ΠΑΝΟΣ ΤΟΤΣΙΚΑΣ
Το αγρόκτημα, ο ταύρος, η αγελάδα, τα μοσχαράκια, οι άγριοι, το κορν-μπιφ και άλλα τυροκομικά προϊόντα…* (Παραμύθι για παιδιά 4-84 ετών)
…………………………………………………………………………………………………………………………..
*To κείμενο γράφτηκε πριν 45 χρόνια και παρέμεινε μέχρι σήμερα ξεχασμένο σ’ένα συρτάρι…
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ δεν έγινε «μια φορά και ένα καιρό», τα παλιά χρόνια δηλαδή, αλλά εντελώς πρόσφατα, πριν μια βδομάδα.
Στο αγρόκτημα ενός πλούσιου άρχοντα ζούσε μια μαμά-αγελάδα, ένας μπαμπάς ταύρος και τα τρία παιδάκια τους, τρία μικρά μοσχαράκια.
Ο μπαμπάς-ταύρος όλη μέρα δούλευε στα χωράφια του αφέντη. Έκανε τις πιο βαριές δουλειές κι όταν τα βράδια γύρναγε στο σπίτι ψόφιος απ΄την κούραση δεν είχε όρεξη να ασχοληθεί και να παίξει με τα μοσχαράκια του, που ζήταγαν παιγνίδια. Ξάπλωνε και κοιμόταν σαν ξερός.
Η μαμά-αγελάδα προσπαθούσε όσο μπορούσε να μάθει στα μοσχαράκια ορισμένα πράγματα. Να διαβάζουν τα μαθήματά τους, να’χουν καλούς τρόπους, να μην πηδάνε σαν τρελά, να’ναι υπάκουα και πειθαρχικά και να μην στεναχωράνε τον αφέντη.
Ο αφέντης όμως, παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν ήταν ευχαριστημένος. Όλο έβριζε, κλώτσαγε, χτύπαγε τον ταύρο αι την αγελάδα. Κάθε πρωί στις 5, πριν ξυπνήσουν τα μοσχαράκια, έπαιρνε ένα μεγάλο ξύλινο κουβά, τον έβαζε κάτω από τα βυζιά της μαμάς-αγελάδας και άρχισε να την αρμέγει. Άρμεγε, άρμεγε, ώσπου καταλάβαινε ότι της έχει μείνει πολύ λίγο γάλα. Ύστερα, έπαιρνε το γάλα της μαμάς αγελάδας και το πήγαινε στη πόλη όπου υπήρχε ένα εργοστάσιο. Εκεί, το’ριχνε μαζί με το γάλα χιλιάδων άλλων αγελάδων-μαμάδων σε ένα μεγάλο καζάνι, απ’ όπου στο τέλος έβγαινε βούτυρο, γιαούρτι και άλλα τυροκομικά προϊόντα. Όλα αυτά ο αφέντης τα πούλαγε στην αγορά, στα σούπερ-μάρκετ, όπου έβρισκε, και κέρδιζε μ’ αυτό τον τρόπο πολλά λεφτά.
Τα μοσχαράκια μόλις ξύπναγαν το πρωί πήγαιναν λαίμαργα-λαίμαργα να βυζάξουν λίγο γάλα από τη μάννα τους. Μα πριν καλά-καλά προλάβουν να χορτάσουν, το γάλα τελείωνε. Άρχιζαν τότε τις γκρίνιες:
- Μαμά, δεν χορτάσαμε.
- Θέλουμε κι άλλο, σου λέμε.
Η κακομοίρα η αγελάδα τι να τους πει; Τους τραγουδούσε κανένα τραγούδι και τους έλεγε κανένα παραμύθι για να ξεχαστούν και μετά τα έστελνε να βοσκήσουν και να παίξουν.
Ο αφέντης
Όσο πέρναγε ο καιρός ο αφέντης γινόταν όλο και πιο κακός. Έβαζε τον μπαμπά ταύρο να δουλεύει όλο και περισσότερο. Δεν άφησε τα μοσχαράκια να τελειώσουν όλες τις τάξεις του σχολείου κι άρχισε να τα βάζει να δουλεύουν κι΄ αυτά. Και το κυριότερο: Κάθε μέρα άρμεγε περισσότερο την μαμά-αγελάδα, έτσι ώστε δεν έμενε σχεδόν καθόλου γάλα για τα μοσχαράκια. Κι’αυτά, με το δίκιο τους γκρίνιαζαν όλο και περισσότερο:
- Μαμά πεινάμε.
- Δεν μπορούμε να δουλεύουμε χωρίς να πίνουμε γάλα.
- Μη τον αφήνεις να στο παίρνει όλο.
Ένα πρωί που ο αφέντης άρμεξε όλο σχεδόν το γάλα της μαμάς-αγελάδας, εκείνη δεν άντεξε άλλο και του λέει:
- Άρχοντά μου, γιατί δεν μας λυπάσαι, τι θα φάνε τα μοσχαράκια μου; Άσε μου λίγο γάλα σε παρακαλώ…
Ο αφέντης μόλις άκουσε αυτά τα λόγια της αγελάδας έγινε κατακόκκινος απ’ το θυμό του και άρχισε να ουρλιάζει σαν τρελός:
- Ορίστε που φτάσαμε!!. Δεν ντρέπεστε λιγάκι αχάριστοι! Σας τρέφουμε εσένα, τον άντρα σου και τα παιδιά σου κι’ αντί να μου πείτε ευχαριστώ ζητάτε και τα ρέστα; Άκου να της αφήσω λίγο γάλα, λέει! Και τι θα πουλήσω εγώ τότε; Πώς θα βγάλω τα έξοδά μου και τα έξοδά σας, για πες μου; Κι αν θες να ξέρεις τα μοσχαράκια σου αρκετά μεγαλώσανε, ήρθε ο καιρός τους για σφάξιμο, οι γιορτές πλησιάζουν.
Κι ενώ έλεγε όλα αυτά, τρελός από τη λύσσα του ο αφέντης, κλώτσαγε και χτύπαγε με όλη του τη δύναμη μ’ ένα βούρδουλα τη μαμά αγελάδα. Κι όταν κουράστηκε, έβαλε έναν επιστάτη του να συνεχίσει να την χτυπάει…
Εκείνο το πρωϊ, όταν ξύπνησαν τα μοσχαράκια, είδαν τη μαμά-αγελάδα να κλαίει. Την ρώτησαν, προσπάθησαν να καταλάβουν τι είχε, μα δεν κατάφεραν να της πάρουν κουβέντα. Δεν έλεγε τίποτα.
Το ίδιο μεσημέρι, η αγελάδα, αφού τα σκέφτηκε καλά όλα αυτά που γίνανε, πήγε και βρήκε τον άντρα της τον ταύρο την ώρα που κουβάλαγε κάτι τεράστια τσουβάλια, καταϊδρωμένο και ετοιμόρροπο.:
- Άκου άντρα μου, του λέει. Τόσα χρόνια εγώ ήμουνα που έλεγα να είμαστε υπάκουοι και πειθαρχικοί, να’χουμε καλούς τρόπους και να μην αντιμιλάμε στον αφέντη. Λοιπόν, τέρμα πιά. Δεν πάει άλλο. Ο αφέντης μέρα τη μέρα γίνεται όλο και πιο αχόρταγος. Δεν τον φτάνουν τόσα που’χει φτιάξει από μας κι απ’ τη δουλειά μας, θέλει κι’ άλλα. Τις γιορτές θα σφάξει και τα μοσχαράκια μας, λέει. Κάτι πρέπει να κάνουμε…
Ο ταύρος τ’ άκουσε όλα αυτά και τα σκέφτηκε πολύ καλά. Θυμήθηκε ακόμα και κάτι που είχε κατά τύχη να ακούσει να λέει χτες ο επιστάτης σε κάποιο κύριο που γυρόφερνε εδώ, ότι, η αγελάδα του κι αυτός θα κάνουν το πιο ωραίο κορν-μπιφ που έφαγε ποτέ, και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.
Tο μυαλό του πέταξε ξαφνικά στον ξάδερφό του τον αγριοβούβαλο που πριν μερικά χρόνια είχε εγκαταλείψει το αγρόκτημα του άρχοντα και ζούσε στο βουνό. Θυμήθηκε τα λόγια του: «Μέρα με τη μέρα, του είχε πει, η ζωή μας γίνεται όλο και πιο ανυπόφορη. Δουλεύουμε για τον αφέντη ενώ για μας και τα παιδιά μας δεν μένει σχεδόν τίποτα. Όλα μας τα στερεί, όλα μας τα απαγορεύει. Γιατί συμβαίνουν αυτά; Ποιός του έδωσε το δικαίωμα να μας υποχρεώνει να ζούμε όπως θέλει αυτός; Κι εμείς γιατί τα ανεχόμαστε όλα αυτά; Μήπως τον έχουμε καμμιά ανάγκη; Μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αυτόν! Αυτός δεν μπορεί να ζήσει χωρίς εμάς, γιατί όλα αυτά που κερδίζει από εμάς τα κερδίζει! Θα φύγω και θα πάω να ζήσω στο βουνό ελεύθερος, όπως ζούσαν οι γονείς μου, οι παππούδες και οι προπάπποι μου!» είχε πει ο άγριο-βούβαλος , και το είχε κάνει.
Η μαμά-αγελάδα έβλεπε τόση ώρα τον ταύρο σκεφτικό και με κατεβασμένο το κεφάλι. Στο τέλος έχασε την υπομονή της και του λέει:
- Ό,τι σκέφτεσαι να το πεις μη διστάζεις.
- Το βράδυ θα φύγω, αποκρίθηκε αμέσως ο ταύρος, που πήρε θάρρος. Θα πάω να βρω τον ξάδερφό μου τον αγριοβούβαλο στο βουνό. Θα του τα πω όλα. Θα του ζητήσω να μας βοηθήσει.
- Να του πεις να βιαστεί, πρόσθεσε με αγωνία η αγελάδα.
Οι άγριοι
Την ίδια νύχτα ο ταύρος ξέφυγε απ΄ το μαντρί του αγροκτήματος χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι οι επιστάτες του αφέντη. Προχώρησε σιγά – σιγά ώσπου έφτασε στο δάσος. Η καρδιά του χτύπαγε από αγωνία κι από χαρά. Πρώτη φορά αισθανόταν να μην έχει κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι του να τον επιβλέπει, να τον διατάζει. Πρώτη φορά αισθανόταν ελεύθερος. Άρχισε να τρέχει με όλη του την δύναμη. Η κούραση όλης της μέρας είχε ξεχαστεί. Σκέφτονταν πως τέτοια ώρα, χρόνια ολόκληρα κοιμάται ψόφιος από τη σκληρή δουλειά όλης της ημέρας. Αυτή είναι λοιπόν η ελευθερία, σκέφτηκε. Μα μη είσαι υποχρεωμένος να κοιμάσαι, να μπορείς να σκέφτεσαι!
Ούτε το κατάλαβε για πότε διέσχισε το δάσος. Είχε φτάσει κι όλας στους πρόποδες του βουνού. Άρχισε να ανεβαίνει προσεκτικά και να ψάχνει. Δεν ήταν εύκολο να βρει μέσα στη νύχτα το μέρος που ζούσε ο ξάδερφός του ο αγριοβούβαλος.
Έψαξε πολύ ώρα. Είχε αρχίσει να απελπίζεται. Κι αν δεν τον βρω; σκεφτόταν. Κι αν έχει φύγει από εδώ; Κι αν τον σκότωσαν οι κυνηγοί; Πως θα γυρίσω στο αγρόκτημα; Όχι, δεν είναι δυνατόν να συνεχίσουμε να ζούμε έτσι. Η γυναίκα μου το είπε σωστά: «Κάτι πρέπει να κάνουμε….».
Η νύχτα είχε γίνει κατασκότεινη. Σημάδι πως σε λίγο θα άρχιζε να ξημερώνει. Ο ταύρος σκέφτονταν συνέχεια. Ευτυχώς δεν είχε χάσει την ψυχραιμία του.
Ξαφνικά, του’ρθε σα αστραπή στο νου μια κραυγή που έβγαζαν στο παιγνίδι τους, όταν ήταν μικροί, αυτός κι ο ξάδερφός του ο αγριοβούβαλος. Μια κραυγή που μόνο αυτοί οι δύο γνώριζαν.
- Ουάαααουου….Ουάαααουου, φώναξε μ’όλη του τη δύναμη σκίζοντας τη σιωπή της νύχτας.
Μόλις άκουσαν την κραυγή, χιλιάδες πουλάκια του δάσους πετάχτηκαν τρομαγμένα. Ποιος είναι αυτός που τους ξυπνά νυχτιάτικα;
Ένα κοπάδι πουλιά ήρθαν αμέσως κοντά του.
- Τι θέλεις; ρώτησαν τον ταύρο.
- Τον ξάδερφό μου, τον αγριοβούβαλο, αποκρίθηκε αυτός.
- Κι αυτή την κραυγή που την έμαθες;
- Τι που την έμαθα; ρώτησε παραξενεμένος ο ταύρος, ο ξάδερφός μου μου την έμαθε…
Χωρίς, απόκριση, το κοπάδι των πουλιών απογειώθηκε αμέσως και σκορπίστηκε σ’όλες τις άκρες του δάσους, σ’όλες τις κορφές του βουνού.
Ο ταύρος ένιωθε σα χαμένος. Μα πριν προλάβει να συνέλθει, μέσα στο μισοσκόταδο, άρχισε να διακρίνει γύρω του διάφορα ζώα: αγριοκάτσικα, αγριογούρουνα, αγριοκούνελα, αγριόγατες, αγριόπαπιες ακόμα και άγρια άλογα. Που βρέθηκαν μαζεμένα όλα τούτα εδώ;
Ξαφνικά, μια γνώριμη φωνή ήρθε να διακόψει την έκπληξή του: Ήταν η φωνή του ξάδερφού του, του αγριοβούβαλου.
- Γειά σου ταύρε, ξάδελφε. Ποιός καλός αέρας σ’έφερε στα λημέρια μας;
Ο ταύρος ρίχτηκε μονομιάς στην αγκαλιά του ξαδέρφου του. Όλα τα ζώα κοιτούσαν την σκηνή χαμογελώντας
- Χρειαζόμαστε βοήθεια, είπε ο ταύρος.
Και κάθισε και διηγήθηκε σ’όλα τα άγρια ζώα την κατάσταση που επικρατούσε στο αγρόκτημα του αφέντη.
- Άκουσε ώρα να σου πω κι εγώ ξάδερφε, αποκρίθηκε ο αγριοβούβαλος. Λίγο-πολύ τα πράγματα, πώς έχουν σε σας, τα ξέραμε. Εμείς εδώ, όπως βλέπεις, έχουμε οργανώσει μόνοι μας την ζωή μας. Χωρίς αφέντες και χωρίς επιστάτες. Εμείς εδώ συζητάμε, σκεφτόμαστε και αποφασίζουμε μόνοι μας. Ζούμε χωρίς να μας εκμεταλλεύεται και χωρίς να εκμεταλλευόμαστε κανέναν. Ζούμε χωρίς να μας καταπιέζει και χωρίς να καταπιέζουμε κανέναν. ‘Ό,τι έχουμε το μοιραζόμαστε όλοι. Ό,τι κερδίζουμε απ΄ τη δουλειά μας, το μοιραζόμαστε επίσης. Κανείς δεν ζει σε βάρος του άλλου.
Ξέραμε την κατάσταση που επικρατεί στο αγρόκτημά σας, όπως και σε χιλιάδες άλλα αγροκτήματα. Χρειάζεστε λες την βοήθειά μας. Είμαστε πρόθυμοι να σας τη δώσουμε. Όμως, για να σας βοηθήσουμε, πρέπει, εσείς πρώτα, όλα τα ζώα εκεί κάτω στο αγρόκτημα να έχετε καταλάβει και να έχετε συμφωνήσει ότι για να ζήσετε καλύτερα, πρέπει πρώτα να φύγει από τη μέση ο αφέντης σας και στη θέση του να μπείτε εσείς. Εσείς να γίνετε αφέντες στο αγρόκτημα. Νά’χετε επίσης καταλάβει ότι για να φύγει ο αφέντης σας πρέπει να ξεσηκωθείτε και να τον διώξετε εσείς.
Εμείς να σας βοηθήσουμε. Αλλά αν δεν έχετε καταλάβει πρώτ’απ‘όλα ότι εσείς αποφασίσατε να τον διώξετε, τότε δεν θα πετύχετε τίποτα. Γιατί το πιο δύσκολο δεν είναι να βγάλεις από τη μέση τον αφέντη, αλλά να μπορέσεις μετά να οργανώσεις όμορφα τη ζωή μέσα στο αγρόκτημα.
Μη φανταστείτε πως σε σας τα πράγματα θα γίνουν όπως σε μας. Μη σκεφτείτε να μας αντιγράψετε. Πρέπει να σπάσετε και λίγο το κεφάλι σας. Εσείς ζείτε στον κάμπο, εδώ είναι βουνό.
Ξάδερφε πήγαινε πίσω στο αγρόκτημα. Πες όλα αυτά που σου είπα και στα άλλα ζώα. Αν θέλουν ας έρθουν μερικά να δουν πως ζούμε εδώ. Ίσως αυτό τους φανεί χρήσιμο. Κι άμα αποφασίσετε, εμείς θα σταθούμε στο πλευρό σας. Ξεκινήστε εσείς και εμείς θα σας βοηθήσουμε.
Τά’κουσε καλά όλα αυτά ο ταύρος . Κοίταξε όλα τα ζώα στα μάτια. Φαίνονταν να συμφωνούσαν όλα με τον αγριοβούβαλο. Τα χαιρέτησε, χαμήλωσε το κεφάλι κι έφυγε.
Έπρεπε να βιαστεί. Σε λίγο θα ξημέρωνε. Τι θα’πρεπε να κάνει; Να γυρίσει πίσω στο αγρόκτημα, να επιστρέψει το σπίτι, στη δουλειά, στη κούραση, στο ξύλο του επιστάτη και στις βρισιές του αφέντη ή να μείνει στο δάσος μόνος κι ελεύθερος;
Έμεινε για λίγο αναποφάσιστος. Σκέφτηκε τα μοσχαράκια του που θα τα σφάζαν τις γιορτές. Σκέφτηκε την αγελάδα του που θα γινόταν κορν-μπιφ. Σκέφτηκε, τι σόϊ «ελευθερία» είναι αυτή να γυρνάς μόνος κι έρημος, χωρίς σκοπό. Και πήρε την απόφασή του: Θα γύρναγε στο αγρόκτημα.
Η εξέγερση
Aπό την ώρα που γύρισε στο αγρόκτημα ο ταύρος , όλα τα’βλεπε διαφορετικά. Δεν απέφευγε πιά τ’άλλα ζώα, προσπαθούσε να τους πιάνει κουβέντα και να συζητάνε τα βάσανά τους. ¨Όταν γύρναγε το βράδυ στο σπίτι, παρ’όλη την κούρασή του δεν έπεφτε για ύπνο αλλά έπαιζε με τα μοσχαράκια του και τους διηγούνταν διάφορες ιστορίες των παππούδων τους, από την εποχή που ήταν ακόμη ελεύθεροι. Και τότε τα μοσχαράκια ρωτούσαν:
- Μπαμπά γιατί να μην είμαστε και εμείς ελεύθεροι;
Σύντομα ο ταύρος απέκτησε μεγάλη εκτίμηση σ’όλα τα ζώα του αγροκτήματος. Αυτά που έλεγε όλοι τ’ακούγαν με σεβασμό και λέγαν πως είναι σωστά πράγματα. Σε λίγο καιρό, όλοι ήταν πιά σύμφωνοι: ο άρχοντας δεν χρειάζεται, πρέπει να φύγει από τη μέση.
Όπως ήταν φυσικό όλα αυτά φτάσανε και στα αυτιά του αφέντη. Κι’έγινε βέβαια έξω φρενών. Τόσο πολύ, που το στόμα του άφριζε και έβγαζε μπουρμπουλήθρες, μεγάλες σαν μπαλόνια!
Έβαλε αμέσως τους επιστάτες τους επιστάτες του να παρακολουθούν όλα τα ζώα και να ακούνε τι σχεδιάζουν. Προσπάθησε να δώσει σε μερικά κουτορνίθια λίγο φαϊ παραπάνω για να τα πάρει με το μέρος του και να του λένε τι μαθαίνουν. Άδικος κόπος. Από κανένα ζώο δεν μπορούσε να πάρει κουβέντα. Δεν έβρισκε ούτε ένα ρουφιάνο.
Τα ζώα στο αγρόκτημα είχαν κάνει το σχέδιό τους : πλησίαζαν οι γιορτές και ξέραν πως ο αφέντης θα έσφαζε τα περισσότερα απ’ αυτά για να τα πουλήσει. Πιο πολύ κινδύνευαν τα αρνάκια, τα κοτόπουλα, οι γαλοπούλες, τα μοσχάρια, τα γουρουνάκια, οι πάπιες και τα κατσικάκια. Όμως και τ’άλλα που δεν κινδύνευαν τόσο πολύ, ξέραν ότι αργά ή γρήγορα θα έρθει κι’ η σειρά τους.
Το είχαν πιά αποφασίσει. Τις παραμονές των γιορτών, λίγο πριν έρθει το μεγάλο καμιόνι να φορτώσει σφαχτάρια, θα ξεσηκώνονταν και θα παίρναν το αγρόκτημα στα χέρια τους. Κι όταν θα έφτανε το μεγάλο καμιόνι, θα φόρτωναν τον αφέντη, τους επιστάτες και τα πράγματά τους και θα τους διώχνανε.
Όλα έγιναν έτσι όπως τα είχαν οργανώσει. Πριν προλάβει να καταλάβει ο αφέντης κι οι επιστάτες τι γίνεται, βρέθηκαν δεμένοι μέσα στο καμιόνι. Αντί για σφαχτάρια, το καμιόνι γέμισε αυτή τη φορά όλη τη παλιοσαβούρα του άρχοντα: θρόνοι, πολυέλαιοι, κηροπήγια, σεντούκια, μετάξια και κορώνες, όλα ανακατωμένα πετάγονταν μέσα στο καμιόνι. Κάθε ζώο έπαιρνε κι από κάτι και το πέταγε στο καμιόνι. Ό άρχοντας κι οι επιστάτες δεν ξέραν που να κρύψουν τα κεφάλια τους για να μην τους πέφτουν επάνω τα πράγματα.
Στο τέλος, αφού γέμισε το καμιόνι πράγματα μέχρι επάνω, ξεκίνησε:
- Στο καλό και να μας γράφετε, φώναζαν τα ζώα χαρούμενα και κούναγαν τα μαντίλια τους στο καμιόνι που έφευγε.
Η μάχη
Η ζωή στο αγρόκτημα απ΄τη μέρα που διώξανε τον άρχοντα, έγινε αγνώριστη. ¨Όλοι πια τώρα δούλευαν χωρίς να τους διατάζει κανένας. Κάθε τόσο συγκεντρώνονταν κι’ αποφάσιζαν όλοι μαζί τι θα κάνουν. Έτσι όλες τις δυσκολίες τις ξεπέρναγαν. Με το χαμόγελο. Ό,τι κέρδιζαν το μοιράζονταν. Κανένας δεν ζούσε σε βάρος του άλλου. Όλα τα ζωάκια ήταν πάντα χορτάτα και χορτάτα. Κανένα δεν ήταν πεινασμένο και λυπημένο. Όλα τελείωναν το σχολείο και μετά πήγαιναν στο Πανεπιστήμιο ή έκαναν ό,τι άλλο τους άρεσε. Η ζωή όλων κυλούσε όμορφα και ήρεμα.
Όμως ο πρώην άρχοντας δεν είχε αποδεχτεί το διώξιμό του από το αγρόκτημα. Ύστερα από λίγους μήνες ξαναγύρισε. Και φυσικά, όχι μόνος του. Είχε μαζέψει διάφορους παλιάνθρωπους, κλέφτες, εγκληματίες , φασίστες, χουντικούς και είχε φτιάξει ένα πανίσχυρο στρατό που ήταν οπλισμένος με αμερικάνικα και ρώσικα όπλα.
Ο πρώην άρχοντας δεν μπορούσε να χωνέψει την ήττα του. Δεν μπορούσε να παραδεχτεί ότι τα ζώα μπορούσαν να ζήσουν και χωρίς αυτόν. Και ο κυριότερο, δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς τα κέρδη που έβγαζε απ΄τη δουλειά των ζώων, απ’το γάλα της αγελάδας, τα αυγά από τις κότες, το μαλλί από τα πρόβατα κλπ.
Έτσι, ένα πρωϊ αποφάσισε να επιτεθεί με το στρατό του και να ξαναπάρει πίσω το αγρόκτημα.
Τα ζώα από μέρες είχαν καταλάβει τα σχέδιά του. Και είχαν φροντίσει να οργανωθούν. Είχαν κι αυτά μαζέψει όπλα, ξύλα, πέτρες, τσουγκράνες, σφυριά και δρεπάνια. Ήταν έτοιμοι να αμυνθούν , να υπερασπιστούν το αγρόκτημά τους.
Την παραμονή της μάχης όμως κατάλαβαν ότι δεν θα τα’βγαζαν πέρα με τόσους οπλισμένους παλιάνθρωπους, εγκληματίες, χουντικούς και φασίστες. Τότε ο ταύρος θυμήθηκε τον ξάδερφό του τον αγριοβούβαλο που του είχε πει: «ξεκινήστε και εμείς θα σας βοηθήσουμε».
Το είπε στη γενική συγκέντρωση όλων των ζώων που γινόταν την παραμονή της μάχης. Κι όλα τα ζώα έμειναν σύμφωνα: Πρέπει να τους φωνάξουμε να μας βοηθήσουν τώρα που τους έχουμε ανάγκη.
Το μεγαλύτερο από τα τρία μοσχαράκια που είχε πάει πολλές φορές στα λημέρια του αγριοβούβαλου για να δει πως ζούσαν εκεί, πετάχτηκε πρόθυμο και είπε:
- Θα τρέξω εγώ να τους ειδοποιήσω !
Όλοι συμφώνησαν, και το μοσχαράκι ξεκίνησε αμέσως, μέσα στη νύχτα και μ’όλη του τη δύναμη έτρεξε για να ειδοποιήσει τα άγρια ζώα.
Μόλις άκουσαν τα άγρια ζώα για τον κίνδυνο που διατρέχουν οι φίλοι τους στο αγρόκτημα, δεν λογάριασαν τα δικά τους προβλήματα και τις δυσκολίες που είχαν και έτρεξαν αμέσως.
Όταν έφτασαν, η επίθεση του άρχοντα και του στρατού του είχε αρχίσει. Τα ζώα του αγροκτήματος με επικεφαλής τον ταύρο αγωνίζονταν ηρωϊκά, πετώντας στους φασίστες ότι έβρισκαν μπροστά τους. Εκείνοι ωστόσο, πιο καλά οπλισμένοι και εκπαιδευμένοι και πιο πολυάριθμοι, συνεχώς κέρδιζαν έδαφος.
Η θέση των ζώων του αγροκτήματος ήταν πολύ δύσκολη, απελπιστική θα μπορούσαμε να πούμε.
Και να, ξαφνικά μέσα από το δάσος πετάγονται οι αγριο-βούβαλοι, τα αγριο-γούρουνα, τα αγρι-άλογα, τα αγριο-κάτσικα, οι αγριό-παπιες, τα αγριο-κούνελα, και με μια σαρωτική επέλαση παίρνουν στο κυνήγι τον στρατό του πρώην άρχοντα.
Τα ζώα του αγροκτήματος μόλις τα είδαν όλα αυτά πήραν θάρρος και άρχισαν κι αυτά να κυνηγούν τους παλιανθρώπους του πρώην άρχοντα. Αυτή τη φορά δεν γλύτωσε ούτε ο άρχοντας ούτε οι επιστάτες του ούτε κανένας.
Η νίκη
Μετά τη μάχη, ο ταύρος αφού ευχαρίστησε εξ’ ονόματος όλων των ζώων του αγροκτήματος τους άγριους φίλους τους για τη βοήθειά τους στην πιο κρίσιμη ώρα του πολέμου, τους κάλεσε να μείνουν εκείνη τη μέρα στο αγρόκτημα για να γιορτάσουν όλοι μαζί τη νίκη τους .
Πράγματι, τα άγρια ζώα μείναν στο αγρόκτημα, έφαγαν , τραγούδησαν, χόρεψαν και γλέντησαν όλη τη νύχτα.. Τέτοιο τρικούβερτο γλέντι δεν είχε ποτέ ξαναγίνει στο αγρόκτημα.
Ξεπροβοδώντας το άλλο πρωί τους άγριους φίλους τους, τα ζώα του αγροκτήματος είχαν καταλάβει πως είχαν κι αυτά χρέος από εδώ και πέρα να τρέξουν να βοηθήσουν κάθε άλλο αγρόκτημα που κινδύνευε να πέσει στα χέρια των αφεντάδων, εφ’όσον βέβαια ζήταγε τη βοήθειά τους.
Υστερόγραφο
Εδώ -κανονικά- θα έπρεπε να γράψουμε: «και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», και να τελείωνε το παραμύθι. Όμως επειδή αυτοί μεν μπορεί να ζήσανε καλά, εμείς όμως δεν ζούμε καλύτερα, το παραμύθι θα συνεχίζεται όσο θα υπάρχουν αγροκτήματα, άρχοντες, επιστάτες, αγελάδες, ταύροι, μοσχαράκια, αγριοβούβαλοι, φασίστες , χουντικοί, παλιάνθρωποι και άλλα τυροκομικά προϊόντα…