Για μια στιγμή μονάχα, αλλά συγχρόνως, τα μάτια όλων, ανδρών και γυναικών, πλημμύρισαν μέσα απ’ την ψυχή μας, την ώρα που ο συνάδελφος, πρόσφυγας από τη Συρία, μας περιέγραφε πώς έφτασε στη Θεσσαλονίκη.
Τον εμπαιγμό του στο ελληνικό προξενείο στην Τουρκία.
Την εξαπάτηση από το κύκλωμα των δουλεμπόρων. Τις δοσοληψίες τους με αστυνομικούς στη διαδρομή. Τη φουσκωτή βάρκα για 15 που χώρεσε 40, ανάμεσά τους δύο εγκύους, για να τους πάει (αντί για την Κω που ήταν η συμφωνία) στη Σάμο.
Τον έμπορο ανθρώπων που δεν μπήκε στη βάρκα μαζί τους, αλλά τους έδωσε οδηγία να την οδηγήσουν “ντουγρού”. Τη μαύρη νύχτα και την παγωνιά στη θάλασσα.Το κύμα που σήκωσε τη βάρκα τους και την έσκασε σε έναν ύφαλο. Τα σωσίβια που ήταν ψεύτικα, ένα βάρος που πέταξαν, για να κολυμπήσουν. Το απόλυτο σκοτάδι που τους έκανε να μην ξέρουν προς τα πού να κατευθυνθούν. Το επικίνδυνο σκαρφάλωμα τη νύχτα στην απόκρημνη ακτή.
Το περπάτημα, μέσα στον παγωμένο αέρα, με τα βρεγμένα ρούχα για 10 χιλιόμετρα. Και τα ζεστά χαμόγελα, το τζάκι, το νερό, το φαγητό και τα στεγνά ρούχα ενός ηλικιωμένου ζευγαριού που, κόντρα στο νόμο των ανθρώπων, τους περιέθαλψε.