμαστε: «μάλλον είναι πολύ νωρίς για να καταλήξουμε στο τι συνέβη στις πόλεις στα τέλη του 20ου αιώνα, αν ήταν η αρχή μιας επαναστατικής αλλαγής ή απλά άλλο ένα κομμάτι της παλιάς ιστορίας της αστικής ζωής».

Δεν λαμβάνουν όμως όλοι οι συγγραφείς υπόψη τους την προειδοποίηση. Αρκετοί (υπερβολικά πολλοί) ρισκάρουν κάνοντας προβλέψεις για το μέλλον, εστιάζοντας στις τελευταίες, πρόσφατα δοκιμασμένες, πιο παράξενες και, για όλους αυτούς τους λόγους, πιο θεαματικές εμφανίσεις που αφορούν τους αστάθμητους παράγοντες της αστικής ζωής. Οι προβλέψεις είναι εύκολο να γραφτούν, και όταν γραφτούν, έπειτα μοιάζουν αξιόπιστες συγκριτικά με την παρουσίαση ενός παράγοντα που «διαμορφώνει την πόλη», ενώ παραμελεί όλες τις άλλες πτυχές της εμφανώς πολύπλοκης ανθρώπινης συνύπαρξης. Όσον αφορά στις προβλέψεις «ενός παράγοντα διαμόρφωσης», το πιο δημοφιλές θέμα ήταν ο αυξανόμενος ρυθμός των μεταβολών που υποβοηθείται από την εκθετική αύξηση της μεταφοράς των πληροφοριών. Η καθαρή καινοτομία και ο ταχύς ρυθμός της «επανάστασης της πληροφορικής» παρακίνησε πολλούς αναλυτές να αναμένουν την εξαφάνιση της «πόλης όπως την ξέρουμε» και, είτε την αντικατάστασή της από μια ανθρώπινη συγκατοίκηση βασισμένη σε ένα χωρικό μοντέλο εντελώς νέας μορφής, ή την εξαφάνιση της. Από ορισμένους συγγραφείς έχει τεθεί το θέμα των καθαρά «εξειδικευμένων» χώρων της πόλης οι οποίοι έχουν χάσει τον σκοπό τους, μια και τα σπίτια γίνονται προεκτάσεις γραφείων, καταστημάτων και σχολείων, παραλαμβάνοντας τις περισσότερες λειτουργίες τους, θέτοντας έτσι ένα σημαντικό ερώτημα σχετικά με το μέλλον τους. Οι πιο ριζοσπαστικοί προφήτες ανακοίνωσαν την κάθοδο των πόλεων στην τελευταία φάση της ιστορίας τους. Το 1995, ο George Gilder ανακήρυξε τον επικείμενο «θάνατο της πόλης» (η πόλη σε έναν όλο και μικρότερο ρόλο αποσκευής που έχει ξεμείνει από τη βιομηχανική περίοδο), ενώ δύο χρόνια αργότερα οι Peter Gordon και Harry W. Richardson ανακοίνωσαν ότι η ίδια η εγγύτητα «γίνεται περιττή» και την επικείμενη εξαφάνιση των συναυλιακών χώρων και των σχολικών κτιρίων: «η πόλη του μέλλοντος θα είναι κάθε άλλο παρά συμπαγής».[ii] Κάποιοι πιο προσεκτικοί παρατηρητές, με σύνεση πάλεψαν με την μεθυστική καινοτομία, με τις επιπόλαιες αναγωγές των επίμονα ασταμάτητων νέων τάσεων και με τα υπερβολικά αισιόδοξα και τα κασσανδριανά άκρα στις κρίσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ωστόσο, οι προβλέψεις έλαβαν μια καθαρή γεύση πειθούς, αντίστοιχη με το δίλημμα που θέσανε οι Stephen Graham και Simon Marvin: «θα αντιμετωπίσουν οι πόλεις μας κάποια ηλεκτρονικά ρέκβιεμ, κάποιο εφιαλτικό μέλλον αποσύνθεσης τύπου Blade Runner; Ή μπορεί με τα νέα ηλεκτρονικά μέσα να είναι υπερδυνάμεις της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής καινοτομίας;»[iii]Επιφυλακτικές ή απερίσκεπτες, ριζοσπαστικές ή αμφίσημες, κομματικές ή εξω-κομματικές, με δυσκολία υπήρξε τελικά μια ενιαία πρόβλεψη, που δεν απορρίφθηκε από ορισμένους συγγραφείς ως θνησιγενής –και απορρίφθηκε με το που καταγράφηκε ηλεκτρονικά σε δισκέττα υπολογιστή.

Υποθέτω ότι αρκετά έχουν ειπωθεί μέχρι τώρα για να δικαιολογήσουν και να αιτιολογήσουν την απροθυμία μου για άλλο ένα παιχνίδι πρόβλεψης. Ρίχνοντας μια ματιά προς το μέλλον, που ήταν ανέκαθεν και εξακολουθεί να είναι ένας δύσκολος πειρασμός για να του αντισταθεί κανείς, αλλά επίσης πάντα ήταν, και τώρα περισσότερο από ποτέ, μια ύπουλη παγίδα –για τον στοχαστικό όσο και για τον εύπιστο και τον αφελή. Όταν ήθελα να χαλαρώσουν οι φοιτητές μου κατά τη διάρκεια μιας κουραστικής περιόδου εξετάσεων, τους πρότεινα, για ψυχαγωγία και διασκέδαση, να διαβάσουν μια, είκοσι ή τριάντα χρόνων, «μελλοντολογική μελέτη». Η μέθοδος αποδείχθηκε αλάνθαστη για να τους κάνει να γελάνε και να συνεχίζουν να γελάνε. Όλη αυτή η ιστορία των προβλέψεων και των προγνώσεων μοιάζει σαν μια αίθουσα τέχνης[iv] γεμάτη με δικέφαλα μοσχάρια, γενειοφόρες γυναίκες, αλλόκοτα τέρατα και διασκεδαστικά αξιοπερίεργα, επομένως κάποιος μπορεί να δικαιολογηθεί για την απροθυμία του να προσθέσει άλλον έναν αγύρτη σε ένα σπίτι ήδη γεμάτο.

ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΩΣ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΗΣΗ ΑΓΝΩΣΤΩΝ

 Η πόλη και η κοινωνική αλλαγή είναι σχεδόν συνώνυμες. Η αλλαγή είναι η ποιότητα της αστικής ζωής και η βασική λειτουργία της αστικής ύπαρξης. Η αλλαγή και η πόλη μπορεί, και θα έπρεπε, να ορίζονται σε σχέση η μία με την άλλη. Γιατί πρέπει να γίνει αυτό;

Σύνηθες είναι να ορίζουμε τις πόλεις σαν τόπους όπου άγνωστοι συναντιούνται, παραμένουν ο ένας σε ακτίνα επίδρασης με τον άλλο και αλληλεπιδρούν για μεγάλο διάστημα παραμένοντας ξένοι μεταξύ τους. Επικεντρώνοντας στο ρόλο των πόλεων στην οικονομική εξέλιξη, η Jane Jacobs[v] εστιάζει στην πυκνότητα της ανθρώπινης επικοινωνίας σαν την κύρια αιτία της αστικής νευρικότητας. Οι κάτοικοι των πόλεων δεν είναι πιο έξυπνοι από τους υπόλοιπους ανθρώπους –αλλά η πυκνότητα του κατειλημμένου χώρου τους οδηγεί στην συγκέντρωση των αναγκών τους. Παράλληλα τόσες ερωτήσεις διατυπώνονται στην πόλη που δε θα διατυπώνονταν αλλού και προκύπτουν προβλήματα τα οποία σε διαφορετικές συνθήκες δε θα αντιμετώπιζαν ποτέ οι άνθρωποι. Το να αντιμετωπίζεις δυσκολίες και να σου θέτουν ερωτήματα σίγουρα είναι μια πρόκληση, και επεκτείνει την επινοητικότητα των ανθρώπων. Αυτό με τη σειρά του προσφέρει μια δελεαστική ευκαιρία σε αυτούς που κατοικούν σε πιο ήρεμα, αλλά και σε λιγότερο υποσχόμενα μέρη: η ζωή της πόλης πάντα έλκει νέους κατοίκους, και το σήμα κατατεθέν των νεοεισερχόμενων είναι να φέρουν «νέους τρόπους για να βλέπουν τα πράγματα, και ίσως νέους τρόπους για να λύνουν τα παλιά προβλήματα». Οι νέοι κάτοικοι είναι ξένοι στην πόλη, και έτσι πράγματα που είναι παλιά και που οι καλά εδραιωμένοι κάτοικοι έχουν πάψει να τα παρατηρούν λόγω της οικειότητας, φαντάζουν περίεργα και άξια διερεύνησης για τους νεοαφηχθέντες. Για τους ξένους, και ειδικά για τους νεοαφηχθέντες κατοίκους, τίποτα στην πόλη δεν είναι «φυσικό», τίποτα στην πόλη δε θεωρείται δεδομένο. Οι νεοαφηχθέντες είναι ορκισμένοι εχθροί της ηρεμίας και είναι περήφανοι για αυτό.  Το γεγονός αυτό ίσως δεν ευχαριστεί ιδιαίτερα τους παλιούς κατοίκους της πόλης –αλλά ταυτόχρονα αυτή είναι και η καλή τους τύχη. Η πόλη είναι στα καλύτερα της, πιο ενθουσιώδης και με περισσότερες ευκαιρίες, όταν οι τόποι και οι σκοποί της αμφισβητούνται, δοκιμάζονται και κατακρίνονται. Ο Michael Storper, οικονομολόγος, γεωγράφος και πολεοδόμος,[vi] αποδίδει την εγγενή ρευστότητα και δημιουργικότητα του τυπικού αστικού τρόπου ζωής στην αβεβαιότητα που γεννιέται από τις ελάχιστα συντονισμένες και συνεχώς μεταβαλλόμενες σχέσεις κάτω από συνθήκες αυξημένης πίεσης και εγγύτητας «ανάμεσα σε οργανισμούς, ανάμεσα σε ανεξάρτητα άτομα, ανάμεσα σε οργανισμούς και άτομα».

Οι ξένοι δεν είναι καινούρια ανακάλυψη, αλλά οι ξένοι που παραμένουν ξένοι για πολύ καιρό στο ίδιο μέρος, είναι. Σε μια τυπική πόλη της προ-νεωτερικότητας, οι ξένοι δεν είχαν το περιθώριο να παραμείνουν ξένοι για μεγάλο διάστημα. Κάποιους από αυτούς τους κυνηγούσαν ή δεν τους επέτρεπαν εξαρχής να μπουν στην πόλη. Αυτοί στους οποίους επιτρεπόταν η είσοδος και η παραμονή στην πόλη είχαν σκοπό να την οικειοποιηθούν –μέσα από γρήγορες ερωτήσεις, ώστε να μετέχουν άμεσα στο δίκτυο σχέσεων, με τον ίδιο τρόπο με τους κατοίκους, δηλαδή σε προσωπικό επίπεδο. Το γεγονός αυτό είχε τις συνέπειες του –εντυπωσιακά διαφορετικές από τις διεργασίες που είναι οικίες σε μας μέσα από την εμπειρία της σύγχρονης, μοντέρνας, πολυπληθούς  πόλης.

Ως ο πιο διορατικός κριτικός της αστικής ζωής, ο Lewis Mumford, τονίζει ότι,[vii] στην αγορά γύρω από την οποία οργανώνεται μια μεσαιωνική πόλη «τα προϊόντα αλλάζουν χέρια ανάμεσα σε ορατούς πωλητές και πελάτες, οι οποίοι έχουν αποδεχθεί τις ίδιες ηθικές αρχές: η ασφάλεια και η σταθερότητα θεωρούνται πιο σημαντικές από το κέρδος, και οι προσωπικές σχέσεις διαρκούν για μια ζωή, ή και για γενιές. Η ανταλλαγή στην «αγορά» είχε μεγάλη σημασία για την ενίσχυση και τη σταθερότητα των ανθρώπινων δεσμών. Πράγματι μπορούμε να πούμε ότι ήταν, ταυτόχρονα, θεραπεία κατά των ξένων και μια προληπτική μέθοδος κατά της αποξένωσης. Αλλά απ’ ό,τι γνωρίζουμε, η ιδιαιτερότητα της αστικής ζωής, είναι ακριβώς η αφθονία της σε αγνώστους, μόνιμους αγνώστους, «παντοτινούς αγνώστους», αυτό καθιστά την πόλη ένα θερμοκήπιο της ανακάλυψης και της καινοτομίας, της αυτοκριτικής, της αποστροφής, της διαφωνίας και της παρότρυνσης της εξέλιξης. Αυτό που ακολουθεί είναι ότι η ομοιοστατική ρουτίνα της αυτό-αναπαραγωγής, σύμφυτη με την προ-νεωτερική πόλη σύμφωνα με την περιγραφή του Lewis Mumford εξυπηρέτησε σαν μια αποτελεσματική τροχοπέδη φέρνοντας την αλλαγή. Το να εξαλειφθεί, δηλαδή, ένα ποσοστό της αβεβαιότητας που είχε ριζώσει στις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις, και κατά συνέπεια να δοθεί πιο ισχυρό κίνητρο για την αναζήτηση νέων λύσεων σε παλιά προβλήματα, την ερμηνεία νέων προβλημάτων, τον πειραματισμό, την καινοτομία και την αμφισβήτηση των προϋπάρχοντων μοντέλων λόγω της παλαιότητας τους και της υποτιθέμενης διαχρονικότητας τους. Αυτή η ιδιότητα των προ-νεωτερικών πόλεων πηγαίνει πολύ πίσω χρονικά, ερμηνεύοντας την αδράνεια και τη στασιμότητα της, συγκριτικά με τη σύγχρονη εμπειρία της αστικής ζωής.

Ο αυξανόμενος αριθμός και η μεγάλη πυκνότητα είναι η πρώτη απάντηση που έρχεται στο νου, στην ερώτηση, γιατί έπαψε να λειτουργεί ο ομοιοστατικός μηχανισμός της μονότονης αυτο-αναπαραγωγής και αυτό-εξισορρόπησης. Η αντιμετώπιση της πιθανής απειλής του να σπασει η ρουτίνα της αβεβαιότητας και της ανατροπής των πραγμάτων με την «από-ξένωση» των ξένων, την προσωποποίηση του απρόσωπου και την οικειοποίηση του νεόφερτου, δεν γίνεται και δεν μπορεί να γίνει, εάν οι αριθμοί των νεοαφηχθέντων που πρέπει να οικειοποιηθούν και να προσωποποιηθούν ξεπερνούν τις ανθρώπινες δυνάμεις αντίληψης και μνήμης.

Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΗ ΩΣ ΜΑΖΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΑΓΝΩΣΤΩΝ

Η διόγκωση των πόλεων οφείλεται εν μέρει, αν και μόνο εν μέρει, στον ξαφνικό υπερπληθυσμό της υπαίθρου (ο οποίος οφείλεται με τη σειρά του στους νέους νόμους για τη γεωργία και τη μίσθωση της γης) που κατέστησε τα παλιά τεχνάσματα μη λειτουργικά. Εξίσου μοιραία όμως, ίσως πιο καθοριστική, ήταν η έλευση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, έτοιμες να εκτοπίσουν και να εξαλείψουν τις απαρχαιωμένες αρχές των συντεχνιών, των δήμων και των κοινοτήτων. Το παλιό, συντεχνιακό μοντέλο δε μπορούσε πλέον να απορροφήσει και να αφομοιώσει την πληθώρα των νεοεισερχόμενων. Το νέο, καπιταλιστικό μοντέλο, απέχοντας πολύ από την τάση της απορρόφησης, της αφομοίωσης και της ενσωμάτωσης των ξένων, έθεσε τη ρήξη των συνηθειών και την από-οικειοποίηση του οικείου. Ο καπιταλισμός ήταν μια μαζική παραγωγή αγνώστων. Προώθησε την αμοιβαία αποξένωση, ώστε να φτάσει να θεωρείται φυσιολογική και να καθιερωθεί ως καθολικό μοτίβο των ανθρώπινων σχέσεων.  Όπως είχε διαμαρτυρηθεί και ο Thomas Carlyle, θα καταστεί η «σχέση με μετρητά» ως η μοναδική αποδεκτή, και θα ζητά, ανθρώπινης μορφής ομόλογα.

Όταν οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις επαναστάτησαν ενάντια στους «παράλογους περιορισμούς»  και στο γεγονός ότι η ανθρώπινη πρωτοβουλία στηρίζεται στο «νεκρό χέρι της παράδοσης» –αυτό που πολεμούσαν ήταν το παχύ στρώμα των αμοιβαίων υποχρεώσεων και δεσμεύσεων με το οποίο ήταν ασφαλείς και προστατευμένες οι ανθρώπινες σχέσεις. Πολέμησαν ενάντια στη διατήρηση της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης υπό την επίβλεψη των από κοινού αποδεκτών ηθικών αρχών και στην τοποθέτηση ζητημάτων ασφάλειας, δικαιοσύνης και σταθερότητας πάνω από τους υπολογισμούς κόστους-και-κέρδους και άλλες επιταγές της οικονομικής λογικής. Επίσης στρατεύτηκαν ενάντια στις επιχειρήσεις που υπηρετούσαν, λιγότερο ή περισσότερο επιτυχώς, ως φύλακες των ηθικών κανόνων και των προτεραιοτήτων που αυτοί οι κανόνες αναλάμβαναν και προωθούσαν.  «Απελευθέρωση των επιχειρήσεων» σήμαινε ούτε λίγο ούτε πολύ, τη σύνθλιψη του ατσάλινου περιβλήματος των ηθικών καθηκόντων και υποχρεώσεων που εμπόδιζαν στην επιχειρηματική διορατικότητα και επίλυση να φτάσουν στα όρια που ειδάλλως θα προσέγγιζαν και αναπόφευκτα θα ξεπερνούσαν.

Ο Mumford σημειώνει τη σημαντική αλλαγή στην έννοια της «ελευθερίας» που παρουσιάστηκε από τη στιγμή που οι καπιταλιστές επιχειρηματίες ανέλαβαν το ρόλο των βασικών υπερασπιστών της ελευθερίας στη νέα εποχή:[viii] «τον Μεσαίωνα «ελευθερία» σήμαινε ελευθερία από τους φεουδαρχικούς περιορισμούς, ελευθερία για τις συνεταιριστικές δραστηριότητες του δήμου, του σωματείου, τις θρησκευτικές αρχές. Στις νέες εμπορικές πόλεις, ή Handelstädte, ελευθερία σήμαινε ελευθερία από τους δημοτικούς περιορισμούς· ελευθερία για τις ιδιωτικές επενδύσεις, για το ιδιωτικό κέρδος, χωρίς καμία αναφορά στην ευημερία της κοινότητας ως ένα σύνολο…» Στην προσπάθειά τους να εξασθενήσουν και να υπονομεύσουν την τοπική αρχή, ηθικά κατευθυνόμενοι από τις επιχειρηματικές ανάγκες και φιλοδοξίες, έπρεπε να υπονομεύσουν την τοπική αυτονομία και την ατομική αυτάρκεια. Για το σκοπό αυτό, «ολόκληρη η δομή της αστικής ζωής» έπρεπε να εξαλειφθεί. Και αυτό ήταν. Στην περίληψη της μελέτης των συνεπειών του Mumford, για το πώς η προ-νεωτερική πόλη μετατράπηκε σε καπιταλιστική πόλη, «ο κάθε άνθρωπος ήταν για τον εαυτό του, και ο διάβολος, εάν δεν πήρε τα έσχατα, τουλάχιστον κράτησε για τον εαυτό του το προνόμιο της οικοδόμησης των πόλεων.»[ix]

Ο Μαξ Βέμπερ θεώρησε τον διαχωρισμό των επιχειρήσεων από το νοικοκυριό, ως γέννηση του καπιταλισμού στη σύγχρονη μορφή του. Το νοικοκυριό –οι εργασίες και η οικογενειακή εστία– δέσμευσε τις πολυάριθμες περιπτώσεις διαπροσωπικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που κρατούσαν ενωμένη την προ-νεωτερική (και προ-καπιταλιστική) αστική κοινωνία, ενώ παράλληλα διατηρούσε, κατευθυνόταν και ελεγχόταν από την κοινή συνήθεια του ελέγχου. Για τη νέα γενιά των καπιταλιστικών κεφαλαίων, ο διαχωρισμός «από το νοικοκυριό» ισοδυναμούσε με την απελευθέρωση από τους σχολαστικούς κανόνες και τους γραπτούς ή εμπειρικούς κανονισμούς. Αυτό σήμαινε αποδέσμευση των χεριών –ελευθερώνοντάς τα σε νέες περιπέτειες χωρίς κανόνες, σε έναν παρθένο χώρο όπου τα χέρια ήταν λυτά, η πρωτοβουλία απεριόριστη, τα παραδοσιακά καθήκοντα ανύπαρκτα και οι ρουτίνες ακόμα αδημιούργητες και έτοιμες να δημιουργηθούν από το μηδέν σε μια μορφή καλύτερα προσαρμοσμένη στην «επιχειρηματική λογική» που μοιραία θα αντικαταστήσει τη λογική των ηθικών υποχρεώσεων.

Υπήρχαν μόνο δύο πρακτικοί τρόποι με τους οποίους ένας τέτοιος διαχωρισμός θα μπορούσε να εφαρμοστεί και ένας χώρος για μεθοριακού τύπου ελευθερία να παραμεριστεί. Ο ένας τρόπος ήταν να εγκατασταθούν, κυριολεκτικά, σε ένα «no man’s land» –να προχωρήσουν, δηλαδή, πέρα από τα όρια των καθορισμένων δήμων στους οποίους η κοινοτική υποστήριξη είναι δεδομένη, να βρουν έναν τόπο χωρίς μνήμη και παράδοση, έννοιες οικείες σε όλους. Ο άλλος τρόπος ήταν να ισοπεδώσουν τα παλιά τμήματα της πόλης, για να ανοίξουν μια μαύρη τρύπα στην οποία θα εξαφανιστούν όλες οι παλιές συνήθειες, πρώτα σαν εικόνες και σύντομα και σαν αναμνήσεις, και να καλύψουν το κενό με μια καθαρά νέα λογική, ελεύθερη από την αγωνία της συνέχειας και την ανακούφιση από τα βάρη της.

Και οι δύο τρόποι εφαρμόστηκαν σε πόλεις που τύχαινε να βρίσκονται κατά μήκος της ελικοειδούς διαδρομής του «ασθμαίνοντα, μεταλλικού, τσιριχτού και καπνισμένου» βιομηχανικού τριαξονικού. [x] Οι πόλεις ξεχύθηκαν πέρα από τα παλιά τους όρια και συνέχισαν να εξαπλώνονται ασταμάτητα, μια και τα σύνορα των πόλεων προσπαθούσαν να προσεγγίσουν τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις οι οποίες ήθελαν να ξεφύγουν από τον έλεγχο των αρχών και έσκαβαν πιο έξω. Ο  πληθυσμός τους μεγάλωνε, μια και οι άνθρωποι των μικρών πόλεων, στερήθηκαν την επιβίωσή τους και πλημμύριζαν τα αστικά κέντρα σε αναζήτηση δουλειάς. Οι βιομηχανοποιημένες πόλεις βρέθηκαν σε έναν ανεμοστρόβιλο διαρκούς αλλαγής, μια και τα παλιά και γνωστά καταλύματα εξαφανίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από νέα, με παράξενη εμφάνιση και μικρής διάρκειας ζωή, ώστε να ενσωματωθούν στο οικείο αστικό περιβάλλον.

Ο Mumford έδωσε σε αυτά τα ατυχή μέρη το όνομα «παλαιοτεχνικές πόλεις» (“paleotechnic towns”). Η εμφάνιση τους, οι ήχοι και οι μυρωδιές, ο τρόπος που ήταν οργανωμένη (ή διαλυμένη) η καθημερινή τους ζωή προσέβαλε την ανθρώπινη ευαισθησία και τις στοιχειώδεις έννοιες ισότητας και ευπρέπειας. Σκουπίδια και απόβλητα έφραζαν τους δρόμους μέχρι που ένας έξυπνος επιχειρηματίας αποφάσισε να τα συγκεντρώσει για να τα πουλήσει σαν κοπριά (στα μέσα του 19ου αιώνα στο Μάντσεστερ υπήρχε μία τουαλέτα για 218 κατοίκους της εργατικής τάξης…). Και ακόμη, τουλάχιστον από την άποψη των καπιταλιστών επιχειρηματιών και των σοφών που θεωρητικοποίησαν τις πρακτικές τους σε οικονομικούς νόμους, «δεν υπήρχε κανένα στεγαστικό πρόβλημα στις πόλεις. Ακόμη και ο πιο άθλια αμειβόμενος εργαζόμενος θα μπορούσε να έχει  κέρδος βάσει του εισοδήματος του, υπό τον όρο ότι οι κανονισμοί περί υγείας και ασφάλισης δεν είχαν εισαχθεί ώστε να υπονομεύσουν το ελεύθερο παιχνίδι των οικονομικών δυνάμεων. Εάν το αποτέλεσμα ήταν μια παραγκούπολη (slum), το γεγονός αυτό ήταν μια δικαιολογία για την παραγκούπολη, όχι μια καταδίκη του συστήματος οικονομικού κέρδους.»[xi]

Ωστόσο, τα «εξωτερικά πρότυπα» ήταν έτοιμα να εισαχθούν, αν και σταδιακά, αποσπασματικά, και όχι χωρίς να ξεπεραστεί η ανελέητη αντίσταση από τους πρωτοπόρους των επιχειρήσεων, τους οικονομικούς εκπροσώπους τους, και διάφορους προάγγελους της αποδοτικότητας, των ορθολογικών υπολογισμών και του επιχειρηματικού λόγου. Οι πόλεις, συμπεριλαμβανομένων και των «παλαιοτεχνικών πόλεων», δεν έμειναν για πάντα στη μεθόριο.  Το «no man’s land» εν τέλει κατακτήθηκε από το νόμο ή τουλάχιστον από πρόχειρους ηθικούς κανόνες, αν και ο πόλεμος κρατούσε και πολλές μάχες χάθηκαν στον αγώνα για τον τελικό διακανονισμό.[xii] Πήρε ολόκληρο τον 19ο αιώνα και ένα μεγάλο μέρος του 20ου για να εισβάλουν και να δημιουργήσουν αποικία στο κομμάτι που αποσπάστηκε από την τοπική κοινότητα, από μια βιομηχανία και ένα εμπόριο που όριζαν δικούς τους κανόνες και ήταν σθεναρά αντίθετα σε οποιαδήποτε ανάμειξη –είτε με το παρελθόν τους, είτε με προηγούμενες εκδοχές, ή με νέες αναδυόμενες μορφές.

Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ «ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΗΣ» ΠΕΡΙΟΔΟΥ

Οι πόλεις του 19ου αιώνα ήταν πεδία μαχών με έντονα αντικρουόμενες τάσεις και εκ διαμέτρου αντιφατικές ιεραρχήσεις αξιών. Η μία έθετε σε προτεραιότητα τους υπολογισμούς του κόστους, τα κέρδη και τις απώλειες, τα κέρδη και τις δαπάνες. Η άλλη, έθετε σαν προτεραιότητα την διεκδίκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την ανθρώπινη, αξιοπρεπή ζωή και τις συνθήκες που απαιτούνται για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Οι ηγέτες της πρώτης, αρνήθηκαν να υπολογίσουν το κοινωνικό κόστος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ενώ οι οπαδοί της δεύτερης, για την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων απέρριψαν την υπέρτατη αρχή των οικονομικών υπολογισμών.

Οι δύο ιεραρχίες ήρθαν σε αντίθεση μεταξύ τους και ήταν πραγματικά ασύμβατες. Καμιάς οι προωθητές δε θα μπορούσαν εύκολα να εγκαταλείψουν ή να παραβιάσουν τις αρχές –δεδομένης της εξάρτησης τους από την ψήφο των υποστηρικτών τους, και για τους επιχειρηματίες από την τακτική εισροή των κερδών. Ούτε θα μπορούσαν, πόσο μάλλον θα επιθυμούσαν, μια άνευ όρων παράδοση στον αντίπαλο. Οι επιχειρήσεις από την άλλη, χρειαζόταν το πολιτικό κράτος να εξασφαλίσει μια κοινωνική τάξη μέσα στην οποία να λειτουργήσουν. Οι περισσότεροι επιχειρηματίες κατάλαβαν ότι ο κοινωνικός όλεθρος που θα προκαλούσαν τα χωρίς περιορισμούς κέρδη, θα εξελισσόταν σε απειλή. Οι κυβερνόντες όμως γνώριζαν ότι υπήρχε ένας συγκεκριμένος αριθμός αιτημάτων που θα μπορούσαν να επιβάλλουν στους επιχειρηματικούς προϋπολογισμούς χωρίς να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την υποψηφιότητά τους. Καμία πλευρά δε θα μπορούσε να βγει από την αντιπαράθεση απόλυτη νικήτρια. Καμία συμφωνία, πόσο μάλλον μια συναίνεση, δεν ήταν πιθανό να αναδυθεί. Καμία από τις δύο πλευρές δεν υπολόγιζε σοβαρά να αποδεχθεί τις αρχές και τις αξίες της άλλης. Ο δρόμος για την επίλυση ήταν μέσω αντιπαραθέσεων και διαρκούς ανταγωνισμού, μεταξύ οικονομικού εξαναγκασμού και επιβολής του νόμου. Ο μακροπρόθεσμος στρατηγικός στόχος των φορέων των «εξωτερικών προτύπων», ήταν εν συντομία η υπεροχή της πολιτικής σε σχέση με την οικονομία, και της πολιτικής λήψης αποφάσεων σε σχέση με τις κινήσεις που υποκινούνται από τα επιχειρηματικά συμφέροντα.

Λίγο λίγο, μάχη με τη μάχη, επιτεύχθηκε η διευθέτηση. Ο δρόμος για την επίλυση ήταν μέσα από μια μακρά σειρά νομοσχεδίων για τα εργοστάσια, για την ενδυνάμωση των συνδικάτων και των του δήμου. Όλο αυτό έληξε με ένα, περισσότε

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ
Captcha verification failed!
Η βαθμολογία χρήστη captcha απέτυχε. Παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας!
echo ‘’ ;